fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας – Δικαιώματα υπόπτου ή κατηγορούμενου – Αρμόδια δικαστικά όργανα

Χρόνος ανάγνωσης 17 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 17 λεπτά

Δείτε επίσης

  Η ΑΠ  319/2021 ασχολείται με ζητήματα της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας.

 Αιτιολ. Έκθεση ν. 4489/2017 για τον θεσμό της “Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας στις ποινικές υποθέσεις” (ΕΕΕ): «Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεµο, η βελτίωση και ανάπτυξη των οικονομικών συνθηκών δημιούργησε µια ευρεία κινητικότητα των ανθρώπων και του εμπορίου µέσω των συνόρων, µε παράλληλη άνθηση του διασυνοριακού οργανωμένου εγκλήματος, που δεν γνώριζε πλέον θεωρητικά ή φυσικά σύνορα. Το γεγονός αυτό επέβαλλε στενότερη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των ευρωπαϊκών κρατών για την καταπολέμηση του εγκληματικού φαινόμενου. Η συνεργασία αυτή εκδηλωνόταν, κατά το πλείστον, µε την κατάρτιση διμερών συμβάσεων ή συνθηκών δικαστικής συνδρομής μεταξύ των διάφορων κρατών στην Ευρώπη, αφορούσε δε στην πλειονότητα των περιπτώσεων την κτήση και τη διαβίβαση των αποδείξεων από ένα ευρωπαϊκό κράτος σε άλλο. Η αναγκαιότητα για δράση στον τομέα της αντεγκληματικής πολιτικής παραμερίζει προοδευτικά τις επιφυλάξεις, που στηρίζονται στην εθνική κυριαρχία, µε αποτέλεσμα να γίνει µια προσπάθεια διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση των εγκλημάτων µε διασυνοριακά στοιχεία και την αποδοχή μιας απλουστευμένης και ταχείας διαδικασίας για την κυκλοφορία των αποδείξεων στον ευρωπαϊκό χώρο, µε την προσφυγή στον μηχανισμό της δικαστικής συνδρομής. Στο πλαίσιο αυτό, καταρτίσθηκε η ευρωπαϊκή Σύμβαση δικαστικής συνδρομής την 20η Απριλίου 1959 , η οποία τέθηκε σε ισχύ την 12.6.1962 και συμπληρώθηκε: α) µε το Πρώτο Πρωτόκολλο της 17.3.1978 και β) µε το Δεύτερο Πρωτόκολλο της 8.11.2001. Στην Ελλάδα, η εν λόγω Σύμβαση κυρώθηκε µε το ν.δ. 4218/1961, µε δύο επιφυλάξεις στα άρθρα 4 και 11. Βάσει του άρθρου 1 της παραπάνω Σύμβασης, τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεσμεύτηκαν να παράσχουν μεταξύ τους την ευρύτερη δυνατή δικαστική συνδρομή σε κάθε διαδικασία σχετικά µε παραβάσεις, των οποίων η καταστολή τύγχανε αναγκαία. Η εν λόγω Σύμβαση ως νοµικό µέσο της παραδοσιακής δικαστικής συνεργασίας για την κτήση αποδεικτικών μέσων χαρακτηρίζεται από την «αρχή της αίτησης» (request for assistance, demande d’ entraide), δηλαδή µια αρμόδια αρχή ενός κυρίαρχου κράτους, ενώπιον της οποίας εκκρεµεί η ποινική διαδικασία, υποβάλλει µια αίτηση σε µια αντίστοιχη αρχή ενός άλλου κυρίαρχου κράτους, το οποίο αποφασίζει να εκτελέσει ή µη, την αίτηση αυτή. Η Σύμβαση δικαστικής συνδρομής του 1959 είχε πολλές αδυναµίες, αφού µε τον μηχανισμό αυτόν (της δικαστικής συνδρομής) η υπεροχή της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη διαδικασία της δικαστικής συνεργασίας ήταν καθοριστική θεωρώντας το ποινικό δίκαιο στενά συνδεδεμένο µε την κρατική κυριαρχία, ήτοι τον σκληρό πυρήνα της κρατικής υπόστασης. Ακόµη, η δικαστική συνεργασία υπόκειτο σε µια συγκυριακή πολιτική απόφαση, που λαμβανόταν σε κυβερνητικό-πολιτικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, η διαδικασία της συγκέντρωσης των αποδείξεων έπρεπε να συνάδει µε την αρχή του «locus egit actum», η οποία μπορούσε να δημιουργήσει προβλήµατα ως προς το παραδεκτό της απόδειξης στο αιτούν Μέρος κ.λπ.. Εκτός τούτων, η Σύµβαση αυτή δεν καθόριζε ομοιόμορφο τύπο, στον οποίο θα υποβαλλόταν η αίτηση ούτε προβλέπονταν προθεσμίες, εντός των οποίων το προς οι/ η αίτηση Μέρος έπρεπε να ενεργήσει. Ενόψει αυτών, η ως άνω παραδοσιακή διαδικασία αποδείχθηκε μακρόχρονη και διαδικαστικά περίπλοκη, χωρίς να απολήγει σε πολλές περιπτώσεις στην κτήση των αποδείξεων στο προς οι/η αίτηση Μέρος. Ορισμένα αδύνατα σηµεία του καθεστώτος της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής βελτιώθηκαν µε την πάροδο του χρόνου, µε πρώτο παράδειγμα τη Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας Σένγκεν, η οποία θα μεταβάλει και θα απλουστεύσει τη διπλωματική διαδικασία, επιπλέον δε, θα αρχίσει η δικαστικοποίηση της διακρατικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, θεσπίζοντας ως γενικό κανόνα την άμεση επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων δικαστικών αρχών του εκζητούντος και του επιζητούμενου μέρους (άρθρο 53 Σύμβασης Σένγκεν). Με ειδικό πρωτόκολλο στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, το κεκτημένο των συμφωνιών Σένγκεν ενσωματώθηκε στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενόψει της δυσχέρειας πραγμάτωσης της δικαστικής συνεργασίας και συνακόλουθα της κτήσης των αποδείξεων µέσω της παραδοσιακής οδού της δικαστικής συνδροµής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη-µέλη (ΚΜ) της ΕΕ αναζήτησαν άλλη λύση και συγκεκριμένα την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Την αρχή αυτή της αμοιβαίας αναγνώρισης καθιέρωσε το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1979, µε την περίφημη απόφαση Cassis de Dijon στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών στην εσωτερική αγορά και των σχετικών εφαρμοστέων νομικών διατάξεων, γνωστή και ως αρχή της ισοδυναμίας ή αρχή του ελέγχου του κράτους προέλευσης. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνα µε την Επιτροπή, εκτός των άλλων, στηρίζεται στην ιδέα ότι «ακόμη και αν κάποιο άλλο κράτος-µέλος δεν αντιμετωπίζει δεδομένη υπόθεση κατά ταυτόσημο ή ανάλογο τρόπο µε το κράτος του ενδιαφερομένου, τα αποτελέσματα είναι τέτοια, ώστε να θεωρούνται ισοδύναμα των αποφάσεων του κράτους του ενδιαφερομένου.»

Στόχος του νομοθετήματος είναι « Η ουσιαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις σύμφωνα µε το άρθρο 82 παρ. 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΣΛΕΕ), στηρίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών. Τα προϋπάρχοντα νομοθετήματα στον τομέα αυτόν όµως, είτε περιορίζονται στη δέσμευση περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων (Απόφαση  — Πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ) είτε αφορούν µόνο ήδη υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία και ως εκ τούτου καλύπτουν περιορισμένο φάσμα των ποινικών υποθέσεων (Απόφαση -Πλαίσιο 2008/978/ΔΕΥ], για τον λόγο αυτόν, η Οδηγία 2014/41/ΕΕ κρίθηκε αναγκαίο να θεσπίσει ένα ολοκληρωμένο και µε οριζόντιο πεδίο εφαρμογής σύστημα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων µε την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων στο κράτος εκτέλεσης της ΕΕΕ (κράτος εκτέλεσης): Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας έχει ως βασικό στόχο τον τερματισμό του διάσπαρτου καθεστώτος συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων που ίσχυε σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης στον χρόνο πριν από τη θεσμοθέτησή της και θα αποτελέσει για τον λόγο αυτό, νομική πράξη για ευρεία εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές υποθέσεις, επιτυγχάνει μάλιστα γενική ισορροπία συνδυάζοντας την ασφάλεια δικαίου και την προστασία των δικαιωμάτων υπεράσπισης µε την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας. Επιπλέον, δεδομένων των προβλέψεων των άρθρων 288 παρ. 3; 291.παρ.Ί της ΣΛΕΕ και του άρθρου 96 παρ. 1 της Οδηγίας, πρέπει η χώρα µας να πάρει µέτρα για συμμόρφωση της νομοθεσίας µε την εν λόγω Οδηγία και το επιδιωκόμενο µε αυτή αποτέλεσμα μέχρι 22.05.2017. Είναι επομένως αναγκαία η προσθήκη των προτεινόμενων ρυθμίσεων στην εθνική µας νομοθεσία.»

Επί του παραδεκτού της αναίρεσης: «Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου: η από 23.12.2019 αίτηση αναιρέσεως του Α. Π. του Χ., κατοίκου …, ασκηθείσα στη Γραμματέα του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Συμβουλίου, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 22/2019 σχετική έκθεση, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 168/2019 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (σε τριμελή σύνθεση), η οποία, ασκήθηκε νομότυπα, εμπρόθεσμα και παραδεκτά καθόσον περιέχει ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Α’ Κ.Ποιν.Δ.) και επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.»

Νομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας«Ο θεσμός της “Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας στις ποινικές υποθέσεις” (ΕΕΕ) εισήχθη και διέπεται από τον Νόμο 4489/2017, διά του οποίου εναρμονίσθηκε η Ελληνική νομοθεσία με την Οδηγία 2014/41/ΕΕ. Προς εναρμόνιση με την παραπάνω Οδηγία, που αποσκοπούσε στην αντικατάσταση του κατακερματισμένου θεσμικού πλαισίου και στη δημιουργία ενός ενιαίου, αποτελεσματικού και ευέλικτου νομικού μέσου για την κτήση αποδείξεων ευρισκόμενων σε ένα άλλο κράτος-μέλος με αφορμή ορισμένη ποινική διαδικασία, ψηφίστηκε ο ως άνω νόμος (Ν 4489/2017), ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του υιοθέτησε σχεδόν αυτολεξεί τις διατάξεις της Οδηγίας. Το νομικό μέσο αυτό, όπως και το ΕΕΣ, υλοποιεί τη μετάβαση από τον μηχανισμό της αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής (κατά τον οποίο το κράτος από το οποίο ζητείται η συνδρομή είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να συμμορφωθεί ή μη με την αίτηση του εκζητούντος κράτους), σε εκείνον της αμοιβαίας αναγνώρισης (κατά τον οποίο το κράτος εκτέλεσης αντιμετωπίζει την εντολή έρευνας που προέρχεται από άλλο κράτος, όπως ακριβώς και μια αντίστοιχη εντολή προερχόμενη από αρμόδιες εσωτερικές αρχές) και συμβάλλει στην ταχεία ανάληψη ερευνητικών μέσων, μερικά από τα οποία μπορούν να αφορούν στην παραγωγή, συγκέντρωση και διαβίβαση αποδεικτικών μέσων από το ένα κράτος-μέλος στο άλλο. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, η ΕΕΕ και παράγει νομικά αποτελέσματα χωρίς περαιτέρω ουσιαστική έρευνα ή έλεγχο [Α. Τζαννετής, “Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας”, ΠοινΧρ 2018, σελ. 81-92, Σ. Δασκαλόπουλος, “Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας. Ο νέος θεσμός Δικαστικής Συνεργασίας επί ποινικών υποθέσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, ΠοινΧρ 2018, σελ. 173-176]. Ως ειδικές, οι ρυθμίσεις του παραπάνω Νόμου κατισχύουν των ρυθμίσεων των γενικών διατάξεων των άρθρων 458 επ. του Κ.Ποιν.Δ., οι οποίες επί διαδικασίας που αφορά σε εκτέλεση ΕΕΕ στην Ελλάδα ως Κράτος Εκτέλεσης του “ερευνητικού μέτρου”, μόνον κατ’ αναλογίαν μπορούν να εφαρμοσθούν, για ζητήματα ως προς τα οποία διαπιστούται η ύπαρξη νομοθετικού κενού και μόνον στο μέτρο, που δεν αντίκεινται στις ειδικές ρυθμίσεις του Ν 4489/2017 και της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ, ως προς τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις εκδόσεως και εκτελέσεως μιας ΕΕΕ. Ούτως εχόντων των πραγμάτων επί ΕΕΕ εκ των διατάξεων του άρθρου 459 Κ.Ποιν.Δ. εφαρμοστέα, κατ’ αναλογίαν, τυγχάνει μόνον και αυτοτελώς η διάταξη της 4ης παραγράφου αυτού, διά της οποίας καθιερούται η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, ως προς την επίλυση και απόφαση επί των αυτόθι ζητημάτων, ως και η δυνατότητα ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών. Η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 459 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ. επιβάλλεται εν προκειμένω επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.1 Ν.4489/2017 “Για ερευνητικά μέτρα για τα οποία εκδίδεται ΕΕΕ, μπορούν να ασκηθούν ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία και εντός των προθεσμιών που αντίστοιχα τάσσονται”. Με βάση την παραπάνω διάταξη επί αντιρρήσεων κατά ΕΕΕ συνισταμένης σε λήψη απολογίας κατηγορουμένου ή σε λήψη εξηγήσεων από ύποπτο, αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 307 Κ.Ποιν.Δ., θα ήταν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών. Δεδομένου όμως ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν.4489/2017, “Αρμόδια δικαστική αρχή για την αναγνώριση και εκτέλεση ΕΕΕ στην Ελλάδα ορίζεται ο εισαγγελέας εφετών στη δικαστική περιφέρεια του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η ΕΕΕ, ο οποίος μεριμνά, κατά περίπτωση, για την εκτέλεσή της”, θα αντέκειτο σε στοιχειώδη δικονομική τάξη να καθίστατο αρμόδιο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών για έλεγχο αποφάσεων και ενεργειών του Εισαγγελέως Εφετών.          

Όργανα αρμόδια για την ΕΕΕ«Παράλληλα δεν συντρέχει κανένας λόγος διαφοροποίησης των δικαστικών οργάνων που, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 459 Κ.Ποιν.Δ., είναι αρμόδια για την εν γένει δικαστική συνδρομή, ως προς την όμοια συνδρομή με βάση μια ΕΕΕ. Επομένως, θα δημιουργείτο τόσο συστηματική όσο και αξιολογική δικαιϊκή αντίφαση αν αναγνωριζόταν αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, προς έλεγχο των αποφάσεων και ενεργειών ενός Εισαγγελέως Εφετών, αντίφαση η οποία θεραπεύεται διά της αναλόγου εφαρμογής του άρθρου 459 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ. Τουναντίον επί ΕΕΕ ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων της 1ης και 3ης παραγράφου του άρθρου 459 Κ.Ποιν.Δ., δεν τίθεται αφενός μεν επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 9 Ν 4489/2017 (βλ. και άρθρο 7 της Οδηγίας), η διαδικασία διαβίβασης της ΕΕΕ από το Κράτος Έκδοσης προς την Ελλάδα λαμβάνει χώρα µε επικοινωνία μεταξύ δικαστικών αρχών των ενδιαφερομένων κρατών και δεν περιλαμβάνει “πολιτική” φάση, κατά την οποία φορέας µη δικαστικός (Υπουργός Δικαιοσύνης) να δύναται να αρνηθεί την ικανοποίηση του αιτήματος δικαστικής συνδρομής, αφετέρου δε τα οριζόμενα στο άρθρο 459 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ., αντίκεινται ευθέως στις ρυθμίσεις του Ν 4489/2017 και της συναφούς Οδηγίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 Ν 4489/2017 “Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει κάθε ΕΕΕ που της διαβιβάζεται και μεριμνά για την εκτέλεσή της σαν να πρόκειται για ερευνητικό μέτρο που διατάχθηκε, όπως προελέχθη, από ελληνική αρμόδια αρχή, εκτός αν, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συντρέχει λόγος μη αναγνώρισης, μη εκτέλεσης ή αναβολής”, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του ιδίου Νόμου “Η αρχή εκτέλεσης τηρεί τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που ρητά ορίζονται από την αρχή έκδοσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, και υπό την προϋπόθεση, ότι οι σχετικές διατυπώσεις και διαδικασίες δεν αντιβαίνουν στο ελληνικό δίκαιο”. Προβλέπεται δηλ. από τις διατάξεις του Ν 4489/2017, ότι ως Κράτος εκτέλεσης η Ελλάδα οφείλει να εκτελέσει την ΕΕΕ χωρίς διατυπώσεις, αλλά σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες (locus regit actum) ως αν επρόκειτο δηλ. για πράξεις ελληνικής διωκτικής Αρχής.»

Δικαιώματα υπόπτου ή κατηγορούμενου: «Επομένως, και κατ’ εφαρμογή των άρθρων 96 και 100 Κ.Ποιν.Δ., ο κατηγορούμενος ή ο ύποπτος, καλούμενος σε απολογία, έχει μεταξύ των άλλων και το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας και στα έγραφα της ανάκρισης. Το εν λόγω δικονομικό δικαίωμα του κατηγορουμένου ή υπόπτου που του αναγνωρίζεται από την εσωτερική νομοθεσία ούτε θίγεται ούτε περιστέλλεται όταν η απολογία αποτελεί αντικείμενο ΕΕΕ. Τούτο προσεπιβεβαιώνεται και εμμέσως από τα οριζόμενα στα άρθρα 26 παρ. 1 εδ. τελευταίο και 2 στοιχ. β του Ν.4489/2017, όπου ρητά ορίζεται, ότι επί απολογίας κατηγορουμένου πραγματοποιουμένης από την αρχή έκδοσης μέσω εικονοτηλεδιάσκεψης η αρχή εκτέλεσης υποχρεούται μεταξύ των άλλων “να κλητεύσει τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί προς εξέταση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης και να τον ενημερώσει εγκαίρως σχετικά με τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται από την εσωτερική νομοθεσία, ώστε να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής του”. Τέλος, σε περίπτωση που δεν έχει αποσταλεί από την αρχή έκδοσης το υλικό της δικογραφίας και τα έγραφα της ανάκρισης προκειμένου να τεθούν υπόψη του κατηγορουμένου ή υπόπτου προ της απολογίας του ως αντικειμένου ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης, εφ’ όσον ο κατηγορούμενος δεν αρνείται να απολογηθεί και το ζητήσει, υποχρεούται, μέσω των διαύλων επικοινωνίας που προβλέπονται στο άρθρο 11 παρ. 7 Ν 4489/2017, να ζητήσει από την αρχή έκδοσης την αποστολή του ελλείποντος υλικού της δικογραφίας και των τυχόν ελλειπόντων εγγράφων, προκειμένου ο κατηγορούμενος ή ύποπτος να αποκτήσει πρόσβαση επ’ αυτών.»

Απόλυτη ακυρότητα σε περίπτωση παραβίασης δικαιωμάτων υπόπτου ή κατηγορούμενου: «Παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων εκ μέρους της αρχής εκτελέσεως επάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ απόλυτη ακυρότητα της κλήσεως σε απολογία εις εκτέλεση της ΕΕΕ, ακυρότητα, την οποίαν οφείλει να διαγιγνώσκει το Συμβούλιο Εφετών κατά την εκδίκαση της προσφυγής του κατηγορουμένου κατά της εκτέλεσης της ΕΕΕ και εν παραλείψει της οποίας, υπερβαίνει αρνητικώς την εξουσία του, ιδρυομένου μετά ταύτα του, υπό του άρθρου 510 παρ. 1 Θ’ Κ.Ποιν.Δ., λόγου αναιρέσεως.»

Οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως: «Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπ’ αριθμ. 177/9.1.2019 ΕΕΕ της Περιφερειακής Εισαγγελίας της Βαρσοβίας (Πολωνίας), ζητήθηκε από τις ελληνικές δικαστικές αρχές ως ερευνητικό μέτρο, να ληφθεί, κατάθεση του ήδη αναιρεσείοντος, ως κατηγορουμένου, δηλαδή απολογία του, για την εις βάρος του κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας, όπως η κατηγορία αυτή διατυπώθηκε μετά από αναθεώρηση της αρχικά (12.3. 2001) απαγγελθείσας, εις βάρος του κατηγορίας για το έγκλημα της σωματικής βλάβης, εις βάρος του M. S., πράξη που φέρεται ως τελεσθείσα στη Βαρσοβία στις 29.5.1998. Κατά της εκτελέσεως της ανωτέρω ΕΕΕ, ο ήδη αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών παραδεκτώς (άρθρο 459 παρ. 4 Κ.Ποιν.Δ.) κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και εμπροθέσμως την από 30.9.2019 προσφυγή του, προβάλλοντας “αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση δικαστικής συνδρομής”. Μεταξύ των εν γένει λόγων που προέβαλε ο τότε προσφεύγων και ήδη αναιρεσείων ως διακωλυτικών της εκτελέσεως της υπό κρίσιν ΕΕΕ, περιέλαβε και την “αδυναμία πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας” εξειδίκευσε δε ως αίτημά του προς το Συμβούλιο Εφετών (βλ. σελ. 10 έως και 14 της προσφυγής), την μη εκτέλεση της ΕΕΕ μέχρι να του χορηγηθούν σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική τα έγγραφα της δικογραφίας, “σε κάθε δε περίπτωση, τη μετάφραση στην ελληνική όλων των μαρτυρικών καταθέσεων και των συνοδευτικών εγγράφων της αστυνομίας της εν λόγω δικογραφίας, καθώς και των ιατρικών γνωματεύσεων”. Το Συμβούλιο Εφετών, διά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεώς του, απέρριψε την προσφυγή μεταξύ των άλλων και με την αιτιολογία, ότι “…η αιτίαση του προσφεύγοντος ότι παραβιάσθηκε το άρθρ. 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ, επειδή δεν είχε πρόσβαση στο σύνολο της δικογραφίας εις βάρος του, αλλά μόνο στο έντυπο της ΕΕΕ, στο οποίο περιέχεται σε συνοπτική μορφή η περιγραφή της υπόθεσης, καθώς και το εμπεριεχόμενο σε αυτήν (αιτίαση) αίτημα για μετάφραση στην ελληνική γλώσσα των εκεί αναφερόμενων εγγράφων (τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στον φάκελο της αίτησης συνδρομής), δεν είναι βάσιμα, καθόσον,… η ΕΕΕ είναι καθαυτή ένα νομικό εργαλείο απλουστευμένης και ταχείας δικαστικής συνδρομής προς τον σκοπό της λήψης και διαβίβασης αποδεικτικών μέσων επί τη βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που θεμελιώνεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ (άρθρ. 12 Οδηγίας 2014/41/ΕΕ και άρθρ. 14 παρ. 1, 15 παρ. 1 Ν.4498/2017) και δομείται σε ένα σύστημα καταχώρισης βασικών πληροφοριών επί της κατηγορίας, οι οποίες καταχωρίζονται στις οικείες θέσεις του Παραρτήματος και μεταφράζονται στη γλώσσα που κατανοεί το πρόσωπο που αφορά η υπόθεση, προκειμένου να ληφθεί κατάθεσή του ή να εξετασθεί ως ύποπτος ή κατηγορούμενος (άρθρ. 5 Οδηγίας 2014/41/ΕΕ). Πρόκειται δηλαδή για ένα νομικό μέσο απαλλαγμένο από διατυπώσεις και διαδικαστικές δυνατότητες, όπως η διαβίβαση περαιτέρω στοιχείων της δικογραφίας, η μετάφραση και άλλων – πλην της ΕΕΕ και του Παραρτήματος αυτής εγγράφων, προκειμένου το πρόσωπο που αφορά να δεχτεί να καταθέσει ως μάρτυρας, ως ύποπτος ή και ως κατηγορούμενος, η ίδια δε η φύση της διαδικασίας, που αποτελεί ένα προ-ερευνητικό στάδιο ταχείας συγκέντρωσης των αποδεικτικών μέσων, το οποίο θα επιτρέψει στο κράτος έκδοσης να αξιολογήσει, στη συνεχεία τη βαρύτητα των συλλεγέντων αποδεικτικών μέσων και να αποφασίσει τη λήψη ή μη περαιτέρω μέτρων (λ.χ. την έκδοση ΕΕΣ), δεν συνεπάγεται την ανάπτυξη σε πλήρη έκταση όλων των δυνατοτήτων που παρέχονται από το άρθρ. 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ. Αυτές προβλέπονται στο ακέραιο και επιφυλάσσονται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης αυτού (βλ. άρθρ. 15 παρ. 2 Α-Π 2002/584 ΔΕΥ, 19 παρ. 2 Ν.3251/2004, 450 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.) ή σε πλέον ώριμα στάδια της ποινικής διαδικασίας, σε κάθε δε περίπτωση πριν από την παραπομπή του σε δίκη, σημειωτέου πάντως ότι τα σχετικά δικαιώματα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ, όπως συνάγεται από τη συναφή διατύπωσή του σημείου 15 του Προοιμίου αυτής (εντεύθεν και η υποχρέωση των Αρχών του κράτους εκτέλεσης να γνωστοποιήσουν στον καθ’ ου όλα τα έγγραφα του φακέλου δικαστικής συνδρομής, μη συμπεριλαμβανομένων σε αυτά και τυχόν άλλων υπαρχόντων εγγράφων της προκαταρκτικής εξέτασης, τα οποία δεν διαβιβάστηκαν με το αίτημα δικαστικής συνδρομής και κείνται εκτός των ορίων αυτής), χωρίς τούτο να σημαίνει ότι υποχρεούται το κράτος εκτέλεσης να ενεργήσει ό,τι θα απαιτείτο, εάν επρόκειτο να παραπέμψει σε δίκη ενώπιον των Αρχών του το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, καθόσον, δεδομένης της προαναφερθείσας φύσης της διαδικασίας της ΕΕΕ, η απαίτηση να θεωρηθεί η διαδικασία στο σύνολό της δίκαιη ικανοποιείται πλήρως, υπό την έννοια του άρθρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, από την τήρηση των διατυπώσεων έκδοσης, εάν και εφόσον αυτή τελικά ζητηθεί…”. Η παραπάνω, όμως, αιτιολογία του Συμβουλίου Εφετών, είναι μη νόμιμη για όσους λόγους αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας και ιδία επειδή η μέσω μιας ΕΕΕ αιτούμενη κατάθεση ενός κατηγορουμένου ή υπόπτου δεν παύει να αποτελεί απολογία (εν στενή ή εν ευρεία εννοία, αντιστοίχως) ως προς την οποία, όχι μόνον από κανένα διεθνές κείμενο δεν επάγεται η δυνατότητα περιορισμών ως προς την πληρότητα γνώσεως των στοιχείων της δικογραφίας που πρέπει να διασφαλίζεται στον απολογούμενο, προκειμένου να μπορεί να αμυνθεί λυσιτελώς, κατά της κατηγορίας ή των εν γένει εις βάρος του ως υπόπτου αιτιάσεων, ενώ επί πλέον παραβλέπει την εκ του Ν 4489/2017 απορρέουσα υποχρέωση της ελληνικής δικαστικής αρχής ως αρχής εκτελέσεως, να εκτελέσει την ΕΕΕ, καθ’ ον τρόπον και υπό τις προϋποθέσεις που θα εκτελούσε την ήδη μέσω ΕΕΕ αιτουμένη ανακριτική πράξη ως αν επρόκειτο περί ανακριτικής πράξεως ελληνικής δικαστικής αρχής, κατά τα ειδικότερα στη μείζονα σκέψη της παρούσας εκτιθέμενα. Εν όψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίσιν αίτηση να γίνει δεκτή κατά παραδοχή του προβαλλόμενου ως 3ου λόγου αναιρέσεως (απόλυτη ακυρότητα λόγω απόρριψης των αντιρρήσεων εξ αιτίας αδυναμίας πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας – άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ‘ σε συνδυασμό με άρθρο 171 στοιχ. δ’ Κ.Ποιν.Δ. κατά τη διατύπωση του αναιρεσείοντος), ο οποίος όμως, επειδή δεν αφορά σε απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο αλλά σε μη αναγνώριση εκ μέρους του Συμβουλίου Εφετών της απόλυτης ακυρότητας της κλήσεως σε απολογία του αναιρεσείοντος, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό συνιστά τον, λόγω υπερβάσεως εξουσίας (510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ Κ.Ποιν.Δ.), εκ μέρους του Συμβουλίου Εφετών λόγο αναιρέσεως εξεταζόμενο και αυτεπαγγέλτως (βλ. 510 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ.) παρατεθέντων πολλώ μάλλον των πραγματικών περιστατικών που τον συγκροτούν. Λόγω δε ευδοκιμήσεως του υπό κρίσιν παραπάνω λόγου αναιρέσεως παρέλκει η ενασχόληση με τους λοιπούς λόγους που προβάλλει ο αναιρεσείων. Κατόπιν τούτων και εφόσον παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.).»

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -