fbpx

Η άσκηση ενδίκου μέσου από τον ανώτερο Εισαγγελέα κρίνεται μία φορά

Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά

Δείτε επίσης

Με τη ΣυμβΑΠ 514/2021 κρίνεται το ζήτημα της άσκησης ενδίκου μέσου από τον εισαγγελέα, για την περίπτωση που έχει ήδη απορρίψει την αίτηση για άσκηση ενδίκου μέσου και στη συνέχεια, εν τέλει, ο εισαγγελέας ασκεί το αιτούμενο ένδικο μέσο.

Ένδικο μέσο από τον εισαγγελέα«Κατά το άρθρο 465 του ΚΠΔ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του από το άρθρο 7 § 40 Ν 4637/2019 (ΦΕΚ Α 180/18.11.2019), “Ο εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, σε όσες περιπτώσεις τους παρέχει ο νόμος ένδικα μέσα, μπορούν να τα ασκήσουν, οποιαδήποτε γνώμη ή πρόταση και αν είχαν διατυπώσει κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή το βούλευμα που προσβάλλεται, είτε οι ίδιοι είτε κατώτερος εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής. Ο ανώτερος σε βαθμό εισαγγελέας έχει την ίδια δυνατότητα, ακόμη και αν ο κατώτερος αποδέχτηκε την απόφαση. Η κρίση εκφέρεται μία μόνο φορά από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου”. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται ο κανόνας της άπαξ μόνο κρίσεως περί ασκήσεως η μη ενδίκου μέσου από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών ή εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αφορά επομένως και την άσκηση αναιρέσεως από τον τελευταίο. Η εκφορά συνεπώς αρνητικής κρίσεως από τον εν λόγω εισαγγελέα ισοδυναμεί με παραίτηση από ένδικο μέσο και δεν μπορεί να μεταβληθεί μεταγενέστερα σε θετική κρίση περί αυτού. Συνηγορεί υπέρ της απόψεως αυτής και το γεγονός ότι προκρίθηκε από τον νομοθέτη η προθεσμία για την άσκηση ενδίκου μέσου να είναι σύντομη και δεν είναι ανεκτό ο ίδιος εισαγγελέας εντός αυτού του χρονικού πλαισίου να μεταβάλει γνώμη και μάλιστα υπό τα ίδια δεδομένα. Σε μια τέτοια περίπτωση (μεταβολής δηλαδή) το ασκούμενο ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο και απορριπτέο, σύμφωνα με το άρθρο 476 ΚΠΔ.»

Το προσβαλλόμενο βούλευμα. «Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, με το υπ’ αριθμό 1130/17-9-2020 βούλευμά του το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, τον κατηγορούμενο Σ. Π. του Γ., κάτοικο …, για να δικασθεί για τις πράξεις: α) της διενέργειας γενετήσιας πράξεως με ανηλίκους που δε συμπλήρωσαν τα δώδεκα (12) έτη κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση και β) της κατά συρροή κατάχρησης ανηλίκων από ενήλικο, με παθόντες που δε συμπλήρωσαν τα δώδεκα (12) έτη, αποδεχόμενο τυπικά και κατ’ ουσίαν τη σχετική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αυτός εισήγαγε την υπ’ αριθμ. 151/7-10-2019 έφεσή του κατά του υπ’ αριθμ. 3514/2019 απαλλακτικού για τον ως άνω κατηγορούμενο βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.»

Κρινόμενη αναίρεση του Εισαγγελέα ΑΠ. «Ο κατηγορούμενος αυτός με την υπ’ αρ. πρωτ. 8132/5.10.2020 αίτησή του ζήτησε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος. Η υπόθεση χρεώθηκε στον Αντεισαγγελέα Ιωάννη Κωνσταντινόπουλο, ο οποίος αυθημερόν σημείωσε επί της αιτήσεως: “δεν συντρέχει λόγος άσκησης αναίρεσης”. Ο κατηγορούμενος έλαβε γνώση της ως άνω αρνητικής κρίσεως του Αντεισαγγελέα, αφού με σχετική αίτησή του στις 7-10-2020 έλαβε αντίγραφο της προηγούμενης αιτήσεώς του με την ως άνω επισημείωση. Εν συνεχεία με την υπ’ αρ. πρωτ. 8357/9.10.2020 αίτησή του επανέλαβε το ίδιο αίτημα. Η αίτηση χρεώθηκε πάλι στον ίδιο Αντεισαγγελέα, ο οποίος σημείωσε ιδιοχείρως στις 13.10.2020 επ’ αυτής “Ισχύει η από 5/10/2020 κρίση μας για μη άσκηση αίτησης αναίρεσης”. Όμως, παρά την κατ’ επανάληψη εκφερθείσα αρνητική κρίση του, και χωρίς την επίκληση νέων στοιχείων που να την αναιρούν αλλά υπό τα ίδια δεδομένα τελικώς ο εν λόγω Αντεισαγγελέας άσκησε στις 19 Οκτωβρίου 2020 την κρινόμενη υπ’ αριθμό 44/2020 αίτηση αναιρέσεως κατά του εν λόγω βουλεύματος, επικαλούμενος αναιρετικές πλημμέλειες (απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά την προδικασία και για υπέρβαση εξουσίας) από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. α’ και στ’ του ΚΠΔ. Η ενέργειά του αυτή κατέστησε απαράδεκτο το ένδικο αυτό μέσο, αφού ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε πλέον το δικαίωμα (άρθρ. 476 § 1 ΚΠΔ) και συνεπώς απορριπτέο, χωρίς δυνατότητα περαιτέρω έρευνας της βασιμότητας ή μη των προβαλλομένων λόγων.»


Εξ αφορμής, πιθανώς, και της ανωτέρω απόφασης του Αρείου Πάγου εκδόθηκε η με αριθμ. 2/2022 Εγκύκλιος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προς τους κ.κ. Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας και δι’ αυτών προς τους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών της περιφερείας τους.

Θέμα: Άσκηση ενδίκων μέσων από τον Εισαγγελέα – Γενικές Οδηγίες για την εφαρμογή του άρθρου 465 εδ. γ, δ ΚΠΔ.

Αναφορικά με την άσκηση ενδίκων μέσων από τον εισαγγελέα, το άρθρο 465 εδ. γ, δ του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ότι «η κρίση εκφέρεται μία μόνο φορά σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας από τον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή εφετών» και ότι «η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου». Κατά το μέχρι σήμερα χρονικό διάστημα ισχύος του νέου ΚΠΔ, υπέπεσαν στην αντίληψή μας περιπτώσεις εσφαλμένης εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων του άρθρου 465, δηλαδή παραβίαση του κανόνα της άπαξ εισαγγελικής κρίσεως για την άσκηση ή μη ενδίκου μέσου, με τελική κατάληξη τη δικαστική απόρριψη ως απαραδέκτου του ασκηθέντος από τον εισαγγελέα ενδίκου μέσου. Κατόπιν τούτου, κρίνουμε αναγκαίο να διατυπώσουμε κάποιες σκέψεις, ως απόπειρα ερμηνευτικής προσέγγισης του νόμου, και συνάμα να απευθύνουμε συνοπτικές γενικές οδηγίες στο πλαίσιο της εκ των διατάξεων των άρθρων 19 παρ 1 στοιχ. γ και 24 παρ. 5 στοιχ. α του ΚΟΔΚΔΛ αρμοδιότητάς μας.

Η προαναφερθείσα ρύθμιση του άρθρου 465 ΚΠΔ, με τον Ν. 4620/2019 εντάχθηκε για πρώτη φορά στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, στη συνέχεια δε συμπληρώθηκε με τους νόμους 4637/2019 και 4855/2021 ώστε να λάβει τη σημερινή μορφή της. Από τις επισημάνσεις της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του ΣχΚΠΔ συνάγεται ότι η εν λόγω νομοθετική επιλογή εντάσσεται στις περιπτώσεις αναμόρφωσης των τυπικών προϋποθέσεων του παραδεκτού των ενδίκων μέσων σε σχέση με τους δικαιούχους εισαγγελείς (βλ. Αιτιολ.Έκθ. ΣχΚΠΔ). Προφανής σκοπός της πρόβλεψης του άρθρου 465 ΚΠΔ είναι αφενός να αποτρέψει την (διαρκούσης της προθεσμίας) υποβολή αλλεπάλληλων αιτήσεων από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (συνήθως, τον υποστηρίζοντα την κατηγορία) για άσκηση έφεσης ή αναίρεσης από τον αρμόδιο εισαγγελέα και αφετέρου να εμποδίσει την κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος άσκηση του ενδίκου μέσου από τον προϊστάμενο εισαγγελέα, παρά την αντίθετη, ρητώς εκφρασθείσα, κρίση του ήδη επιληφθέντος εισαγγελικού λειτουργού, στον οποίον ο ίδιος είχε αναθέσει την υπόθεση. Ήδη, και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, έγκριτες εισαγγελικές φωνές είχαν επικρίνει την «περιφορά της αιτήσεως προς άσκησιν ενδίκου μέσου… μέχρι εξευρέσεως του “καταλλήλου” εισαγγελέως προς άσκησιν του ποθουμένου ενδίκου μέσου… » (βλ. Διάταξη [απορριπτική πράξη] ΑντεισΑΠ Ανδρέα Ζύγουρα 5039/2008, ΠοινΧρ 2009, 70-71), πρακτική η οποία ευτέλιζε τον εισαγγελικό θεσμό και παραβίαζε τη θεμελιώδη αρχή ηοη bis in idem. Εντέλει, η μία μόνο φορά κρίση του ζητήματος της άσκησης ή μη του ενδίκου μέσου από τον εισαγγελέα εναρμονίζεται και με τον κανόνα του άρθρου 466 ς 3 ΚΠΔ.

Από πρακτική σκοπιά, η προσοχή των εισαγγελικών λειτουργών πρέπει να επικεντρωθεί στα ακόλουθα σημεία:

  1. Υπό τις οδηγίες των Διευθυνόντων Εισαγγελέων, με ευθύνη και επιμέλεια της γραμματείας των Εισαγγελιών Πρωτοδικών και Εφετών της Χώρας, οι αιτήσεις για άσκηση ενδίκου μέσου από τον εισαγγελέα θα καταχωρίζονται στο ειδικό βιβλίο στο οποίο θα καταγράφεται, κατά τρόπο σαφή και διαφανή, η καταφατική ή αρνητική κρίση του εισαγγελικού λειτουργού, στον οποίον «χρεώθηκε» η αίτηση.
  2. Πριν από την επί της αιτήσεως συνοπτική αναγραφή της αρνητικής κρίσης του εισαγγελικού λειτουργού, αυτονοήτως θα προηγείται μελέτη και συνεκτίμηση όλων των στοιχείων της υπόθεσης δεδομένου ότι ούτε ο ίδιος εισαγγελέας, ούτε άλλος συνάδελφός του του ίδιου βαθμού δικαιοδοσίας, μπορεί να επανέλθει επί του θέματος κατά τρόπο παραδεκτό.
  3. Εάν έχει υπάρξει προγενέστερη αρνητική εισαγγελική κρίση, ο εξετάζων τυχόν νέα αίτηση εισαγγελέας θα ενημερώνεται σχετικά με σημείωμα του αρμόδιου υπαλλήλου της γραμματείας ώστε να τελεί σε γνώση του γεγονότος.
  4. Ο αυτεπάγγελτος «έλεγχος» των πρωτοβάθμιων απαλλακτικών βουλευμάτων (για το ενδεχόμενο άσκησης έφεσης από τον Εισαγγελέα Εφετών), Ιδίως στις «μεγάλες» Εισαγγελίες Εφετών, σε περίπτωση βιαστικής αρνητικής κρίσης, καθιστά ανέφικτη την αξιολόγηση των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που τυχόν εκθέτει ο υποστηρίζων την κατηγορία σε εμπροθέσμως κατατιθέμενη αίτησή του, με την οποία ζητεί να ασκηθεί το ένδικο μέσο από τον Εισαγγελέα Εφετών (αγνοώντας ότι αυτός έχει ήδη, αυτεπάγγελτα κρίνει αρνητικά). Επ’ αυτού, θεωρούμε ορθό α) να μην επισπεύδει την εκφορά (αρνητικής) κρίσης ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών κατά τις πρώτες ημέρες της προθεσμίας του ενός μήνα (άρθρο 480 ΚΠΔ), ώστε ενδεχόμενη εμπρόθεσμη αίτηση να συνεξετάζεται πριν από την τελική απόφανσή του, και β) η διερεύνηση τυχόν λόγων έφεσης να είναι ολοκληρωμένη, εκτεινόμενη και στο πεδίο της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Η τελευταία αυτή υποχρέωση, βέβαια, προϋποθέτει ότι ο κρίνων εισαγγελικός λειτουργός (πρέπει να επιδιώκει να) έχει στη διάθεσή του όχι μόνο το κείμενο του βουλεύματος, αλλά και την οικεία ποινική δικογραφία.

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -