Σύμφωνα με το άρθρο 90 Συντ. αποκλείεται ο ακυρωτικός έλεγχος των υπηρεσιακών μεταβολών των δικαστικών λειτουργών, αφού πρόκειται στην ουσία για πράξεις δικαστικών αρχών από την οργανική τουλάχιστον άποψη.
Ανακύπτει βεβαίως ένα ζήτημα με τις διοικητικές πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου ανάδειξης των προεδρείων των Ανώτατων Δικαστηρίων, δεδομένου ότι πρόκειται για πράξεις κυβερνητικών οργάνων. Οι παραπάνω πράξεις εξαιρούνται καταρχήν του δικαστικού ελέγχου.
Το απαράδεκτο του άρθρου 90 παρ. 6 Συντ. καλύπτει όλες τις αποφάσεις και τις πράξεις των υπηρεσιακών μεταβολών των δικαστών οι οποίες αναφέρονται στις διατάξεις των παρ. 1 – 5 του άρθρου 90 Συντ. Δεν ελέγχονται δικαστικά λοιπόν όλες οι αποφάσεις που αφορούν σε προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών. Δεν προσβάλλονται συναφώς και τα Προεδρικά Διατάγματα που εκδίδονται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 90 παρ. 5 Συντ., αλλά και όλες οι πράξεις οι εκδιδόμενες σύμφωνα και με την παρ. 3 του άρθρου 90 Συντ.[1]
Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 90 του Συντ. περιορίζει σε μεγάλο βαθμό το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας κατά το άρθρο 20 παρ. 1 Συντ., αλλά και το δικαίωμα άσκησης της αιτήσεως ακυρώσεως κατά το άρθρο 95 παρ. 1 Συντ.,
Μπορούν όμως να προσβάλλονται σύμφωνα και με το άρθρο 88 παρ. 1 Συντ. οι αποφάσεις των δικαστικών που αφορούν στον διορισμό των δικαστικών λειτουργών είτε στην παύση είτε και στην αποχώρησή τους.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή μας στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία το παραπάνω απαράδεκτο δεν περιλαμβάνει εκείνες τις αιτήσεις ακυρώσεως με τις οποίες αμφισβητείται η συνδρομή όρου ή προϋποθέσεως που είχε θεσπισθεί από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις. [ΣτΕ 282/1984, 1274/1993, 4356/1997,1757/2008]. Κατά την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος το απαράδεκτο της αίτησης ακυρώσεως θεσπίζεται για τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 90 του Συντάγματος, και, ειδικότερα, κατά το μέρος που η πιο πάνω παράγραφος αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, το απαράδεκτο αφορά στις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παράγραφος 5 κατά τη γραμματική της διατύπωση (ΣτΕ 4356/1997 Ολ ομ., 4751/1998, 1274/1993 Ολομ.). Συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο απαράδεκτο και εξετάζονται κατ` ουσία λόγοι ακυρώσεως που αμφισβητούν τη συνδρομή όρου ή περιορισμού που τίθεται ευθέως από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος ή την έννοια αυτής της διατάξεως, ενώ, δεν είναι παραδεκτοί λόγοι ακυρώσεως, αναφερόμενοι σε παράβαση όρων ή περιορισμών που τίθενται από τον κοινό νομοθέτη με το νόμο που προβλέπει η διάταξη αυτή. Οι όροι και περιορισμοί που τίθενται με τον νόμο δεν μετουσιώνονται, κατά την έννοια των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων, σε όρους του Συντάγματος και, επομένως, ο έλεγχός τους εμπίπτει στο απαράδεκτο της παραγράφου 6.
Σύμφωνα και με τη ΣτΕ 1757/2008[2], κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος το απαράδεκτο της αίτησης ακυρώσεως θεσπίζεται για τις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 90 του Συντάγματος, και, ειδικότερα, κατά το μέρος που η πιο πάνω παράγραφος αναφέρεται στην παράγραφο 5 του άρθρου αυτού, το απαράδεκτο αφορά στις αποφάσεις ή πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που θεσπίζει η παράγραφος 5 κατά τη γραμματική της διατύπωση (ΣτΕ 4356/1997 Ολ., 4751/1998, 1274/1993 Ολ). Συνεπώς, δεν εμπίπτουν στο απαράδεκτο και εξετάζονται κατ`ουσία λόγοι ακυρώσεως που αμφισβητούν τη συνδρομή όρου ή περιορισμού που τίθεται ευθέως από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος ή την έννοια αυτής της διατάξεως, ενώ, δεν είναι παραδεκτοί λόγοι ακυρώσεως, αναφερόμενοι σε παράβαση όρων ή περιορισμών που τίθενται από τον κοινό νομοθέτη με το νόμο που προβλέπει η διάταξη αυτή. Οι όροι και περιορισμοί που τίθενται με το νόμο δεν μετουσιώνονται, κατά την έννοια των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων, σε όρους του Συντάγματος και, επομένως, ο έλεγχός τους εμπίπτει στο απαράδεκτο της παραγράφου 6. Στην παραπάνω δίκη προβλήθηκε από τον αιτούντα επιπλέον, ότι το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν 3472/2006, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 7 του άρθρου 63 του Ν 1756/988, αντίκειται στις ως άνω διατάξεις των άρθρων 25 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, κατά το μέρος που αποκλείει την προαγωγή στον βαθμό του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των διοικητικών δικαστηρίων σε πρόεδρο εφετών ή εφέτη που έχει ήδη προαχθεί στο βαθμό του Συμβούλου της Επικρατείας. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως απορριπτέος, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 6 του Συντάγματος, διότι με αυτόν δεν αμφισβητείται ευθέως η συνδρομή όρου, προϋποθέσεως ή περιορισμού που τίθεται ευθέως από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την πρόσφατη ΣτΕ Ολ 1304/2019: Το σύστημα αυτό των κανόνων που θεσπίζουν οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος όσον αφορά τις προαγωγές στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, οι οποίες παρέχουν στο Υπουργικό Συμβούλιο, που ενεργεί ως όργανο με δημοκρατική νομιμοποίηση, ευρύτατη διακριτική ευχέρεια προς επιλογή από τον κύκλο εκείνων που διαθέτουν τα απαραίτητα τυπικά προσόντα, των πλέον κατάλληλων για τις επίμαχες θέσεις, τίθεται ως αντίβαρο των συνταγματικών εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας (άρθρο 90 παρ. 1 έως 4 Συντ.), με σκοπό την αποκατάσταση σημείου επαφής μεταξύ της δικαστικής λειτουργίας και της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Συντάγματος το θεμέλιο του πολιτεύματος. Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 5 και 6 του Συντάγματος εφαρμόζονται υποχρεωτικώς ως προς το αντικείμενο, στο οποίο αναφέρονται, ενόψει δε της τυπικής νομικής ισοδυναμίας των διατάξεων του Συντάγματος δεν μπορεί να υπάρξει διάταξη του Συντάγματος άκυρη ή ανίσχυρη, και συνεπώς μη εφαρμόσιμη, λόγω αντιθέσεώς της προς άλλες διατάξεις ή αρχές του ίδιου Συντάγματος (ΣτΕ Ολ 292/1984, 1054/2017 κ.ά.). Με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι η προαγωγή σε θέση Αντιπροέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, μέλους αυτού, του οποίου ο χρόνος υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό υπολείπεται κατά πολύ του χρόνου υπηρεσίας στον βαθμό αυτό των αρχαιοτέρων του δικαστικών λειτουργών που παραλείφθηκαν, και, ειδικότερα εν προκειμένω, η προαγωγή σε θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας του κατέχοντος την 27η θέση στον πίνακα αρχαιότητας Συμβούλου Επικρατείας κατά παράλειψη από τη διαδικασία επιλογής του αιτούντος, που κατέχει την 7η θέση στην επετηρίδα, αντίκειται στο άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τον αιτούντα, από τη συνταγματική αυτή διάταξη, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ναι μεν το Υπουργικό Συμβούλιο διαθέτει, καταρχήν, διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή προς προαγωγή σε θέση Αντιπροέδρου ανωτάτου δικαστηρίου, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να τηρεί επακριβώς τη σειρά αρχαιότητας, προς διασφάλιση όμως της δικαστικής ανεξαρτησίας και του κύρους των δικαστικών λειτουργών, της εμπέδωσης στους πολίτες της πεποιθήσεως ότι η προαγωγή γίνεται με κριτήρια που πράγματι αποβλέπουν στον σκοπό αυτό και της εξασφάλισης κλίματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών λειτουργών που είναι απαραίτητο για την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων, η επιλογή πρέπει να περιορίζεται μεταξύ αριθμού δικαστών που κατέχουν το πολύ μέχρι και την 10η θέση στην επετηρίδα, εφόσον οι προς πλήρωση θέσεις είναι περισσότερες της μιας. Ο λόγος αυτός, κατά τα κρινόμενα στο Δικαστήριο προβλήθηκε παραδεκτός, εφόσον ο αιτών επικαλέστηκε παράβαση της διατάξεως της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος, η οποία, κατά την άποψή του, θεσπίζει ως όρο για τη διενέργεια της επιλογής σε θέση Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας την επιλογή μεταξύ των δέκα αρχαιοτέρων συμβούλων, που παραβιάσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η επιλογή, κατά το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο ερμηνεύεται αυτοτελώς και όχι σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, γίνεται μεταξύ όλων των Συμβούλων Επικρατείας που έχουν τα νόμιμα τυπικά προσόντα, κατά την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου. Και είναι μεν αυτονόητο ότι για την πλήρωση των κορυφαίων θέσεων της Δικαιοσύνης λαμβάνεται υπόψη, μεταξύ των λοιπών κριτηρίων, όπως η ακεραιότητα, η ικανότητα και η αποτελεσματικότητα, η αρχαιότητα, που συνδέεται με την εμπειρία του δικαστικού λειτουργού, τα κριτήρια όμως αυτά επιλογής δεν μετουσιώνονται σε όρους του άρθρου 90 παρ. 5 του Συντάγματος ώστε τυχόν μη τήρησή τους να μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Αντίθετη εξάλλου άποψη θα εξουδετέρωνε το απαράδεκτο που θεσπίζεται με το άρθρο 90 παρ. 6 του Συντάγματος και θα καθιστούσε τη διάταξη αυτή κενή περιεχομένου, αφού θα οδηγούσε σε δικαστικό έλεγχο της ουσιαστικής κρίσης της επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας. Από το γεγονός εξάλλου ότι η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή θέσπισε θητεία τεσσάρων ετών για τους Προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τους Γενικούς Επιτρόπους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων δεν μπορεί να αντληθεί επιχείρημα υπέρ της υποστηριζόμενης από τον αιτούντα απόψεως, δεδομένου ότι η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, παρότι εξέτασε διάφορες προτάσεις για τροποποίηση της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα του 1975 διαδικασίας προαγωγής στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, εν τούτοις επέλεξε τελικώς -με εξαίρεση τη θέσπιση της πιο πάνω ανώτατης θητείας- να διατηρήσει, όπως προαναφέρθηκε, άθικτο το ισχύον μέχρι τότε σύστημα.
* Η κ. Εύη Γαλάνη είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ, Διδάσκουσα στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ