Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’ , 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων, όπως, ιδίως, επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, όταν ο υπαίτιος δημιούργησε ορισμένη επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο, για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους από την κατάσταση αυτή. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε -με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του- θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επελεύσεώς του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Εξάλλου, βαριά αμέλεια, μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται, όταν η παρέκκλιση από τη συμπεριφορά του μέσου επιμελούς ανθρώπου είναι σημαντική, ασυνήθης, ιδιαιτέρως μεγάλη και φανερώνει πλήρη αδιαφορία του δράστη για τα παράνομα σε βάρος τρίτων αποτελέσματα της (ΑΠ 1668/2013). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1398/2015).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 71 ΑΚ: “Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό και με αυτές των διατάξεων των άρθρων 65 παρ.1 και 67 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες, αντίστοιχα, “το νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα” και “όποιος έχει τη διοίκηση νομικού προσώπου φροντίζει τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα…”, σαφώς προκύπτουν τα ακόλουθα: Α) Οι νόμιμες υποχρεώσεις γενικώς των νομικών προσώπων για πράξη ή παράλειψη ουσιαστικώς αφορούν τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτά όργανα, ήτοι τα φυσικά πρόσωπα διά των οποίων διεξάγονται οι υποθέσεις τους και ενσαρκώνεται η βούλησή τους (ΑΠ 641/2011) και Β) Εφόσον τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα, παραβιάσουν υπαιτίως με πράξη ή παράλειψη κανόνα που επιβάλλει επιταγή ή απαγόρευση στο νομικό πρόσωπο, τότε ευθύνονται και αυτά προσωπικά από αδικοπραξία. Εξομοιώνεται δηλαδή η υπαίτια παράβαση από τα όργανα αυτά νόμιμης υποχρέωσης του νομικού προσώπου με υπαίτια παράβαση ίδιας νόμιμης υποχρέωσης. Κατά συνέπεια, τα διοικούντα και εκπροσωπούντα το νομικό πρόσωπο όργανα φέρουν προσωπική αδικοπρακτική ευθύνη για τις υπαίτιες παραβάσεις νομίμων υποχρεώσεων τόσο των Ιδίων, όσο και των νομικών προσώπων (ΑΠ 253/2013). Αν το νομικό πρόσωπο είναι ανώνυμη εταιρία, το όργανο εκπροσώπησης και διοίκησης αυτής, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1 και 22παρ.1εδ.α του κώδικα νόμων 2190/1920″ περί ανωνύμων εταιριών” είναι το διοικητικό της συμβούλιο, το οποίο δρα με συλλογικό τρόπο και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και γενικά στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού. Η διάκριση εξάλλου των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας σε εκτελεστικά και μη εκτελεστικά, η οποία εισήχθη με το άρθρο 3παρ.1εδ.1 και 2 του ν.3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση, δεν αλλάζει τα ανωτέρω ειδικά ως προς την ευθύνη των μη εκτελεστικών μελών του διοικητικού της συμβουλίου έναντι των τρίτων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, “το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από εκτελεστικά και μη εκτελεστικά μέλη. Εκτελεστικά μέλη θεωρούνται αυτά που ασχολούνται με τα καθημερινά θέματα διοίκησης της εταιρίας, ενώ μη εκτελεστικά τα επιφορτισμένα με την προαγωγή όλων των εταιρικών ζητημάτων”. Η ανωτέρω διάταξη, εξάλλου, ρυθμίζει προεχόντως την εσωτερική ευθύνη των οργάνων της ανώνυμης εταιρίας έναντι αυτής και των μετόχων και όχι την εξωτερική τους ευθύνη έναντι των τρίτων που ρυθμίζεται από τις εκάστοτε εφαρμοστέες γενικές ή ειδικές διατάξεις του αστικού δικαίου (ΑΠ 472, 370/2018). ‘Αλλωστε, όπως ευθέως αναφέρεται στο άρθρο 3 της εισηγητικής έκθεσης του ανωτέρω ν.3016/2002, το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας εξακολουθεί να είναι ενιαίο συλλογικό όργανο και οι αποφάσεις του λαμβάνονται από όλα τα μέλη του, ανεξάρτητα της ιδιότητάς τους ως εκτελεστικών ή μη εκτελεστικών. Από το σύνολο των ανωτέρω διατάξεων, σαφώς προκύπτει ότι όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας, και τα μη εκτελεστικά (στα οποία άλλωστε ο προαναφερόμενος νόμος περί εταιρικής διακυβέρνησης έχει αναθέσει τις αποστολές, αφενός μεν, της προαγωγής όλων των εταιρικών ζητημάτων στη χάραξη της επιχειρηματικής στρατηγικής της εταιρίας, με τη συμμετοχή τους στις οικείες συνεδριάσεις του διοικητικού της συμβουλίου, αφετέρου δε, κατ’ άρθρο 7 παρ.2 του ν.3016/2002, την επόπτευση των εσωτερικών ελεγκτών της εταιρίας), λαμβανομένου υπόψη ότι οι παρεχόμενες από αυτή ασφαλιστικές υπηρεσίες εμπίπτουν στην έννοια της υπηρεσίας, όπως την εννοεί το άρθρο 8 του νόμου 2251/1994, περί προστασίας των καταναλωτών, (ΑΠ 1101/2004), ενέχουν αδικοπρακτική ευθύνη σε περίπτωση υπαίτιας μη εκπλήρωσης των προβλεπομένων και από αυτόν ν.2251/1994) υποχρεώσεων πρόνοιας και παροχής της ευλόγως προσδοκώμενης ασφάλειας των συναλλασσομένων τρίτων προς τους οποίους παρέχει (η εταιρία) τις ασφαλιστικές της υπηρεσίες (σχ. ΑΠ 535/2012).
Οι υποχρεώσεις αυτές απορρέουν τόσο από το νδ 400/1970 περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως που επιβάλλει στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις σειρά ειδικών υποχρεώσεων, προς εξυπηρέτηση του σκοπού της προστασίας και εξασφαλίσεως των συμφερόντων των ασφαλισμένων (άρθρο 1 παρ. 3 του ν.δ. 400/1973) όσο και από τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9Α δ του ν, 2251/1994 “περί προστασίας καταναλωτών” αλλά και από τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, όπως τα όρια αυτών προκύπτουν από τα άρθ. 5 του Συντάγματος 1975, 200, 281 και 288 ΑΚ αφού σύμφωνα με αυτά και τη γενική επιταγή σύννομης δράσης δημιουργείται για τους μετερχόμενους επικίνδυνες δραστηριότητες, (όπως εν προκειμένω η διάθεση των ένδικων ελαττωματικών ασφαλιστικών προγραμμάτων χωρίς εγγυήσεις φερεγγυότητας), γενική υποχρέωση πρόνοιας, δηλαδή λήψης όλων των κατάλληλων μέτρων για την προστασία των έννομων αγαθών των τρίτων, που εύλογα εμπιστεύονται την άσκηση της δραστηριότητος (αρχή της εμπιστοσύνης). Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής, που είχε ως συνέπεια τη διάθεση ελαττωματικών προϊόντων, δηλαδή προϊόντων που έθεσαν σε κίνδυνο ήδη από το 2008 έννομα αγαθά απροσδιόριστου αριθμού καταναλωτών, ελέγχεται ως συμπεριφορά που εξέρχεται από τα όρια της θεμιτής δράσης των οργάνων που επέδειξαν βαριά αμέλεια (μη εκτελεστικά μέλη)….κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους ως μέλη του ΔΣ και διαψεύδει την εμπιστοσύνη των συναλλασσομένων, ως προς το προσδοκώμενο όριο ασφαλείας των επίδικων ασφαλιστικών συμβάσεων, αποτελεί δε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (άρθ. 330 εδ. β1 ΑΚ), δηλαδή αδικοπρακτική συμπεριφορά (914 ΑΚ) που δικαιολογεί αξίωση αποζημίωσης για υλικές ζημιές και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης,…..Ούτε η απαλλακτική κρίση των με αρ…. βουλευμάτων για τα μη εκτελεστικά μέλη, ασκούν επιρροή στην ένδικη αδικοπραξία λαμβανομένου υπόψη ότι η αστική αδικοπραξία είναι έννοια ευρύτερη της ποινικά άδικης πράξης.
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ