fbpx

Ποιο το κατώτατο όριο μείωσης της συντρέχουσας ποινής στον καθορισμό συνολικής ποινής στις στερητικές της ελευθερίας ποινές

Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 9 λεπτά

Δείτε επίσης

Σχετικές διατάξεις: Άρθρο 94 παρ. 1 πΠΚ «Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών 1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά τον νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ’ αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη· β) ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη· και γ) δύο έτη, αν η ποινή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση, και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση.»        

            Άρθρο 94 παρ. 1 νΠΚ  «Συνολική ποινή σε περίπτωση στερητικών της ελευθερίας ποινών 1. Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση.»

            Αιτιολογική έκθεση. «Στο άρθρο αυτό διατηρείται η διάκριση μεταξύ πραγματικής και κατ’ ιδέα συρροής εγκλημάτων. Η αληθινή πραγματική συρροή ρυθμίζεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου, όπου επέρχονται σημαντικές αλλαγές στην ισχύουσα διάταξη. Ειδικότερα, καταργείται το ελάχιστο όριο προσαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή, ενώ και το ανώτατο όριο μειώνεται δραστικά. Αντί των τριών τετάρτων κάθε συντρέχουσας ποινής, το όριο μειώνεται στο ένα δεύτερο. Παράλληλα µειώνονται και τα ανώτατα όρια της εκτιτέας ποινής, από τα είκοσι πέντε έτη στα είκοσι έτη σε περίπτωση κάθειρξης και από τα δέκα στα οκτώ έτη σε περίπτωση φυλάκισης.»

            Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 § 1 του νέου Ποινικού Κώδικα: «Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας από αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι έτη, όταν η βαρύτερη ποινή είναι κάθειρξη και τα οκτώ έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση». Η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη για τους κατηγορούμενους σε σχέση με την αντίστοιχη του ισχύσαντος μέχρι την 30η.6.2019 Ποινικού Κώδικα, εφόσον με αυτή: α) καταργήθηκε το ελάχιστο όριο επαύξησης της ποινής βάσης για κάθε συντρέχουσα ποινή, β) το ανώτατο όριο της επαύξησης μειώθηκε από τα τρία τέταρτα στο ένα δεύτερο κάθε συντρέχουσας ποινής και γ) μειώθηκαν τα ανώτατα όρια της συνολικής ποινής από τα είκοσι πέντε έτη στα είκοσι (έτη) επί καθείρξεως και από τα δέκα έτη σε οκτώ (έτη) επί φυλακίσεως. (ΟλΑΠ 4/2021)

            Η εφαρμογή της νέας διάταξης στην πράξη, στα δικαστήρια της ουσίας, δεν μετέβαλε θεματικά την πρακτική του καθορισμού συνολικής ποινής, η οποία ήταν παγιωμένη, τουλάχιστον στα πρωτοβάθμια δικαστήρια υπό την ισχύ του πΠΚ, να προσθέτουν, δηλαδή, στην ποινή βάσης το ήμισυ των συντρεχουσών ποινών, κατά τον σχηματισμό της συνολικής ποινής (ενόσω υπό τον πΠΚ  προβλεπόταν ως μέγιστο όριο τα ¾ των συντρεχουσών ποινών). Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται, παρά το ευμενέστερο της νέας διάταξης, μια «δυσμενέστερη» εφαρμογή της νέας διάταξης, αφού πλέον, και την υπό την ισχύ του ν.ΠΚ, το ύψος της συντρέχουσας ποινής ορίζεται, στη συντριπτική πλειοψηφία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, στο ανώτατο όριό της, που είναι το ήμισυ της επιβληθείσας ποινής.

            Ένας λόγος που συμβαίνει αυτό είναι και ο μη προσδιορισμός του κατώτερου ορίου ποινής που μπορεί το δικαστήριο να επιβάλει, κατ’ εφαρμογή της 94 παρ. 1 ΠΚ.

            Παραδείγματα: 1. Στον Α επιβάλλονται για δύο πράξεις κάθειρξη 9 ετών για την πρώτη πράξη και 6 έτη για την δεύτερη πράξη. Η συνολική ποινή που επιβάλλεται είναι 9 έτη (ποινή βάσης) και 3 έτη για την δεύτερη πράξη, ήτοι 12  έτη κάθειρξη.

  1. Στον Β επιβάλλονται τρεις ποινές για ισάριθμες πράξεις, 8 έτη κάθειρξης για την πρώτη πράξη, 8 έτη κάθειρξης για τη δεύτερη πράξη και 4 χρόνια φυλάκιση για την τρίτη πράξη. Η συνολική ποινή είναι 8 έτη (ποινή βάσης) συν 4 έτη για τη δεύτερη πράξη και 2 έτη για την τρίτη πράξη, ήτοι 14 έτη κάθειρξη.

            Και στις δύο περιπτώσεις οι επιβληθείσες συνολικές ποινές είναι οι ανώτατες που μπορούν να επιβληθούν. Οι ίδιες ποινές θα επιβάλλονταν και υπό την ισχύ του πΠΚ μόνο που, τότε, θα ήταν κατώτερες από το προβλεπόμενο ανώτερο όριο (3/4 των συντρεχουσών ποινών). Συνεπώς παρατηρείται στην πράξη, υπό την ισχύ της ευμενέστερης νέας διάταξης του 94 παρ. 1 ΠΚ, μια δυσμενέστερη επιμέτρηση, σε σχέση με τον καθορισμό της συνολικής ποινής υπό τον πΠΚ!

            Για το κατώτερο όριο της συντρέχουσας ποινής στην αληθινή πραγματική συρροή, στη συντριπτική πλειοψηφία τα εγχειρίδια και οι ερμηνείες του ΠΚ αναφέρουν ότι δεν υπάρχει κατώτατο όριο, αφού ο νόμος το κατήργησε, προβλέποντας μόνο το ανώτατο όριο που μπορεί να επιβληθεί για τη συντρέχουσα ποινή. Θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε το κατώτατο όριο για τη συντρέχουσα ποινή, συμβάλλοντας στον επιστημονικό διάλογο για τον σαφή καθορισμό του κατώτατου ορίου προσαύξησης για συντρέχουσες ποινές.

            Α. Κατά μία άποψη, αφού ο νόμος δεν προβλέπει κατώτερο όριο μπορεί να επιβληθεί το κατώτερο όριο του είδους της ποινής. Σχετικά με το είδος της ποινής λεκτέα τα ακόλουθα:

            Στο ανωτέρω παράδειγμα 1 αν ερμηνευτεί στενά το κατώτερο είδος της συντρέχουσας ποινής οδηγεί σε άτοπα αποτελέσματα. Δηλαδή στην ποινή βάσης των 9 ετών η συντρέχουσα ποινή είναι 6 έτη κάθειρξης, της οποίας (κάθειρξης) το κατώτερο όριο είναι 5 έτη (52 ΠΚ). Σαφώς η λύση αυτή είναι contra legem, διότι το κατώτερο όριο θα υπερβαίνει το ανώτατο όριο που ορίζει η 94 παρ. 1 (το ήμισυ της συντρέχουσας). Δεν μπορεί το ανώτατο όριο προσαύξησης της ποινής βάσης να είναι, στην προκειμένη περίπτωση, 3 έτη (το ήμισυ των 6 ετών) και το κατώτερο όριο να ορίζεται σε 5 έτη!

            Αν στο παράδειγμα 1 η συντρέχουσα ποινή, αντί για 6 έτη κάθειρξης, ήταν 4 έτη φυλάκισης, τότε το ανώτατο όριο προσαύξησης θα ήταν 2 έτη (το ήμισυ των 4 ετών), ενώ το κατώτερο θα ήταν δέκα ημέρες (κατώτερο όριο της φυλάκισης – άρθρο 54 ΠΚ). Στη φυλάκιση δεν υπάρχει πρόβλημα στην εύρεση του κατώτατου ορίου στο οποίο μπορεί να φτάσει η συντρέχουσα ποινή. Στα παλαιότερα εγχειρίδια, υπό την ισχύ του πΠΚ, υποστηριζόταν ως κατώτατο όριο ποινής η μία ημέρα (προφανώς διότι υπήρχε ως προβλεπόμενη στερητική της ελευθερίας ποινής μίας ημέρας στα πταίσματα-άρθρο 55 πΠΚ), αλλά μετά την κατάργηση των πταισμάτων και της ποινής της κράτησης, το ελάχιστο όριο της στερητικής της ελευθερίας ποινής στον ΠΚ είναι οι 10 ημέρες.

            Εξάλλου δεν προβλέπεται από τον νόμο ρητά ως κατώτατο όριο προσαύξησης το είδος της συντρέχουσας ποινής.

            Β. Κατ΄ άλλη άποψη, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του 94 παρ. 1 ΠΚ με την κατάργηση του κατωτάτου ορίου, υποστηρίζεται η άποψη ότι το κατώτερο όριο της συντρέχουσας στερητικής της ελευθερίας ποινής είναι δέκα ημέρες, τόσο για τη φυλάκιση όσο και για την κάθειρξη.

            Κατά την άποψή μου αυτό είναι αντίθετο με την δικαιοπολιτική διάκριση των στερητικών της ελευθερίας ποινών (κάθειρξης και φυλάκισης). Δηλαδή στο παράδειγμα 1 η συνολική ποινή στο κατώτατο όριο της θα ανερχόταν  σε 9 έτη και 10 ημέρες. Θεωρώ ότι αυτό είναι πέραν και έξω από τους κανόνες τόσο της γενικής όσο και της ειδικής πρόληψης που διέπουν το ποινικό μας σύστημα.

            Γ. Κατά την άποψή μου ο καθορισμός συνολικής ποινής είναι μία (ευεργετική) για τον κατηγορούμενο μείωση ποινής. Ο ΠΚ ακολουθεί, όπως και πΠΚ την αρχή της νομικής σώρευσης, όταν συντρέχουν περισσότερες στερητικές της ελευθερίας ποινές. Διαχρονικά ο ΠΚ, αντί για την ανεπιεική αριθμητική σώρευση των συντρεχουσών ποινών, θέτει και τα ανώτατα όρια συνολικής ποινής, σε περίπτωση κάθειρξης και φυλάκισης τα 20 και 8 έτη αντίστοιχα (25 και 10 έτη κατά τον πΠΚ).

            Για την εξεύρεση του κατωτάτου ορίου της συντρέχουσας ποινής, δεν υπάρχει άλλη διάταξη που μπορεί να προσφέρει ερμηνευτικά λύση, από το άρθρο 83 ΠΚ και τα όρια που καθορίζει για τη μείωση της ποινής όπου ο νόμος ορίζει ότι πρέπει να γίνει μείωση. Ειδικότερα στο άρθρο 83, μετά την τροποποίηση του ν 4855/2021 ορίζονται τα ακόλουθα :  «Μειωμένη ποινή. Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη, β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών ή κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη, δ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα (10) έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους ή κάθειρξη έως έξι (6) έτη, ε) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της. Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία.»

            Στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 83 ορίζει στην αρχή ότι: «Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής:». Στο άρθρο 94 παρ. 1 ορίζεται συλλήβδην σε όλες τις περιπτώσεις στερητικής της ελευθερίας ποινής, ότι η προσαύξηση για την συντρέχουσα ποινή δεν μπορεί να υπερβαίνει το ήμισυ της επιβληθείσας, ενώ σιωπά για το κατώτατο όριο. Το κενό αυτό μπορεί να καλύψει η εφαρμογή του άρθρου 83. Ειδικότερα στα δύο παραδείγματά μας τα κατώτατα όρια μείωσης της συντρέχουσας ποινής και ο καθορισμός της συνολικής ποινής είναι τα εξής:

            Παράδειγμα 1. Ποινή βάσης 9 έτη και 1 έτος για τη συντρέχουσα ποινή των 6 ετών (κατ’ εφαρμογή της 83 περ. δ.), ήτοι συνολικά 10 έτη κάθειρξη,

            Παράδειγμα 2. Ποινή βάσης 8 έτη συν 1 έτος για τη συντρέχουσα ποινή των 8 ετών (κατ’ εφαρμογή της 83 περ. δ.), και 10 ημέρες για την ποινή της φυλάκισης των 4 ετών (κατ’ εφαρμογή της 83 περ. ε.), ήτοι συνολικά 9 έτη και 10 ημέρες κάθειρξη.

            Το ζήτημα προσδιορισμού του κατώτατου ορίου μείωσης της συντρέχουσας ποινής, εκτός από θεωρητικό ενδιαφέρον, έχει και σπουδαία πρακτική σημασία διότι θα οδηγήσει και τα δικαστήρια στην ορθή επιμέτρηση συνολικής ποινής και να μην εξαντλούνται μηχανικά στη συντριπτική πλειοψηφία στην πρόσθεση στην ποινή βάσης του ημίσεως των λοιπών ποινών, επιβάλλοντας μονοδιάστατα το ανώτατο όριο προσαύξησης για τις συντρέχουσες ποινές.  

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -