Ο Κανονισμός 1114/2023 για τις αγορές κρυπτοστοιχείων επιχειρεί να καλύψει το νομοθετικό κενό που προέκυψε από τη ραγδαία εξάπλωση των κρυπτοστοιχείων και των παρόχων σχετιζομένων υπηρεσιών, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ρυθμιζόμενης αγοράς κρυπτοστοιχείων στην ΕΕ, και τη διασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών.
Την τελευταία πενταετία παρατηρείται μια αυξανόμενη επενδυτική ροπή προς τα κρυπτοστοιχεία, και δη τα κρυπτονομίσματα, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ανεξέλεγκτος κόσμος των κρυπτοστοιχείων μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως ένα εκ των πλέον καπιταλιστικών φαινομένων που έχουν παρατηρηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, καθώς η αγορά ρυμουλκείται εν πολλοίς από φήμες και πρόσκαιρες επενδυτικές τάσεις. Ωστόσο, η υψηλή μεταβλητότητα της αγοράς κρυπτοστοιχείων, μαζί με τα πολυάριθμα περιστατικά παράνομων σχετιζόμενων δραστηριοτήτων, αποτελούν απειλές για τους επενδυτές και την καλή φήμη της αγοράς.
Σε μια προσπάθεια να ρυθμίσει νομοθετικά τις συναλλαγές κρυπτοστοιχείων στην Ευρώπη, τον Μάιο του 2023, η ΕΕ προχώρησε στη θέσπιση του Κανονισμού 1114/2023 για τις Αγορές Κρυπτοστοιχείων (Markets in Crypto-Assets Regulation, εφεξής «MiCA»). Δεδομένου ότι η παροχή υπηρεσιών αποτελεί σημαντικό παράγοντα της αγοράς των κρυπτοστοιχείων, ένα αξιοπρόσεκτο τμήμα της νέας νομοθεσίας αφορά τον καθορισμό ρυθμιστικού πλαισίου για την ταξινόμηση, την ίδρυση και τη λειτουργία των πρωταγωνιστών αυτής της αγοράς, δηλαδή των παρόχων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων. Ήδη στο Aρθρο 2(1) MiCA ορίζεται ότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού είναι τα «φυσικά και νομικά πρόσωπα και ορισμένες άλλες επιχειρήσεις που … παρέχουν υπηρεσίες σχετικές με κρυπτοστοιχεία στην Ένωση». Ακολούθως, το Άρθρο 3(1)(15) MiCA αποδίδει ορισμό στον «πάροχο υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων», ο οποίος συνιστά «νομικό πρόσωπο ή άλλη επιχείρηση του οποίου το επάγγελμα ή η επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μίας ή περισσότερων υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων σε πελάτες σε επαγγελματική βάση».
Οι επιμέρους υπηρεσίες φυσικά ορίζονται στον Κανονισμό – και πιο συγκεκριμένα στο Άρθρο 3(1)(16). Η παροχή φύλαξης και διαχείρισης κρυπτοστοιχείων, δηλαδή η κατοχή και διαχείριση κρυπτοστοιχείων ή κλειδιών πρόσβασης για λογαριασμό πελάτών είναι η πρώτη υπηρεσία κρυπτοστοιχείων που ορίζεται ως τέτοια από τον MiCA. Ακολουθεί η υπηρεσία λειτουργίας πλατφόρμας διαπραγμάτευσης κρυπτοστοιχείων, δηλαδή η διαχείριση συστημάτων που συνδέουν αγοραστές και πωλητές κρυπτοστοιχείων. Δύο άλλες υπηρεσίες που καλύπτονται από τον κανονισμό MiCA είναι οι ανταλλαγές κρυπτοστοιχείων έναντι χρηματικών ποσών ή έναντι άλλων κρυπτοστοιχείων, για λογαριασμό πελατών. Η εκτέλεση εντολών αγοραπωλησίας κρυπτοστοιχείων καθώς και η τοποθέτηση κρυπτοστοιχείων στην αγορά για λογαριασμό πελατών, επίσης συμπεριλαμβάνονται στη λίστα υπηρεσιών που ορίζει ο νόμος, που καλύπτει περαιτέρω τη λήψη και τη διαβίβαση εντολών σχετικά με κρυπτοστοιχεία. Τέλος, η παροχή εξατομικευμένων συμβουλών για συναλλαγές κρυπτοστοιχείων, η διαχείριση χαρτοφυλακίων πελατών και οι μεταβιβάσεις κρυπτοστοιχείων μεταξύ διαφορετικών λογαριασμών για λογαριασμό πελατών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του MiCA.
Η εξαίρεση από το κανονιστικό πλαίσιο των παρόχων υπηρεσιών που εκτελούν τις υπηρεσίες με «πλήρως αποκεντρωμένο τρόπο» δύναται να δημιουργήσει νομική αβεβαιότητα στο εγγύς μέλλον.
Το φάσμα των υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων στον MiCA είναι καταφανώς ιδιαιτέρως ευρύ, καθότι γίνεται κατανοητό ότι έχει καταβληθεί απόπειρα συμπερίληψης όσο το δυνατόν περισσότερων υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, παρατηρείται μια εξίσου ευρεία ερμηνεία του «προσωπικού» πεδίου εφαρμογής του κανονισμού, το οποίο επεκτείνεται ακόμη και σε «ορισμένες άλλες επιχειρήσεις», δίχως να περιγράφεται με σαφήνεια ποιες θα ήταν αυτές. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο ορισμός των υπηρεσιών παροχής κρυπτοστοιχείων είναι εξαιρετικά συμπεριληπτικός και ευρύς, στο Προοίμιο του MiCA εγκαθίσταται μια σημαντική εξαίρεση. Συγκεκριμένα, στην Αιτιολογική Σκέψη 22, αναφέρεται ρητώς ότι «όταν οι υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων παρέχονται με πλήρως αποκεντρωμένο τρόπο χωρίς διαμεσολαβητή, δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού».
Το παραπάνω σηματοδοτεί ότι ο MiCA δεν θα εφαρμόζεται σε υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων που εκτελούνται με «πλήρως αποκεντρωμένο τρόπο» και «χωρίς διαμεσολαβητή». Συνεπώς, οι αντίστοιχοι πάροχοι που λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του MiCA, το οποίο μειώνεται δραστικά, ειδικά εφόσον ο «πλήρως αποκεντρωμένος τρόπος» δεν ορίζεται από το νόμο. Ταυτόχρονα, ο νόμος δεν απαντά ούτε στο ερώτημα του ποιοι είναι οι αποφασιστικοί παράγοντες για τον ορισμό ενός περιβάλλοντος ως «πλήρως αποκεντρωμένου», δυσχεραίνοντας πρακτικά την ταξινόμηση ενός παρόχου ως εκτελούντα υπηρεσίες σε τέτοιο περιβάλλον. Επιπρόσθετα, δεν ορίζεται η έννοια του «διαμεσολαβητή», ενώ δεν γίνεται μνεία ως προς το εάν αυτές οι δυο προϋποθέσεις εξαίρεσης ενός παρόχου από το νόμο θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.
Αυτό το ζήτημα μπορεί να εξεταστεί πρακτικά μέσω του ακόλουθου παραδείγματος. Ένας φορέας λειτουργεί ανεπίσημα μεν, ουσιαστικά δε, σαν πάροχος υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, αλλά δεν έχει συσταθεί ούτε λειτουργεί σύμφωνα με όσα επιτάσσει ο MiCA. Εύλογα, σε περίπτωση ελέγχου του από τις αρμόδιες αρχές, η πρώτη γραμμή άμυνάς του θα μπορούσε να είναι ο ισχυρισμός ότι παρέχει υπηρεσίες με «πλήρως αποκεντρωμένο τρόπο» και «χωρίς διαμεσολαβητή». Κατά συνέπεια, ο MiCA δεν θα καθίσταται εφαρμοστέος σε αυτόν το πάροχο υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων, ο οποίος θα επιχειρήσει να αποφύγει τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται για την μη νόμιμη σύσταση και λειτουργία του.
Η εκτελεστότητα νόμων έχει ανέκαθεν αποδειχθεί δύσκολη σε αποκεντρωμένα περιβάλλοντα, ενώ σύμφωνα με το καθεστώς του MiCA, αφήνεται άπλετος χώρος για ειδικότερη ερμηνεία του νόμου κατά περιπτώσεις, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Ωστόσο, ο ρητός αποκλεισμός των υπηρεσιών που εκτελούνται με «πλήρως αποκεντρωμένο τρόπο» από το φάσμα του MiCA εγκυμονεί κινδύνους για τους επενδυτές, ενισχύοντας συστημικούς κινδύνους και περιπλέκοντας την επιβολή της νομοθεσίας. Επομένως, καθίσταται κρίσιμο εν ευθέτω χρόνω να καθοριστεί η έννοια της εκτέλεσης υπηρεσίας με «πλήρως αποκεντρωμένο τρόπο» από τις αρμόδιες αρχές, ώστε να αποφευχθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η πιθανότητα παρερμηνειών (και παραγωγή δυνητικά δυσχερούς νομολογίας) από εθνικά δικαστήρια κρατών-μελών της ΕΕ.
* Ο κ. Μάνος Ρούσσος είναι διδακτορικός ερευνητής του Tilburg Institute for Law, Technology, and Society (TILT).
Δείτε το σχετικό Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα: Law & Technology – The Future of Legal Practitioners in the AI Era (3rd year)