1. Μετά την κατάργηση με το άρθρο 33 του N 4446/2016 του επιβληθέντος με βάση τον Ν 4055/2012 δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, η τροπή του αιτήματος καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις κατέστη και πάλι συνήθης δικηγορική πρακτική για λόγους αποφυγής του δικαστικού ενσήμου. Γίνεται καταρχήν παγίως δεκτό ότι η τροπή αυτή δεν αναιρεί την τοκοφορία της ένδικης αξίωσης από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 35, 1259). Τούτο διότι ναι μεν η μερική παραίτηση από το δικόγραφο, με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (πρβλ. ΚΠολΔ 295 § 1), καταλύει αναδρομικώς την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστική πράξη, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι επιδικίας· δεν καταλύει όμως την επίδοση και κατά το μέρος που αυτή συνιστά απλή όχληση, ως οιονεί δικαιοπραξία με ουσιαστικού δικαίου συνέπειες (πρβλ. ΚΠολΔ 221 § 1 περ. γ΄). Έτσι, η όχληση παράγει εκ του νόμου τα έννομα αποτελέσματά της, μεταξύ των οποίων και η έναρξη της τοκοφορίας κατά την ΑΚ 345, ανεξάρτητα από το αν θέλησε ή όχι αυτά ο δηλών. Από την άσκηση της οχλήσεως δεν χωρεί μονομερής ανάκληση αυτής ούτε παραίτηση από τα αποτελέσματά της. Επομένως, η παραίτηση από το δικόγραφο αλλά και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό δεν συνεπάγονται άρση (αναδρομική ή μη) των εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγομένου, η οποία έχει ήδη επέλθει από την (διά της επιδόσεως της αγωγής) δικαστική όχληση αυτού.
2. Μέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου 2 του Ν 4055/2012 (2.4.2012), με το οποίο τροποποιήθηκε η ΑΚ 346, δεν είχε κάποια πρακτική σημασία η διαφοροποίηση μεταξύ τόκου υπερημερίας και τόκου επιδικίας, δεδομένου ότι τόκος επιδικίας και τόκος υπερημερίας υπολογίζονταν με κοινό επιτόκιο. Με το νέο άρθρο 346 ΑΚ το θέμα τέθηκε σε νέα βάση, καθώς από την (τυχόν) όχληση μέχρι και την επίδοση της αγωγής ο ζημιώσας θα οφείλει τόκους υπερημερίας, ενώ για το μετέπειτα διάστημα της εκκρεμοδικίας θα οφείλονται τόκοι επιδικίας, των οποίων το επιτόκιο είναι κατά 2% ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Ανακύπτει λοιπόν το εξής ερώτημα: Σε περίπτωση τροπής του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, θα οφείλονται από της επιδόσεως της αγωγής τόκοι υπερημερίας ή τόκοι επιδικίας; Το ερώτημα προκύπτει από την ανωτέρω παραδοχή ότι ο περιορισμός του αιτήματος καταλύει τη διαδικαστική πράξη της επίδοσης αγωγής με καταψηφιστικό αίτημα, αλλά δεν ανατρέπει και τα ουσιαστικά αποτελέσματα της οχλήσεως.
3. Με την ΑΠ 1207/2017 ο Άρειος Πάγος τέμνει το ζήτημα, προβαίνοντας σε τελολογική ερμηνεία της ΑΚ 346. Λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της νέας ρύθμισης που εισήγαγε ο Ν 4055/2012 με την τροποποίηση της ΑΚ 346, που είναι η ταχύτερη ικανοποίηση του δανειστή μέσω της παροχής κινήτρων στον οφειλέτη για εκούσια συμμόρφωση, ώστε να αποφευχθεί μια μακροχρόνια δικαστική διαμάχη (ενόψει και του προβλήματος της καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας), ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του (με χαμηλότερο επιτόκιο υπολογιζόμενου) τόκου υπερημερίας αντί του τόκου επιδικίας. Όπως επισημαίνεται στη μείζονα πρόταση της εν λόγω απόφασης, τόκος υπερημερίας πρέπει πλέον να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι, με βάση τη νέα ρύθμιση και τον σκοπό αυτής, μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση του αυξημένου (σε σχέση με τον τόκο υπερημερίας) τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας. Με αυτό το σκεπτικό ο Άρειος Πάγος επικύρωσε το ερμηνευτικό πόρισμα του Εφετείου ότι «ο τόκος επιδικίας αφορά, του νόμου μη διακρίνοντος, σε κάθε αγομένη δι’ αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφισή της είτε η αναγνώριση της οφειλής της», άρα εξακολουθεί να οφείλεται τόκος επιδικίας και μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Έτσι ο Άρειος Πάγος διαφοροποιείται από την παλαιότερη πάγια θέση του ότι ως «επίδοση της αγωγής» κατά την ΑΚ 346 νοείται μόνον η καταψηφιστική, όχι δε και η αναγνωριστική αγωγή (βλ. π.χ. ΟλΑΠ 7/2000 ΑρχΝ 52, 19).
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ