fbpx

Κατ’ εξακολούθηση έγκλημα – Υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου της παραπομπής μετ’ αναίρεση

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ Ολ 6/2021  (ΠΛΗΡΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ) συζητήθηκε αναίρεση υπέρ του νόμου σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ για την εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής μετά από άσκηση αναίρεσης που έγινε εν μέρει δεκτή. Η εξουσία του δικαστηρίου περιορίζεται, αποκλειστικά και μόνο στην επανεξέταση του μέρους εκείνου της απόφασης που αναιρέθηκε, ενώ το υπόλοιπο μέρος έχει καταστεί αμετάκλητο και δεν μπορεί να επέμβει το δικαστήριο της παραπομπής επ’ αυτού.

            Το υπό εξέταση ζήτημα«Φέρεται προς συζήτηση η υπό κρίση, με αριθμό έκθεσης 22/11-5- 2020, αίτηση αναίρεσης υπέρ του νόμου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της 579/2019 αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, με την οποία ο κατηγορούμενος, Ε. Λ. του Γ., κηρύχθηκε αθώος για όλες τις επί μέρους πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος της υποβάθμισης με πρόθεση του περιβάλλοντος, ήτοι για πράξεις που αντιβαίνουν στις διατάξεις του Ν. 1650/1986 “περί προστασίας του περιβάλλοντος και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του”. Η αίτηση αυτή ασκήθηκε νομότυπα, με δήλωση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου στη Γραμματέα του Αρείου Πάγου (άρθρ. 474 παρ.1 και 505 παρ.2 του ΚΠΔ), με λόγο την υπέρβαση εξουσίας, που προβλέπεται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, αρμοδίως δε εισάγεται ενώπιον της Ολομέλειας του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.2 περ.α’ του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ (Ν. 4620/2019) και πρέπει να ερευνηθεί η βασιμότητα του λόγου της, χωρίς να βλάπτονται από την άσκησή της τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, αφού αυτή ασκείται υπέρ του νόμου χωρίς τήρηση προθεσμίας και μετά το αμετάκλητο της προσβαλλόμενης απόφασης.»
            Εξουσία του δικαστηρίου της παραπομπής μετά από αναίρεση. «Από το άρθρο 524 παρ.2 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, αναιρεθείσης της απόφασης, εάν η συζήτηση στο δικαστήριο της παραπομπής διατάχθηκε συνεπεία αίτησης αναίρεσης, που έγινε μόνο από ή υπέρ του καταδικασθέντος, το δικαστήριο αυτό (της παραπομπής) έχει δικαιοδοσία, υπό τον περιορισμό της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου, να εξετάσει εξ υπαρχής την υπόθεση, όταν η απόφαση αναιρέθηκε εξολοκλήρου, αν όμως η αναίρεση υπήρξε μερική δεν θίγεται η απόφαση κατά τις λοιπές αυτής διατάξεις, για τις οποίες έχει καταστεί αμετάκλητη. Ειδικότερα, αν αναιρεθεί καταδικαστική απόφαση μόνο ως προς τη διάταξή της, που αναφέρεται στην τέλεση μιας ορισμένης μόνο αξιόποινης πράξης, επί περισσοτέρων αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, συνακόλουθα δε και ως προς την ποινή αυτής και τη συνολική γενικά ποινή, έχει κριθεί πλέον η ενοχή ως προς τις λοιπές αξιόποινες πράξεις. Το δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμπεται, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, η υπόθεση, περιορίζεται στην εξέταση μόνο της αξιόποινης πράξης, για την οποία έγινε η παραπομπή της υπόθεσης και δεν έχει εξουσία να ερευνήσει εκ νέου την ενοχή του κατηγορουμένου ως προς τις λοιπές αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες η κρίση περί ενοχής έχει καταστεί αμετάκλητη, αν δε το πράξει ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης για (θετική) υπέρβαση εξουσίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, εφόσον, σε τέτοια περίπτωση, αποφασίζει ανεπιτρέπτως για κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία. Μετά την απόφαση επί της ενοχής για την πράξη, ως προς την οποία αναιρέθηκε η απόφαση, που μπορεί να είναι και μια μερικότερη πράξη ενός κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, το δικαστήριο της παραπομπής προβαίνει σε νέα επιμέτρηση της ποινής.»

            Η ένδικη υπόθεση. «Στην κρινόμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 1300/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, ως δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος, Ε. Λ. του Γ., κηρύχθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξης της υποβάθμισης περιβάλλοντος κατ’ εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 14 μηνών, η οποία ανεστάλη επί τριετία. Συγκεκριμένα, κηρύχθηκε ένοχος του ότι: “Β) Στην .., καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών 2011-2012, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, με πρόθεση υποβάθμισε το περιβάλλον με πράξεις που αντιβαίνουν στις διατάξεις του Ν. 1650/1986 “περί προστασίας του περιβάλλοντος και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του …” και ειδικότερα για επί μέρους πράξεις, οι οποίες έχουν τελεστεί: α) Στις 22-3-2012, β) στις 3-7- 2012 και περί ώρα 2.00′, γ) στις 9-7-2012, δ) στις 23-8-2012, ε) στις 8-8- 2012, στ) στις 16-8-2012, ζ) στις 17-8-2012 και 23-8-2012, η) στις 12-9-2012 και θ) στις 25-9-2012″, με την ίδια δε απόφαση του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων (14) μηνών και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, η δε εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής ανεστάλη επί τριετία. Κατά της ως άνω καταδικαστικής απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε αίτηση αναίρεσης, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ’αριθμ.2046/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου και αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο διατακτικό της τελευταίας, “…ως προς τη μερικότερη, κατ’ εξακολούθηση, πράξη της υποβάθμισης περιβάλλοντος, που έλαβε χώρα στην Κυψέλη Αίγινας, στις 3-7-2012 και ώρα 2.00′, καθώς και ως προς τη διάταξη αυτής περί επιβολής ποινής” και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, απορρίφθηκε δε κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου. Το τελευταίο (Δικαστήριο της ουσίας), ως Δικαστήριο παραπομπής πλέον, με την προσβαλλόμενη υπ’αριθμ.579/2019 απόφασή του, δίκασε εκ νέου την υπόθεση και κήρυξε αθώο τον αναιρεσείοντα όχι μόνο για τη μία επί μέρους συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, που φερόταν τελεσθείσα στις 3-7-2012 και ώρα 2.00′, ως προς την οποία, κατά τα προαναφερόμενα, είχε αναιρεθεί η προμνημονευόμενη 1300/2017 τελεσίδικη απόφαση, αλλά και για τις λοιπές επί μέρους τελεσθείσες στις 22- 3-2012, 9-7-2012, 23-8-2012, 8-8-2012, 16-8-2012, 17-8-2012, 23-8-2012, 12-9-2012 και 25-9-2012 μερικότερες πράξεις, για τις οποίες η καταδίκη, μετά την υπ’αριθμ. 2046/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, είχε καταστεί αμετάκλητη. Με το να αποφανθεί όμως έτσι, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, έσφαλε, διότι καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για τις λοιπές μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, για τις οποίες αυτός είχε κηρυχθεί, αμετακλήτως, ένοχος με την τελεσίδικη υπ’αριθμ. 1300/2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου και πρέπει, ακολούθως, η υπ’αριθμ.579/2019 απόφασή του, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, να αναιρεθεί υπέρ του νόμου κατά το μέρος αυτό, κατά τον βάσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, λόγο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -