fbpx
Παρασκευή, 20 Σεπτεμβρίου, 2024

Η μετάφραση του κλητηρίου θεσπίσματος

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Το κλητήριο θέσπισμα είναι ένα από τα κομβικά έγγραφα της ποινικής διαδικασίας, με πολλές έννομες συνέπειες. Το γεγονός αυτό αναγνωρίζει και ο ΚΠΔ, που το κατατάσσει στα ουσιώδη έγγραφα στο άρθρο 237 (Υποχρέωση μετάφρασης ουσιωδών εγγράφων) ορίζει ότι: «1. Στους υπόπτους ή στους κατηγορούμενους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας, παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγράφων της διαδικασίας. Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας το κλητήριο θέσπισμα και ολόκληρο το παραπεμπτικό βούλευμα, καθώς και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση σχετική με την κατηγορία.» 

Ο νέος ΚΠΔ προβλέπει ρητά τη μετάφραση του κλητηρίου θεσπίσματος, όταν ο κατηγορούμενος αγνοεί την ελληνική γλώσσα, προκειμένου να πληροφορηθεί την κατηγορία σε γλώσσα που αντιλαμβάνεται. Σε περίπτωση που δεν επιδοθεί μεταφρασμένο το κλητήριο θέσπισμα στοιχειοθετείται απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ.

Το άρθρο 237 προβλέπει κάποιες εξαιρέσεις στην υποχρεωτική μετάφραση των ουσιωδών εγγράφων: «2. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις η έγγραφη μετάφραση μπορεί να αντικατασταθεί από προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη του περιεχομένου των ουσιωδών εγγράφων». Μία τέτοια εξαιρετική περίπτωση για τη μη μετάφραση του κλητηρίου θεσπίσματος είναι η επικείμενη παραγραφή της αξιόποινης πράξης η οποία επιβάλει την προφορική μετάφραση. Σε μια τέτοια κατεπείγουσα περίπτωση θα πρέπει, αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, να αναβάλλεται η συζήτηση, προκειμένου να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, αφού θα έχει λάβει γνώση της κατηγορίας στη γλώσσα που κατανοεί στο ακροατήριο.

Ενώ ο κατηγορούμενος μπορεί να παραιτηθεί της μετάφρασης κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 «Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να παραιτηθεί από το δικαίωμα μετάφρασης εγγράφων υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγουμένως συμβουλευθεί συνήγορο ή ότι έχει με άλλον τρόπο λάβει πλήρη γνώση των συνεπειών της παραίτησης. Η παραίτηση πρέπει να είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του προσώπου και να μην περιέχει όρο ή αίρεση. Ως παραίτηση θεωρείται και η μη εμφάνιση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, ύστερα από σχετική νόμιμη κλήτευσή του, για προφορική μετάφραση εγγράφων.»

Αντιρρήσεις του κατηγορούμενου όταν κριθεί ότι δεν απαιτείται μετάφραση προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 237 ορίζοντας: «Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει αντιρρήσεις κατά της απόφασης με την οποία κρίνεται ότι δεν απαιτείται μετάφραση εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ή όταν η ποιότητά της δεν είναι επαρκής. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως το έκτο εδάφιο του άρθρου 233 παρ. 1

Αρμόδιο όργανο να κρίνει τις αντιρρήσεις. Επί των αντιρρήσεων αποφασίζει κατά την προδικασία ο εισαγγελέας, κατά την κύρια ανάκριση το δικαστικό συμβούλιο και κατά την κύρια διαδικασία το δικαστήριο (233 παρ. 1 εδ. στ )

Σχετική νομολογία υπό τον προϊσχύσαντα ΠΚ όπου το σχετικό άρθρο ήταν το 236 Α. Ήδη με το άρθ. 236Α παρ. 1 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθ. 4 του Ν. 4236/2014 (ΦΕΚ Α` 33/ 11-02-2014) και ενσωμάτωσε στο ελληνικό Δίκαιο την Οδηγία 2010/64ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της ΕΕ της 20ης Οκτωβρίου 2010 σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, ορίζεται ότι «Στους υπόπτους ή κατηγορούμενους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας παρέχεται εντός ευλόγου διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των ουσιωδών εγγράφων ή χωρίων εγγρά­φων της διαδικασίας. Τα ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθε­ρίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κα­τηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση σχετική με την κατηγορία. Οι κατηγορούμενοι ή οι Συνήγοροί τους δύνανται να υποβάλουν αιτιολογημένο αίτημα για τον χαρακτηρισμό εγγράφων ή χωρίων εγγράφων ως ουσιωδών. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι δεν έχουν δικαίωμα σε μετάφραση χωρίων ουσιωδών εγγράφων, τα οποία δεν συμβάλλουν στην κατανό­ηση εκ μέρους τους του περιεχομένου της εναντίον τους κα­τηγορίας». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος, που έλαβε μέρος στην προδικασία, παρείχε κανονικά έγγραφες εξηγήσεις ή απολογήθηκε και εν γένει, συμμετείχε ενεργά και διά του συνηγόρου του στην ποινική διαδικασία, δεν νομιμο­ποιείται να προβάλει τον ισχυρισμό της έλλειψης μετάφρασης του κλητηρίου θεσπίσματος στην πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο. Το αντίθετο θα οδηγούσε στην αποδοχή της καταχρη­στικής άσκησης δικονομικού δικαιώματος, αφού η μη μετά­φραση του κλητηρίου θεσπίσματος δεν συνιστά στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, όταν από την εν γένει συμπεριφορά του κατά την προδικασία μέχρι την έναρξη της κύριας διαδικασίας προκύπτει ότι έλαβε ουσιαστι­κή γνώση της κατηγορίας και άσκησε διά των Συνηγόρων του όλα τα δικονομικά του δικαιώματα, χωρίς να δηλώσει άγνοια της ελληνικής γλώσσας ΑΠ 1685/2017

Από την ανωτέρω (236 Α) διάταξη προκύπτει με σαφήνεια ότι η έλλειψη επίδοσης μεταφρασμένου κλητηρίου θεσπίσματος στη μητρική γλώσσα του κατηγορουμένου ή σε οποιαδήποτε άλλη αυτός κατανοεί τελεί σε αντίθεση με το άρθρο 236Α ΠΚ και ισοδυναμεί με μη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, ήτοι απόλυτη ακυρότητα της προπαρασκευαστικής διαδικασίας σύμφωνα με τα άρθρα 320 και 171 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠΔ. (ΑΠ 1369/2018)

Με βάση τα παραπάνω και τη διάταξη του άρ. 236Α ΚΠΔ, δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο η άποψη ότι η γραπτή μετάφραση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης μετά του παραπεμπτικού βουλεύματος μπορεί να παραλειφθεί όταν ο κατηγορούμενος, που αγνοεί την ελληνική γλώσσα, απολογήθηκε στην κύρια ανάκριση με διερμηνέα και έλαβε γνώση της κατηγορίας, αφού, όπως συνάγεται ειδικότερα και από τη διάταξη της παρ. 4 του παραπάνω άρθρου, σε συνδυασμό με αυτήν του άρ. 238Α ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρ. 5 του Ν. 4236/2014, προς ενσωμάτωση της ως άνω Οδηγίας, δεν υπάρχει έδαφος παράλειψης της γραπτής μετάφρασης, παρά μόνο αν ο ίδιος ο κατηγορούμενος παραιτηθεί απ’ το δικαίωμα μετάφρασης του κατηγορητηρίου (κατά την ανάκριση) ή του παραπεμπτικού βουλεύματος και μάλιστα ρητά, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 4, συντασσόμενης προς τούτο σχετικής έκθεσης ή γενόμενης ειδικής μνείας στην έκθεση που συντάσσεται απ’ το αρμόδιο, κάθε φορά, όργανο. Περαιτέρω, για την έγκυρη κλήτευση του κατηγορούμενου αρκεί η παράδοση της επίσημης μετάφρασης των παραπάνω ουσιωδών εγγράφων εντός ευλόγου (ανάλογα και με τον όγκο) χρονικού διαστήματος απ’ την επίδοση των εγγράφων στην ελληνική γλώσσα. Η εν λόγω παράδοση πρέπει να αποδεικνύεται με αποδεικτικό παράδοσης (επίδοση) των ουσιωδών εγγράφων, καθόσον απ’ τον χρόνο αυτής ολοκληρώνεται η κλήτευση του κατηγορουμένου και αρχίζει να τρέχει η απαιτούμενη, κατά το άρ. 116 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠΔ, προθεσμία των 30 ημερών που απαιτείται κατ’ ελάχιστον χρονικό διάστημα για την προετοιμασία της υπεράσπισης του κατηγορουμένου και την εμφάνισή του στο ακροατήριο, στην περίπτωση διαμονής του σε χώρα της Ευρώπης. (ΤρΕφΑθην 3754, 4265/2016)

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -