Η ενδιαφέρουσα ΑΠ 25/2021 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στη νομιμοποίηση του Δημοσίου σε δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας.
Σχετικές διατάξεις «Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν.Δ. 2711/1953 “περί τροποποιήσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και περί δικών του Δημοσίου διατάξεων”, το Δημόσιο “δύναται διά τας εξ οιουδήποτε αδικήματος απορρέουσας αξιώσεις αποζημιώσεώς του να παρίσταται ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, προβάλλον ταύτας το πρώτον επ’ ακροατήριου άμα τη εκφωνήσει της υποθέσεως άνευ εγγράφου τινός προδικασίας και διά μόνης της δηλώσεως του νομίμου πληρεξουσίου του, καταχωριζομένης εις το οικείον πρακτικόν ….”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Δημόσιο, κατ’ εξαίρεση αυτών που όριζε το άρθρο 68 του καταργηθέντος ΚΠΔ σχετικά με τον χρόνο δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, το περιεχόμενο και την προδικασία αυτής, διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να επιδιώξει τις περί αποζημίωσης απαιτήσεις του ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου με δήλωση του νομίμου εκπροσώπου του, που καταχωρείται στα πρακτικά με την εκφώνηση της υπόθεσης, πριν δηλαδή την απαγγελία της κατηγορίας και χωρίς καμία προδικασία της σχετικής αγωγής κ.λπ.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.3 του νέου ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου ΚΠΔ, επιφέρει και η παρά τον νόμο παράσταση του υποστηρίζοντος την κατηγορία (υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ του πολιτικώς ενάγοντος) στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του υποστηρίζοντος την κατηγορία οι όροι της ενεργητικής νομιμοποίησης για την παράστασή του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο αίτησης και υποβολής της κατά το άρθρο 67 του ΚΠΔ.»
Νομιμοποίηση παρισταμένου γα την παράσταση της κατηγορίας-πολιτικώς ενάγοντος. «Περαιτέρω, την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία την αποκτά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63, 64, 82, 84 και 87 του καταργηθέντος ΚΠΔ, υπό την ισχύ του οποίου εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, εκείνος που δικαιούται κατά το αστικό δίκαιο να ζητήσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη. Τέτοιο δικαίωμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, έχει όποιος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο και φυσικά και το Δημόσιο) υπέστη άμεσα ζημία ή ηθική βλάβη από την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και όχι αυτός που ζημιώθηκε έμμεσα από την πράξη αυτή. Δηλαδή, πρέπει η πολιτική αγωγή για αξίωση χρηματικής ικανοποίησης ή αποζημίωσης να έχει άμεση σχέση και μάλιστα αιτιώδη συνάφεια με την αξιόποινη πράξη για την οποία ο κατηγορούμενος διώχθηκε και δικάζεται, τούτο δε κρίνεται κατά τα πραγματικά περιστατικά και το νομικό χαρακτηρισμό, όπως διατυπώνονται στο κλητήριο θέσπισμα ή στο παραπεμπτικό βούλευμα και σύμφωνα με το προστατευόμενο αγαθό. Έτσι, για να προσδιορισθεί ποιος είναι ο αμέσως ζημιούμενος και αν έχει έννομο συμφέρον και νομιμοποιείται ενεργητικά σε άσκηση πολιτικής αγωγής, αναζητείται ποιο είναι το συμφέρον και το έννομο αγαθό που προστατεύει η συγκεκριμένη ποινική διάταξη που παραβιάσθηκε από τον κατηγορούμενο, για την οποία δικάζεται. Το επιτρεπτό της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης που περιέχει η δήλωσή του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη ή τις άδικες πράξεις, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξίωσης από την αποδεικτική διαδικασία (ΑΠ 1307/2019, ΑΠ 1166/2019, ΑΠ 286/2019).»
Ένδικη υπόθεση-κρίση δικαστηρίου ουσίας αντιρρήσεις στην παράσταση για την αποβολή του Δημοσίου. «Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο, νομίμως εκροσωπούμενο, επανέλαβε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τη δηλωθείσα πρωτοδίκως παράσταση πολιτικής αγωγής για επιδίκαση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης με το εξής περιεχόμενο: “Από τις ως άνω αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους πράξεις, που τελέσθηκαν επί μακρό χρόνο και το αντικείμενο των οποίων είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ως άνω απόφαση, το Ελληνικό Δημόσιο υπέστη α) ηθική βλάβη, την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθόρισε στο ποσό των 300.000 ευρώ, ευθυνομένων των ως άνω καταδικασθέντων εις ολόκληρον, και η οποία (ηθική βλάβη) συνίσταται στην προσβολή και μείωση του κύρους του Ελληνικού Δημοσίου έναντι των πολιτών και τη μείωση της πίστης και της εμπιστοσύνης τους προς αυτό, ενόψει του ότι οι καταδικασθέντες εμφάνισαν τις υπηρεσίες του Δημοσίου και τα αρμόδια όργανά του ως δυνάμενα να παραπλανηθούν από μετερχόμενους παράνομα μέσα και αδυνατούντα να προστατέψουν την περιουσία του και β) θετική ζημία, την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθόρισε στο ποσό των 10.000 ευρώ σε βάρος καθενός εκ των καταδικασθέντων, η οποία (θετική ζημία) συνίσταται στη μείωση της αξίας της ανωτέρω περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, εξαιτίας της αμφισβητήσεως του δικαιώματος κυριότητάς του επ’ αυτής, πέραν του προφανούς κινδύνου της μειώσεως της περιουσίας αυτής και στο μέλλον λόγω εμπλοκής σε δαπανηρούς δικαστικούς αγώνες προς άρση της αμφισβητήσεως της κυριότητάς του, οι οποίοι σαφώς συνιστούν μορφή περιουσιακής βλάβης, για τη διεκδίκηση της οποίας, πλην του ανωτέρω επιδικασθέντος ποσού, επιφυλασσόμεθα”. Ο αναιρεσείων διά του συνηγόρου του υπέβαλε ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής επικαλούμενος κατά λέξη τα ακόλουθα: “Η αξίωση, λοιπόν, αποζημιώσεως που εισάγει και ενώπιον του Δικαστηρίου Σας το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο θεμελιώνεται κατ’ αρχήν στη μείωση- της συνολικής αγοραίας αξίας της περιουσίας του, εξαιτίας της αμφισβητήσεως του δικαιώματος κυριότητάς του επ’ αυτής. Εφόσον, όμως, κατά τις παραδοχές τόσο του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών όσο και της πρωτόδικης απόφασης τα επίδικα ακίνητα τυγχάνουν δασικά, δεν έχουν αγοραία αξία, αφού σύμφωνα με το άρθρο 966 Α.Κ. “πράγματα εκτός συναλλαγής είναι τα κοινά σε όλους, τα κοινόχρηστα και τα προορισμένα για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών”. Περαιτέρω, στο άρθρο 967 Α.Κ., γίνεται μία ενδεικτική απαρίθμηση των κοινοχρήστων, στα οποία ανήκουν και τα δάση. Κατά συνέπεια τα δάση, ως κοινόχρηστα, είναι κατά την έννοια του νόμου πράγματα εκτός συναλλαγής και ως εκ τούτου στην κρινόμενη υπόθεση το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο για τα επίδικα ακίνητα, αν γίνει δεκτός ο δασικός τους χαρακτήρας, δεν μπορεί να εισάγει στο ποινικό δικαστήριο αξίωση αποκατάστασης της θετικής του ζημίας αφού αυτά σύμφωνα με τα ανωτέρω στερούνται αγοραίας αξίας, αφού λόγω της νομικής φύσεως του δημοσίου δάσους το αντίδικο Ελληνικό Δημόσιο, δεν υπέστη ή απειλήθηκε να υποστεί περιουσιακή ζημία αποτιμητή σε χρήμα από τις εις βάρος μου αποδιδόμενες πράξεις”. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αποβολής της πολιτικής αγωγής δεχόμενο ότι “η κρίση αν το Ελληνικό Δημόσιο υπέστη ηθική βλάβη ή ζημία από την αμφισβήτηση κυριότητας δημόσιας δασικής και κοινόχρηστης έκτασης σχετίζεται με την ουσία της υπόθεσης και δεν επηρεάζει την ενεργητική νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος” και ακολούθως έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την απαίτηση και επιδίκασε στο πολιτικώς ενάγον ως αποζημίωση σε βάρος του αναιρεσείοντος το χρηματικό ποσό των 5.000 ευρώ με την εξής αιτιολογία: “πλήρως αποδείχθηκε ότι πρόκειται περί δημοσίων δασικών εκτάσεων και το δημόσιο υπέστη ζημία άνω των 150.000 ευρώ από την αμφισβήτηση της κυριότητάς του και την εμπλοκή του σε δικαστικούς αγώνες και ακόμη ότι το παράνομο όφελος που επιδίωξαν οι κατηγορούμενοι δεν είναι μόνο η δασική αξία αλλά και η οικοπεδική τους αξία, μη αναιρουμένου του οφέλους που επιδιώχθηκε από την απαραίτητη μεσολάβηση άλλων ενεργειών (αποχαρακτηρισμός δάσους, ένταξη στο σχέδιο πόλης ή δυνατότητας δόμησης της έκτασης ως αγροτικής εκτός σχεδίου)”.»
Κρίση του Αρείου Πάγου: «Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο με την ειδικότερη αιτίαση ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν νομιμοποιείται να παραστεί σε βάρος του ως πολιτικώς ενάγον προβάλλοντας αξίωση προς αποκατάσταση της θετικής του ζημίας, καθόσον τα επίδικα ακίνητα που αφορούν οι πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε τυγχάνουν δημόσιες δασικές εκτάσεις και ως εκ τούτου στερούνται αγοραίας αξίας. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με ορθή νομική προσέγγιση δέχθηκε ότι το Δημόσιο νομιμοποιείται ενεργητικά να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής, αφού η περιουσία του Δημοσίου αποτελεί μείζον προστατευόμενο έννομο αγαθό καθώς προορίζεται για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και η περιουσιακή ζημία του Δημοσίου από την αμφισβήτηση της κυριότητάς του είναι αποτιμητή σε χρήμα μη αναιρούμενη από το δημόσιο δασικό χαρακτήρα των επίμαχων εδαφικών εκτάσεων και μπορεί να υπολογιστεί με βάση την πραγματική οικοπεδική αξία. Ο Ν. 1608/1950 στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτού όριζε ότι “στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237, 242 (256), 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Π.Κ και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης”. Ο ανωτέρω νόμος και κάθε διάταξη που τον τροποποιούσε, ο οποίος δεν καθιέρωνε αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μετέβαλε τους όρους και τα στοιχεία που ορίζονται από τις οικείες διατάξεις του ΠΚ για τα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1 αυτού, αλλά απλώς επαύξανε υπό ορισμένες προϋποθέσεις την ποινή και καθιστούσε την πράξη κακουργηματική, καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 462 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019) και θεσπίστηκαν νέες διατάξεις στα οικεία εγκλήματα του ΠΚ όταν οι πράξεις στρέφονται άμεσα κατά του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Περαιτέρω, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και εμφανίζεται ως θετική όταν το δικαστήριο της ουσίας αποφάσισε για ζήτημα, το οποίο δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα, για το οποίο είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του.»
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ στις ποινικές δίκες. Η εκπροσώπηση του Ελληνικού Δημοσίου στις ποινικές διατάξεις διέπεται από τις ακόλουθες διατάξεις :
- 1. Ν.Δ. 2711 της 11/11 Νοεμβρίου 1953 (Α 323). Περί τροποποιήσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και περί Δικών του Δημοσίου διατάξεων. «Αρθρον 5. Παράσταση Δημοσίου ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Το Δημόσιον δύναται διά τας εξ οιουδήποτε αδικήματος απορρεούσας αξιώσεις περί αποζημιώσεώς του να παρίσταται ενώπιον του Ποινικού Δικαστηρίου προβάλλον ταύτας το πρώτον επ` ακροατηρίω άμα τη εκφωνήσει της υποθέσεως άνευ εγγράφου τινός προδικασίας και διά μόνης της δηλώσεως του νομίμου πληρεξουσίου του, καταχωριζομένης εις το οικείον πρακτικόν, δύναται δε ταυτοχρόνως τη άνω δηλώσει να γνωστοποιή και τα ονοματεπώνυμα των εξεταστέων μαρτύρων του προς απόδειξιν της αξιώσεώς του.»
- ΠΟΛ. 1019/17-1-2014: Παράσταση πολιτικής αγωγής Δημοσίου ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Άρθρο: ΜΟΝΟ Σε συνέχεια του αριθ. πρωτ. ΔΝΥ Α 1168770 ΕΞ 2012/6.12.2012 εγγράφου μας, με το οποίο σας δόθηκαν οδηγίες για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων σε υποθέσεις φοροδιαφυγής μείζονος σημασίας, κοινοποιούμε σχετική νομολογία επί θεμάτων παράστασης του Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος (επιμέλεια: Πάρεδρος Ν.Σ.Κ. Ευθύμιος Τσάκας):
- Το Δημόσιο δύναται να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγον για την αποκατάσταση της προκληθείσας περιουσιακής του ζημίας, χωρίς την έγγραφη προδικασία του άρθρου 68 παρ. 1 ΚΠοινΔικ. Κατά το άρθρο 5 του N.Δ. 2711/1953, το Δημόσιο δύναται για οποιαδήποτε αξίωση αποζημίωσής του λόγω ποινικού αδικήματος (χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του ή αποκατάσταση της προκληθείσας περιουσιακής του ζημίας) να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον ενώπιον του ακροατηρίου του ποινικού δικαστηρίου, χωρίς την έγγραφη προδικασία του άρθρου 68 παρ. 1 ΚΠοινΔικ, δύναται δε ταυτόχρονα με τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής να γνωστοποιεί τα ονοματεπώνυμα των εξεταστέων μαρτύρων του προς απόδειξη της αξίωσής του (Α.Π. 14/1991 Ελλ.Δνη 1991, 1573, Α.Π. 268/1989 Ποιν.Χρον.1989, 846, Α.Π. 163/1987 ττοιν. Χρον. 1987, 395, Α.Π. 1162/1987 Ποιν. Χρον. 1987, 989, Α.Π. 11/1981 Ποιν. Χρον. 1981, 416).
- Στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του Δημοσίου δεν απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του τρόπου πρόκλησης της ηθικής βλάβης του. Στη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής του νομικού προσώπου – επομένως και του Δημοσίου – δεν απαιτείται να γίνει ιδιαίτερη εξειδίκευση του τρόπου πρόκλησης της ηθικής βλάβης του, διότι αναφέρεται προφανώς στον αντίκτυπο, τον οποίο έχει στην πίστη και στο κύρος του νομικού προσώπου η διαπραχθείσα εις βάρος του κολάσιμη πράξη (Α.Π. 39/2003 Ποιν.Χρον. 2003, 893, Α.Π. 2266/2002 Ποιν.Χρον. 2003, 799, Α.Π. 1510/2002 Ποιν.Χρον.2003, 527, Α.Π. 575/1986 ΝοΒ 1986,1267).
- Νόμιμη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος το πρώτον στη μετ’ αναβολή ποινική δίκη. Κατά το άρθρο 68 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔικ, η πολιτική αγωγή ασκείται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ήτοι μέχρι την όρκιση του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας. Όταν, όμως, αναβληθεί η ποινική δίκη για κρείσσονες αποδείξεις, δύναται ο άμεσα ζημιωθείς από το ποινικό αδίκημα- έστω και αν δεν είχε εμφανιστεί κατά την πρώτη συζήτηση – να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων, καθόσον, κατά τη νέα δικάσιμο, η ποινική υπόθεση εκδικάζεται εξαρχής (Α.Π. 58/1978 Ποιν.Χρον. 1978, 411, Α.Π. 536/1989 Ποιν.Χρον. 1990, 22, Α.Π. 852/1974 Ποιν.Χρον. 1975, 193, Α.Π. 178/1962, Ποιν.Χρον. 1962,442, Α.Π. 357/1964 Ποιν.Χρον. 1965, 19, Α.Π. 129/1957 Ποιν.Χρον. 1957,300, Α.Π. 410/1953 Ποιν.Χρον. 1954,73).
- Απαράδεκτη η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος το πρώτον ενώπιον του εφετείου. Η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος το πρώτον ενώπιον του εφετείου προς επιδίωξη των αστικών αξιώσεών του – κατά παράλειψη του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας – είναι απαράδεκτη και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της επ΄ ακροατηρίω διαδικασίας, συνιστώσα λόγο αναιρέσεως κατ΄ άρθρο 510 παρ.1 εδ. α΄ ΚΠοινΔικ (Α.Π. 1740/2002 Ελλ.Δνη 2003,1438, Α.Π. 70/2002 Ποιν.Χρ.2003,43, Α.Π.794/1990 Ποιν.Χρον.MA΄ 202, Α.Π.1212/1989 Ποιν.Χρον. Μ΄526, Α.Π. 1168/1989 Ποιν.Χρον. Μ΄, 452, Α.Π. 1251/1984 Ποιν.Χρον. ΛΕ΄ 314).
- Σε περίπτωση έφεσης του εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, ο πολιτικώς ενάγων παρίσταται στο εφετείο μόνο προς υποστήριξη της ενοχής. Σε περίπτωση άσκησης έφεσης του εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, ο πολιτικώς ενάγων – ο οποίος είχε παραστεί στην πρωτοβάθμια δίκη – δικαιούται να παραστεί στην κατ’ έφεση δίκη μόνο προς υποστήριξη της ενοχής του αθωωθέντος κατηγορουμένου, όχι όμως να επιδιώξει την επιδίκαση απαιτήσεών του, διότι στην περίπτωση αυτή εκκαλείται μόνο το ποινικό μέρος της απόφασης ως προς το οποίο και μόνο μεταβιβάζεται η υπόθεση, το δε αστικό μέρος της υπόθεσης δεν μεταβιβάζεται στο εφετείο (Α.Π. 115/2003 Ποιν.Χρον.2003, 904, Α.Π. 22/1995 Ποιν.Χρον. 1995, 312, Α.Π. 1744/1989 Ποιν. Χρον. 1990, 840, Α.Π. 103/1988 Ποιν.Χρον. 1988, 474).
Επειδή σε πολλές περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί ότι τα δικαστήρια απορρίπτουν ως απαράδεκτη τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής από υπαλλήλους ελεγκτικών Αρχών, απαιτώντας από τον δηλούντα ιδιότητα δικηγόρου, κρίνεται σκόπιμο οι υπάλληλοι που εκπροσωπούν το Δημόσιο ως πολιτικώς ενάγοντες να παραδίδουν στον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, εκτός από τη σχετική εντολή, αντίγραφο της διάταξης νόμου και της σχετικής εγκυκλίου της Δ/νσης, βάσει της οποίας το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον για τις αξιώσεις που απορρέουν από αδικήματα φοροδιαφυγής, εκπροσωπούμενο από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Φορολογικής Αρχής ή τον υπ΄ αυτού οριζόμενο υπάλληλο, εφόσον τα αδικήματα φέρουν χαρακτήρα πλημμεληματικό ( άρθρο 21 παρ. 11 Ν.2523/1997 ).
Επειδή, εξάλλου, για τις δικάσιμους δεν ενημερώνονται οι ίδιες οι Υπηρεσίες παρά μόνο οι μάρτυρες με προσωπική κλήση και επειδή ενδέχεται να έχουν επέλθει διάφορες μεταβολές στην υπηρεσιακή κατάσταση των τελευταίων από την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο, παρέχουμε ενδεικτικά τις ακόλουθες οδηγίες και παρακαλούμε για την αναγκαία και επιθυμητή συνεργασία υπαλλήλων – μαρτύρων, με σκοπό την καλύτερη διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου.
Α) Στις περιπτώσεις που είναι υποχρεωτική η παρουσία του μάρτυρα στο ακροατήριο ( άρθρο 19 Ν.2523/97 ) και ο υπάλληλος, ο οποίος έχει κληθεί να παραστεί ως μάρτυρας σε ποινική δίκη, έχει μετατεθεί ή αποσπαστεί σε άλλη Υπηρεσία, θα ενημερώνει άμεσα τον Προϊστάμενο της Αρχής που υπέβαλε τη μηνυτήρια αναφορά και αυτός με τη σειρά του θα αποστέλλει έγκαιρα εξουσιοδότηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί σήμερα ο κληθείς, όπως παράσχει στον τελευταίο εντολή για δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Β) Σε όσες περιπτώσεις, ωστόσο, για νομικούς ή πραγματικούς λόγους (μεγάλη απόσταση από έδρα δικάζοντος δικαστηρίου, συνταξιοδότηση υπαλλήλου κ.λπ.), κρίνεται επιβεβλημένο το Δημόσιο να εκπροσωπηθεί από υπάλληλο διάφορο αυτού που κλήθηκε ως μάρτυρας, η σχετική εντολή θα δίνεται σε αυτόν. Εφιστάται η προσοχή των Προϊσταμένων των Υπηρεσιών, ώστε οι υπάλληλοι που πρόκειται να εκπροσωπήσουν το Δημόσιο να έχουν κατά το δυνατόν πλήρη γνώση της υπόθεσης και της διαδικαστικής εξέλιξης αυτής. Οι εντολές θα δίνονται και, αντίστοιχα, οι δηλώσεις παράστασης πολιτικής αγωγής θα υποβάλλονται για κάθε μηνυόμενο φυσικό πρόσωπο και για κάθε φορολογικό αδίκημα χωριστά και τούτο, ακόμα και στις περιπτώσεις που η εκδικαζόμενη μηνυτήρια αναφορά είχε υποβληθεί για περισσότερα φυσικά πρόσωπα και αδικήματα. Διευκρινίζεται, επίσης, ότι, σύμφωνα και με εγκύκλιο της Κεντρικής Υπηρεσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Τμήμα Μελετών), η βεβαίωση των πολιτικών απαιτήσεων του Δημοσίου (αποζημίωση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) που επιδικάστηκαν με ποινική απόφαση θα γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με φροντίδα του δικαιούχου Δημοσίου, γι’ αυτό και θα πρέπει να αναζητούνται οι δικαστικές αποφάσεις. Σημειώνεται ότι αρκεί τελεσίδικη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου και δεν απαιτείται αυτή να καταστεί αμετάκλητη.
Προς τούτο, ο Προϊστάμενος της Αρχής που υπέβαλε τη μηνυτήρια αναφορά θα ζητά με αίτησή του από τη Γραμματεία του δικάσαντος δικαστηρίου όπως αποστείλει α) επικυρώμενο φωτοαντίγραφο της δημοσιευθείσας απόφασης και β) πιστοποιητικό τελεσιδικίας αυτής, τα οποία θα διαβιβάζει με τη σειρά του στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματος Δ.Ο.Υ. του καταδικασθέντος, προκειμένου αυτή να συντάξει χρηματικό κατάλογο και να προβεί στην ταμειακή βεβαίωση του ποσού. Η αίτηση θα αποστέλλεται σε εύλογο χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης και πάντως όχι συντομότερο των 10 ημερών διάστημα που αντιστοιχεί στην προθεσμία άσκησης έφεσης από τον κατηγορούμενο. Η ταμειακή βεβαίωση θα γίνεται στον ΚΑ.Ε. 2999 και είδος φόρου 3307 «χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης από φοροδιαφυγή».
Προκειμένου να υπάρξει πλήρης εφαρμογή των παραπάνω, οι Δ.Ο.Υ. και οι λοιπές ελεγκτικές Αρχές θα πρέπει να τηρούν βιβλίο υποβαλλόμενων μηνυτήριων αναφορών για αδικήματα φοροδιαφυγής για τη συστηματική παρακολούθηση τους και την αναζήτηση των αντίστοιχων αποφάσεων.
Με την παρούσα, παρακαλούμε να μην κοινοποιούνται πλέον στην Κεντρική Υπηρεσία του Ν.Σ.Κ. και στα κατά τόπους αρμόδια Δικαστικά Γραφεία οι μηνυτήριες αναφορές που αφορούν σε αδικήματα φοροδιαφυγής πλημμεληματικού χαρακτήρα, παρά μόνο όταν υφίστανται ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται η εκπροσώπηση του Δημοσίου, στη συγκεκριμένη ποινική δίκη, από μέλος του Ν.Σ.Κ. Εφεξής, φάκελοι ποινικών υποθέσεων πλημμεληματικού χαρακτήρα, διαβιβαζόμενοι στις υπηρεσιακές μονάδες του Ν.Σ.Κ., θα καταστρέφονται. Η υποχρέωση αυτή, ωστόσο, εξακολουθεί να υφίσταται για τα αδικήματα κακουργηματικής φύσης. Σε περίπτωση κλήσης μάρτυρα για παράσταση σε ποινική δίκη, στην οποία εκδικάζεται αδίκημα φοροδιαφυγής κακουργηματικού χαρακτήρα, η Αρχή που υπέβαλε τη μηνυτήρια αναφορά οφείλει να αποστείλει τη σχετική κλήση – καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κριθεί απαραίτητο – στην Κ.Υ. του Ν.Σ.Κ. ή το αρμόδιο Δικαστικό Γραφείο, ζητώντας τη δικαστική εκπροσώπηση του Δημοσίου.
Για την ομοιόμορφη και απαρέγκλιτη εφαρμογή των ανωτέρω, οι Προϊστάμενοι των Υπηρεσιών, προς τους οποίους απευθύνεται η παρούσα, καλούνται να μεριμνήσουν για την ενυπόγραφη κοινοποίηση στους υπαλλήλους τους (νυν και πρώην ελεγκτές, καθώς και υπαλλήλους των αρμοδίων τμημάτων) της παρούσας εγκυκλίου, ώστε οι τελευταίοι να γνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους, με τη διπλή ιδιότητά τους ως μάρτυρες και ταυτόχρονα ως εκπρόσωποι του Ελληνικού Δημοσίου.»
- Άρθρο 36 ν 4389/2016 περί ΑΑΔΕ κλπ «Δικαστική εκπροσώπηση 1. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών. Ειδικώς για την εκπροσώπηση και την επίδοση των δικογράφων σε δίκες που αφορούν σε φορολογικές εν γένει διαφορές και σε διαφορές που αναφύονται κατά είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, οι διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 περίπτωση α`, σε συνδυασμό προς το άρθρο 49 (παράγραφοι 2 και 4) και 219 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α` 97) και 85 παρ. 1, εδάφιο πρώτο του ν.δ. 356/1974 (Α` 90). Η προβλεπομένη στο άρθρο 85 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν.δ. 356/1974 κοινοποίηση στον Υπουργό Οικονομικών γίνεται προς τον Διοικητή, στην Κεντρική Υπηρεσία του ΝΣΚ.
- α) Η εν γένει νομική και δικαστική υποστήριξη των υποθέσεων της Αρχής και το γνωμοδοτικό έργο διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ), σύμφωνα με τις διατάξεις του Οργανισμού του (ν. 3086/2002, Α` 324). Το Ειδικό Γραφείο Νομικού Συμβούλου Φορολογίας μετονομάζεται σε Ειδικό Νομικό Γραφείο Δημοσίων Εσόδων (ΕΝΓΔΕ), αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του ΝΣΚ, λειτουργεί στην ΑΑΔΕ και διατηρεί τις καθ` ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητές του, στις οποίες προστίθενται και οι αρμοδιότητες που άπτονται των υποθέσεων που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις της ΑΑΔΕ ή αφορούν σε έννομες σχέσεις της και δεν εμπίπτουν στην κατά τόπο και καθ` ύλην αρμοδιότητα άλλων οργανικών μονάδων του ΝΣΚ. Για τις υποθέσεις εκτός της καθ` ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας του ΕΝΓΔΕ εφαρμόζονται οι διατάξεις του Οργανισμού του ΝΣΚ.
β) Η γραμματεία του Ειδικού Νομικού Γραφείου Δημοσίων Εσόδων στελεχώνεται από υπαλλήλους της Αρχής, με απόφαση απόσπασης του Διοικητή της, η οποία καθορίζει τη χρονική της διάρκεια, καθώς και την παράταση, διακοπή ή ανάκλησή της.
- Στην αρμοδιότητα του ΕΝΓΔΕ περιλαμβάνονται, ιδίως: α)… β) Η παράσταση, υποστήριξη και υπεράσπιση των υποθέσεων, για τις οποίες είναι κατά νόμο υποχρεωτική η παράσταση με μέλος του ΝΣΚ, ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και όλων των διοικητικών, πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων των Αθηνών και ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων Πειραιώς για τις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις, επιφυλασσόμενης της κατά την περίπτωση ε` της παρ. 1 του άρθρου 8 του Οργανισμού του ΝΣΚ (ν. 3086/2002, Α` 324) αρμοδιότητας του Προέδρου του ΝΣΚ.
γ) Η απόφαση για τη μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά των ανέκκλητων δικαστικών αποφάσεων, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως ή δεν παρέχονται βάσιμοι λόγοι, και η άσκηση των αιτήσεων, ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου. Η γνωμοδότηση για τη μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά των δικαστικών αποφάσεων, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως ή δεν παρέχονται βάσιμοι λόγοι και η άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας επί υποθέσεων για τις οποίες είναι κατά νόμο υποχρεωτική η παράσταση με μέλος του και ανήκουν στην αρμοδιότητα του Γραφείου.»
- 4. Άρθρο 24 ν.4831/2021 οργανισμός ΝΣΚ «Συμμετοχή του Δημοσίου στις ποινικές δίκες. Η υποβολή έγκλησης για λογαριασμό του Δημοσίου, γίνεται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας, στην οποία ανήκει η αρμοδιότητα της προστασίας του προσβληθέντος εννόμου αγαθού του Δημοσίου ή από τον νόμιμο αναπληρωτή του. Σε περίπτωση περισσότερων συναρμόδιων υπηρεσιών, αρκεί η υποβολή έγκλησης από τον προϊστάμενο μιας από αυτές. Η έγκληση περιλαμβάνει συνοπτική περιγραφή των πραγματικών περιστατικών του αδικήματος, τον δράστη, τις αποδείξεις και την αίτηση του Δημοσίου για τη δίωξη του δράστη.
- Κατά τον ίδιο, όπως και στην παρ. 1 τρόπον, το Δημόσιο συμμετέχει και εκπροσωπείται ως παθόν από την αξιόποινη πράξη στις διαδικασίες της παρ. 2 του άρθρου 45, των άρθρων 48, 49, 50, 52, της παρ. 2 του άρθρου 53, καθώς και των άρθρων 301 έως και 304 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) και 464 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ). Όταν οι διαδικασίες αυτές αφορούν σε κακουργήματα, μετά από γραπτό αίτημα της αρμόδιας υπηρεσίας, που υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση και συνοδεύεται με όλα τα απαραίτητα έγγραφα, πληροφορίες και άλλα στοιχεία της υπόθεσης, ορίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, λειτουργός του ΝΣΚ, ο οποίος παρίσταται ως πληρεξούσιος του Δημοσίου, μαζί με τον προϊστάμενο της υπηρεσίας της παρ. 1, που εκπροσωπεί το Δημόσιο. Στις περιπτώσεις πλημμελημάτων, ορίζεται κατά το προηγούμενο εδάφιο λειτουργός του ΝΣΚ, εάν το είδος και η σπουδαιότητα της υπόθεσης καθιστούν αναγκαίο τον ορισμό αυτό, καθώς επίσης και όταν ο αρμόδιος εισαγγελέας ή το δικαστήριο έχουν ζητήσει την παράσταση του Δημοσίου, με συνήγορο.
- Για την παράσταση του Δημοσίου προς υποστήριξη της ποινικής κατηγορίας, με λειτουργό του ΝΣΚ, κατά την προδικασία και την κύρια διαδικασία, υποβάλλεται έγκαιρα προς το ΝΣΚ έγγραφο αίτημα από την αρμόδια υπηρεσία της παρ. 1, στο οποίο περιγράφεται η υλική ζημία ή η ηθική βλάβη που υπέστη το Δημόσιο από την αξιόποινη πράξη και το οποίο συνοδεύεται με όλα τα απαραίτητα έγγραφα, πληροφορίες και λοιπά στοιχεία της υπόθεσης. Ειδικά για τα αδικήματα που διώκονται μετά από έγκληση, το παραπάνω αίτημα πρέπει να συνοδεύεται και από αντίγραφο της έγκλησης του Δημοσίου και τα έγγραφα που αποδεικνύουν τη νόμιμη άσκησή της. Κατά τα λοιπά, για τους λειτουργούς του ΝΣΚ εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος, σχετικά με τη δικαστική εκπροσώπηση και υπεράσπιση του Δημοσίου ενώπιον των δικαστηρίων από το ΝΣΚ και ιδίως εκείνες των παρ. 1 έως 3 του άρθρου 23.
- Σε έδρες Πρωτοδικείων, στις οποίες δεν λειτουργούν υπηρεσιακές μονάδες του ΝΣΚ, η ανάθεση των καθηκόντων της παρ. 3 μπορεί να γίνεται σε δικηγόρο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 30.
- Για την υποβολή της έγκλησης, την άσκηση της προσφυγής κατά το άρθρο 52 του ΚΠΔ, τη δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας και γενικότερα τη συμμετοχή του ως διαδίκου ή παθόντος, σε κάθε στάδιο και βαθμό της ποινικής διαδικασίας, το Ελληνικό Δημόσιο, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου, τέλους, φόρου και οιασδήποτε άλλης οικονομικής επιβάρυνσης. Η αποζημίωση και τα δικαστικά έξοδα που προβλέπονται στα άρθρα 69, 579 και 580 ΚΠΔ επιβάλλονται σε βάρος του εγκαλέσαντος Δημοσίου, το οποίο, μετά την καταβολή τους, έχει δικαίωμα να τα αναζητήσει από τους υπαίτιους υπαλλήλους, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για την ευθύνη των υπαλλήλων του Δημοσίου.»
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ