Οι διατάξεις του άρθρου 79 Ν 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημοσίου συμφέροντος, όσο και του ατομικού συμφέροντος του εκδότη της επιταγής, μάλιστα δε μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του ως άνω άρθρου από το άρθρο 4 παρ. 1 Ν 2408/1996 το τελευταίο είναι το κατ’ εξοχήν προστατευόμενο. Επομένως, η έκδοση ακάλυπτης επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, ο οποίος ενήργησε με δόλο αδικοπραξία, με συνέπεια αυτός να υποχρεούται κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ σε ισόποση, κατ’ αρχήν, με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, υπέρ του νομίμου κομιστή αυτής, ο οποίος, μάλιστα, δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός, ο οποίος εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα, αλλά δύναται να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος, ο οποίος πλήρωσε το ποσό της επιταγής και έγινε κομιστής εξ αναγωγής, διότι αυτός υφίσταται τελικώς τη ζημία από τη μη πληρωμή της, υπό την έννοια ότι η ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπε- ριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτήν (ΑΠ Ολ 23/2007 ό.π., ΑΠ 377/2013 ό.π., ΑΠ 1550/2013 ΔΕΕ 2014, 62). Η υποχρέωση δε αυτή του εκδότη δεν έχει ως προϋπόθεση την προηγούμενη καταδίκη του για το ποινικό αδίκημα ή την προγενέστερη αναγνώριση της απαιτήσεως από το αξιόγραφο με δικαστική απόφαση (ΑΠ 418/2007 ΝοΒ 55, 1168, ΑΠ 1442/2003 ΕλλΔνη 46, 772). Σημειωτέον ότι ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και εάν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, ευθυνόμενος κατά τις διατάξεις των άρθρων 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 Ν 5960/1933. Στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι ευρύτερα τα όρια, εντός των οποίων δύναται να υπάρξει η επιταγή ως ακάλυπτη, διότι η μεταχρονολογημένη επιταγή είναι ακάλυπτη, όταν εμφανισθεί και δεν πληρωθεί ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του διαστήματος από την ημερομηνία της πραγματικής εκδόσεως, από την οποία αρχίζει το χρονικό τούτο διάστημα (άρθρο 56 Ν 5960/1933), μέχρι την πάροδο της προθεσμίας προς εμφάνιση, η οποία υπολογίζεται από την ημερομηνία, η οποία αναφέρεται στην επιταγή ως χρονολογία εκδόσεως (ΑΠ 814/2012 Nomos, ΑΠ 342/2005 ΕλλΔνη 47, 1393, ΕφΠειρ 39/2015 ΕλλΔνη 56, 1434, ΕφΠειρ 73/2012 ΔΕΕ 2012, 490, ΕφΑθ 5084/2010 ΔΕΕ 2011, 334).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με την καταβολή. Η καταβολή, η οποία είναι -κατά την κρατούσα σε θεωρία και νομολογία άποψη- απλή υλική πράξη, δηλαδή γεγονός και όχι σύμβαση ή μονομερής δικαιοπραξία (ΑΠ 907/2005 ΕλλΔνη 46, 1115, ΑΠ 689/2003 ΕλλΔνη 45, 156), επιφέρει την απόσβεση της ενοχής, μόνο εφόσον είναι προσήκουσα, δηλαδή εφόσον ο δανειστής λαμβάνει ό,τι πράγματι δικαιούται κατά το νόμο και κατά τη σύμβαση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 419 ΑΚ απόσβεση της ενοχής δύναται να επέλθει και με δόση αντί καταβολής. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται συμφωνία μεταξύ δανειστή και οφειλέτη ότι η παροχή δίδεται αντί καταβολής (pro soluto, in solutum), συνοδεύεται δε η συμφωνία αυτή και με έμπρακτη ή άμεση εκτέλεση της παροχής, η οποία δίδεται αντί της οφειλομένης. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 421 ΑΚ, εάν ο οφειλέτης, με σκοπό να ικανοποιήσει τον δανειστή, αναλάβει απέναντι του νέα υποχρέωση, αυτή δεν θεωρείται ότι έλαβε χώρα αντί καταβολής, εκτός εάν προκύπτει σαφώς το αντίθετο. Από τον ερμηνευτικό της βουλήσεως των μερών κανόνα, ο οποίος θεσπίζεται με την τελευταία αυτή διάταξη, συνάγεται ότι, όταν ο οφειλέτης αναλαμβάνει νέα υποχρέωση σε εκπλήρωση της παλαιάς οφειλής, αποτελεί ζήτημα ερμηνείας της βουλήσεως των μερών το εάν αυτά θέλησαν να χωρήσει η ανάληψη της νέας αυτής υποχρεώσεως «αντί καταβολής» (in solutum), δηλαδή σε αντικατάσταση και απόσβεση της αρχικώς οφειλομένης, ή «χάριν καταβολής», επί σκοπώ μελλοντικής εκπληρώσεως της αρχικώς οφειλομένης (pro solvendo). Στην πρώτη περίπτωση, μόλις λάβει χώρα η ανάληψη της νέας υποχρεώσεως, η αρχική υποχρέωση αποσβέννυται αυτοδικαίως, κατά τούτο δε η σύμβαση αυτή συμπίπτει με την ανανέωση της διατάξεως του άρθρου 436 ΑΚ, κατά την οποία η ενοχή αποσβέννυται, εάν με σύμβαση αντικατασταθεί, με σκοπό καταργήσεως, με νέα ενοχή, η οποία περιλαμβάνει είτε τα ίδια πρόσωπα είτε άλλο οφειλέτη είτε άλλο δανειστή, ο δε σκοπός αυτός αποτελεί αναγκαίο όρο της συμφωνίας των μερών και δεν αρκεί να εικάζεται, αλλά απαιτείται να χωρεί επίκληση και απόδειξή του από τον επικαλούμενο αυτόν (ΑΠ 845/2019 Nomos). Αντιθέτως, στη δεύτερη περίπτωση, σώζεται η αρχική απαίτηση και ταυτοχρόνως γεννάται νέα υποχρέωση, ώστε τελικώς ο δανειστής έχει παραλλήλως δύο απαιτήσεις αλλά μία ικανοποίηση. Η έκδοση επιταγής προς ικανοποίηση του δανειστή άλλης ενοχής εντάσσεται, κατ’ αρχήν, στη δεύτερη περίπτωση (χάριν καταβολής) , καθόσον δεν επιφέρει προ της εισπράξεως αυτής την εξόφληση του χρέους, διότι θεωρείται ότι έλαβε χώρα χάριν και όχι αντί καταβολής, εκτός εάν συμφωνήθηκε ρητά ή από τις περιστάσεις ρητώς προκύπτει το αντίθετο, ότι δηλαδή η έκδοση επιταγής χώρησε προς απόσβεση της αρχικής οφειλής με τη σύσταση νέας (ανανέωση). Επομένως, μόνη η παράδοση στον δανειστή από τον οφειλέτη τραπεζικής επιταγής, η οποία αποτελεί όργανο και όχι μέσο πληρωμής, δεν συνιστά καταβολή κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 416 ΑΚ, ούτε εν αμφιβολία συνιστά δόση ή υπόσχεση αντί καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 419 και 421 ΑΚ, αλλά χωρεί χάριν καταβολής της αρχικής υποχρεώσεως. Ο οφειλέτης με την έκδοση της επιταγής ή την εξ αυτής ανάληψη υποχρεώσεως υπόσχεται στον δανειστή του (λήπτη) ότι θα εκπληρώσει την αρχική (βασική) υποχρέωσή του με την εκπλήρωση νέας. Δηλαδή, με τη γένεση της ενοχής από την επιταγή δημιουργείται απλώς ένας εναλλακτικός τρόπος πληρωμής της αρχικής οφειλής (ΑΠ 326/2018 ΕΕμπΔ 2019, 590). Κατά συνέπεια, δεν επέρχεται απόσβεση της αρχικής υποχρεώσεως ειμή μόνο με την πραγματική πληρωμή (είσπραξη) της επιταγής, είτε αυτή χωρεί μετρητοίς είτε με πίστωση του λογαριασμού του κομιστή αυτής δανειστή. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, η παράδοση της επιταγής να συνιστά υπόσχεση αντί καταβολής, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα της διατάξεως του άρθρου 421 ΑΚ, όταν εκδηλώνεται σαφής (ρητή ή σιωπηρή) περί τούτου βούληση των μερών, οπότε η απόσβεση της απαιτήσεως του δανειστή επέρχεται αμέσως ή από τον τυχόν συμφωνηθέντα μεταξύ των μερών μεταγενέστερο χρόνο (λ.χ. επί μεταχρονολογημένης επιταγής). Τη συμφωνία αυτή πρέπει να επικαλείται και αποδεικνύει ο προβάλλων την απόσβεση (εξόφληση) της απαιτήσεως του δανειστή με την έκδοση ή οπισθογράφηση και παράδοση της επιταγής, η εκ της οποίας απαίτηση δεν αποσβέννυται, παρά μόνον εάν ο δανειστής με την εκπλήρωση της νέας υποχρεώσεως από τον εν λόγω πιστωτικό τίτλο ικανοποιηθεί (ΑΠ 20/2018, ΑΠ 1285/2017, ΑΠ 840/2015, ΑΠ 279/2015, ΑΠ 1289/2013 Nomos). Ειδικότερα, εάν έχει συμφωνηθεί η έκδοση επιταγής επί σκοπώ ανανεώσεως της απαιτήσεως του δανειστή από τη βασική σχέση, η απόσβεση της απαιτήσεως του δανειστή από την τελευταία επέρχεται αυτομάτως με την παράδοση της επιταγής κατά τη συμφωνία των μερών για την αιτία της. Ομοίως, στη συνήθη στις συναλλαγές περίπτωση, κατά την οποία η πληρωμή του κομιστή επιταγής χωρεί με την έκδοση και παράδοση σε αυτόν άλλης επιταγής, η σχέση μεταξύ της παλαιάς και της νέας εξ επιταγής ενοχής καθορίζεται από τη βούληση των συμβαλλομένων στη συμφωνία περί παραδόσεως της νέας επιταγής, από την οποία κρίνεται εάν η νέα επιταγή δίδεται προς ανανέωση της παλαιάς ενοχής (αντί καταβολής) ή χάριν καταβολής. Η έκδοση νέας τραπεζικής επιταγής προς κάλυψη αξιώσεων από προγενέστερες επιταγές συνιστά ανανέωση της παλαιός ενοχής με νέα ενοχή, επί σκοπώ καταργήσεως και αποσβέσεως της παλαιάς ενοχής (ΑΠ 1375/2011 ΧρΙΔ 2012, 259, ΑΠ 1388/2011, ΑΠ 68/2001 Nomos). Ενόψει των ανωτέρω, ο κομιστής μεταχρονολογημένης επιταγής -η οποία είναι πάντοτε πληρωτέα «εν όψει» ΑΠ 193/1999 ΕλλΔνη 40, 1054- δικαιούται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ να ζητήσει τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, στην οποία προέβη ο εκδότης αυτής και οφειλέτης του μετά την παράδοσή της σε αυτόν, ακόμη και εάν δεν είχε παρέλθει κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως η αναγραφόμενη επί του σώματος της επιταγής ημερομηνία τυπικής εκδόσεως της επιταγής ή δεν είχε αυτή εμφανισθεί προς πληρωμή, διότι η απαίτηση από τη μεταχρονολογημένη επιταγή έχει ήδη γεννηθεί από την κατάρτιση έγκυρης, από άποψη πληρότητας των τυπικών στοιχείων του άρθρου 1 Ν 5960/1933 «Περί επιταγής» στοιχείων και την παράδοσή της στον λήπτη, εις διαταγήν του οποίου αυτή εκδόθηκε ή περαιτέρω στον ε§ οπισθογραφήσεως κομιστή αυτής. Χρόνος, εξάλλου, της απαλλοτριώσεως επί μεταβιβάσεως ακινήτου είναι ο χρόνος καταρτίσεως της μεταβιβαστικής δικαιοπραξίας και όχι ο χρόνος μεταγραφής του μεταβιβαστικού συμβολαίου (ΕφΑθ 6061/1995 ΕλλΔνη 37, 1133), ενώ το αίτημα της αγωγής διαρρήξεως είναι πλέον (μετά τη θέση σε ισχύ του Ν 2298/1995) η απαγγελία της διαρρήξεως υπέρ του ενάγοντος δανειστή και δεν απαιτείται υποβολή αιτήματος αναμεταβιβάσεως του απαλλοτριωθέντος στον οφειλέτη (ΑΠ 554/2005 Nomos), ούτε σώρευση αιτήματος περί καταδίκης του τρίτου κατά τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ σε δήλωση βουλήσεως για την αναμεταβίβαση του απαλλοτριωθέντος. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση εκδόσεως μεταχρονολογημένων επιταγών η ερειδομένη σε αυτές αξίωση του δανειστή θεωρείται ότι έχει γεννηθεί κατά το χρόνο της πραγματικής εκδόσεως αυτών, καθόσον αυτές είναι πάντοτε πληρωτέες «εν όψει» (ΕφΛαρ 7/2018 ΔΕΕ 2019, 75, ΕφΑθ 1220/2009 ΔΕΕ 2010, 706, ΕφΘεσ 964/2006 Αρμ 2007, 708, ΤρΕφΑθ 3623/2020 ΤΝΠ Qualex).
* Ο κ. Αθανάσιος Πολυχρονόπουλος είναι Δικηγόρος στον ΑΠ, MSc, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ