fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Ανάγνωση δικαστικής απόφασης από άλλη δίκη στην ποινική ακροαματική διαδικασία

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Σχετικές διατάξεις: 364 παρ. 2 πΚΠΔ «2. Διαβάζονται επίσης τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί. Επίσης τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη».

362 παρ. 2 νΚΠΔ «2. Διαβάζονται ακόμη τα πρακτικά της ίδιας ποινικής δίκης που είχε αναβληθεί. Επίσης οι αμετάκλητες αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη».

Αιτιολογική έκθεση ΚΠΔ: «Έτι περαιτέρω, προβλέφθηκε στο β΄ εδάφιο της παρ. 2 του ιδίου άρθρου ότι διαβάζονται «επίσης οι αμετάκλητες αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη», ώστε να αποτρέπεται η είσοδος στην αποδεικτική διαδικασία οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων άλλης ποινικής ή πολιτικής δίκης που δεν δύνανται να ελεγχθούν ή να αντικρουσθούν στο ακροατήριο, κατά τους όρους μιας δίκαιης δίκης».

Διαφορές παλαιάς και νέας διάταξης Όπως φαίνεται από τη διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, κατά τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ στην εκκρεμή ποινική δίκη δεν μπορούσαν να αναγνωσθούν όχι μόνο οι μη αμετάκλητες αποφάσεις, αλλά και κάθε σχετικό αποδεικτικό έγγραφο (π.χ. μαρτυρική κατάθεση, ένορκη βεβαίωση, πρακτικά δίκης, προδικαστική απόφαση, αγωγές, προτάσεις, μηνύσεις όπου γίνονται δηλώσεις και παραδοχές κ.λπ.) που είχε προσαχθεί σε εκκρεμή δίκη, σε άλλο ποινικό ή πολιτικό δικαστήριο, αν δεν είχε εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επ’ αυτής. (ΑΠ 3/2017, ΑΠ 1177/2013 κλπ), ακόμα και αν η υπόθεση εκκρεμούσε σε αλλοδαπό δικαστήριο (ΑΠ 249/2009).

Με τη νέα διάταξη μπορούν να αναγνωσθούν μόνο αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις από άλλη δίκη. Παρατηρείται ότι η αιτιολογική έκθεση είναι σε άλλο μήκος κύματος και, ενώ τροποποίησε τη διατύπωση του πΚΠΔ, ό,τι απάλειψε από τη διάταξη του πΚΠΔ, το εισήγαγε στην αιτιολογική έκθεση! Δηλαδή ο δικαστής τι θα ερμηνεύει και θα εφαρμόσει; τη διάταξη του νόμου ή την αιτιολογική έκθεση; Δεν είναι η μόνη περίπτωση που η αιτιολογική έκθεση επιχειρεί να υπερβεί ή να «συμπληρώσει» το κείμενο του νόμου. Αν προσκομισθούν αποδεικτικά έγγραφα από άλλη δίκη, επί της οποίας δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, μπορούν να αναγνωσθούν ή όχι; Σύμφωνα με τη νέα διατύπωση δεν φαίνεται να υπάρχει απαγόρευση. Με την Αιτιολ. Έκθεση φαίνεται να επαναφέρει την προϊσχύσασα διάταξη. Αυτά θα μπορούσαν να είχαν διορθωθεί, αν η συζήτηση των νέων κωδίκων(ΚΠΔ και ΠΚ) στη Βουλή είχε τον χρόνο που αναλογεί σε νομοθετήματα τέτοιας σπουδαιότητας.Το βέβαιον είναι ότι σε μία μέρα, κοινοβουλευτική επιτροπή και ολομέλεια και ψήφιση δεν είναι αρκετός χρόνος.

Συνέπειες από την παραβίαση της διάταξης. Όταν τις αποφάσεις ή έγγραφα από εκκρεμή δίκη προσκομίζει ο κατηγορούμενος, ακόμα κι όταν δεν είναι αμετάκλητες, δεν υπάρχει καμία συνέπεια. Επίσης ουδεμία συνέπεια υπάρχει, αν κατά την ανάγνωση μη αμετάκλητης απόφασης, δεν εναντιώθηκε ο κατηγορούμενος που ήταν παρών ή ο συνήγορός του, αφού είχε τη δυνατότητα να προβεί στα σχόλια και τις παρατηρήσεις του που απορρέουν από το άρθρο 358 ΚΠΔ (ΑΠ 984/2017, ΑΠ 3/2017, 521/2013 κ.λπ.). Αλλά ουδεμία ακυρότητα υπάρχει ακόμα και αν εναντιωθεί ο κατηγορούμενος (ΑΠ 1560/2016 Κατά το άρθρο 364 παρ. 2 εδ. β’ του Κ.Ποιν.Δ. κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο διαβάζονται πλην άλλων και τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Η διάταξη αυτή δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα για την παραβίασή της ούτε και επέρχεται από την παραβίαση αυτής απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. Επομένως ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο για τον λόγο ότι αναγνώσθηκε και λήφθηκε υπόψη από το εφετείο το 1080/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, παρά το γεγονός ότι ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου εναντιώθηκε στην ανάγνωση του διότι δεν είχε καταστεί αμετάκλητο, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος), ομοίως ΑΠ 1020/2013 κ.λπ. Με την πρόσφατη ΑΠ 887/2020 κρίθηκε ότι: «από τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170, 171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικάζον Ποινικό Δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρησίμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα».

Ουσιαστικά ο ΑΠ με την ως άνω πρόσφατη απόφασή του επικαιροποιεί την πάγια νομολογία του επί της προϊσχύσασας διάταξης για το ίδιο ζήτημα. (βλ. ΑΠ 1177/2013 Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να αναγνωσθεί έγγραφο από άλλη ποινική ή ποινική δίκη θα πρέπει να συντρέξουν δύο προϋποθέσεις, ήτοι α) να έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, που να αφορά άλλη ποινική ή πολιτική δίκη και β) το δικαστήριο να κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Όμως η διάταξη αυτή δεν απαγγέλλει ακυρότητα για την παραβίασή της ενώ ούτε επέρχεται από την τοιαύτη παραβίαση, απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ 1 δ’ ΚΠοινΔ. Ομοίως ΑΠ 129/2012, ΑΠ 984/2017, ΑΠ 710/2016 κ.λπ.)

Υποχρέωση Δικαστηρίου. Αν τα έγγραφα από άλλη εκκρεμή δίκη ή τις μη αμετάκλητες αποφάσεις τα προσκόμιζε ο κατηγορούμενος και το δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει επί του αιτήματός του, τότε δημιουργείται έλλειψη ακρόασης (βλ. ΑΠ 710/2016 από τις διατάξεις του άρθρου 364 ΚΠΔ, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170, 171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικάζον ποινικό δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρησίμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του, έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη. Αντίθετα, η άρνηση του δικαστηρίου να αναγνώσει έγγραφο ή αμετάκλητη απόφαση που προσκόμισε ο κατηγορούμενος κατά την αποδεικτική διαδικασία με ταυτόχρονη προφορική ή έγγραφη αίτηση για την ανάγνωσή του ή η μη απάντηση στη σχετική αίτηση, επιφέρει ακυρότητα της ακροατηριακής διαδικασίας, επειδή σ’ αυτήν την περίπτωση θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου, αντίστοιχα (και όχι επειδή δεν έχει τηρηθεί η διάταξη του άρθρου 364 παρ. 2 ΚΠΔ, η οποία δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής διαδικασίας).

Επίσης αν το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα του κατηγορούμενου για ανάγνωση, οφείλει να αιτιολογήσει την απόφασή του (ΑΠ 3/2017 ΑΠ 129/2012).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -