fbpx
Τετάρτη, 2 Οκτωβρίου, 2024

Η εξωδικαστική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών: Ένα επιτυχημένο παράδειγμα διαμεσολάβησης

Η εξωδικαστική ρύθμιση στο πεδίο των καταναλωτικών διαφορών φαίνεται να διαγράφει επιτυχημένη πορεία και να παράγει ικανοποιητικά αποτελέσματα

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Η επίλυση των ιδιωτικών διαφορών βρίσκεται στην καρδιά κάθε δικαστικού συστήματος. Δυστυχώς, η συμφόρηση υποθέσεων καθιστά τις ένδικες διαδικασίες αρκετά χρονοβόρες, άρα μερικές φορές μη ελκυστικές. Επίσης, η προσφυγή στη δικαιοσύνη δεν προβάλλει πάντα ως βέλτιστη επιλογή, ιδίως εάν τα απαιτούμενα έξοδα είναι δυσανάλογα εις βάρος των επιδιωκόμενων αξιώσεων. Είναι προφανές ότι μία τέτοια κατάσταση μπορεί να βλάψει τη δημόσια εικόνα της δικαιοσύνης, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει μία γρήγορη, οικονομικά συμφέρουσα και δίκαιη λύση σε κάθε περίπτωση και σε κάθε πολίτη που έχει τη σχετική ανάγκη.

Σε πολλές χώρες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σύγχρονη θεσμική αντίδραση για την αντιμετώπιση προβληματικών όψεων της λειτουργίας του κλασικού δικαστικού συστήματος έχει εκφραστεί μέσα από την αξιοποίηση ευέλικτων μεθόδων (διαιτησία, διαμεσολάβηση, διαπραγμάτευση) που μπορούν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην εναλλακτική (εξωδικαστική) διευθέτηση συγκρούσεων. Οι διαδικασίες αυτές στηρίζονται κατά κύριο λόγο στη διαμεσολαβητική συμμετοχή ενός αμερόληπτου όσο και εξειδικευμένου ατόμου ή φορέα, με σκοπό να προσφέρει βοήθεια και νομική ενόραση στην εκάστοτε υπό εξέταση υπόθεση, τηρώντας πολιτική ίσων αποστάσεων από τα εμπλεκόμενα μέρη και καθοδηγώντας τα μεθοδικά στην οικειοθελή αποδοχή πιθανών, αμοιβαία αποδεκτών λύσεων.

Σύμφωνα με την κ. Μαγείρου («Καλλιεργώντας κουλτούρα διαμεσολάβησης: Πέρα από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία», 10-6-2024, NOMIKI BIBLIOTHIKI Daily), η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σημαντικά στην εμπέδωση διαμεσολαβητικής κουλτούρας σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού το ποσοστό ιδιωτικών διαφορών που επιλύονται μέσω του θεσμού της διαμεσολάβησης, παρά την υποχρεωτικότητά της ως προϋπόθεση συζήτησης μιας αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου, δεν υπερβαίνει το 10%. Ο βασικός λόγος, κατά την κ. Μαγείρου, εντοπίζεται στο γεγονός ότι η όλη διαδικασία δεν έχει κατορθώσει να αποτινάξει έναν τυπικό, διεκπεραιωτικό χαρακτήρα ούτε να πείσει την κοινωνία ότι μπορεί να αποτελέσει μία στέρεη εναλλακτική επιλογή επίλυσης διαφορών, έξω και μακριά από τις δικαστικές αίθουσες.

Υπάρχει, ωστόσο, ένα δυναμικό πεδίο διαφορών, όπου η εξωδικαστική ρύθμιση φαίνεται να διαγράφει επιτυχημένη πορεία και να παράγει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ο λόγος για τις καταναλωτικές διαφορές, οι οποίες διαβιούν στις δεκάδες χιλιάδες καθημερινές συναλλαγές στην αγορά και δύνανται να ανακύπτουν ανά πάσα στιγμή εξαιτίας της αθέτησης υποχρεώσεων στο πλαίσιο συμβάσεων πώλησης προϊόντων ή παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και προμηθευτών.

Τα πρώτα ίχνη εξωδικαστικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών στην Ελλάδα εντοπίζονται στον νόμο 2251/1994, ο οποίος εισήγαγε τις Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης (στις κατά τόπους Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις). Ο θεσμός αυτός διήλθε αρκετές αρχιτεκτονικές αλλαγές (πρώτα με τον ν. 3852/2010, που μεταβίβασε την αρμοδιότητα σύστασης των ΕΦΔ σε επίπεδο Δήμων, και κατόπιν με τον ν. 4512/2018, που μετέφερε την έδρα των ΕΦΔ στις κατά τόπους έδρες των Περιφερειακών Ενοτήτων και των Επαρχείων), ωστόσο τελικά με νεότερη ρύθμιση του ν. 5019/2023 επήλθε η οριστική του κατάργηση. Η αλήθεια είναι ότι παρά τις καλόπιστες (και οραματικές εν έτει 1994) προθέσεις του Νομοθέτη, η ισχνή οικονομική υποστήριξη, διάφορες επίμονες διοικητικές και οργανωτικές δυσλειτουργίες και, ίσως, η έλλειψη πραγματικής πίστης στην επιτυχία του εγχειρήματος των ΕΦΔ, τις κατέστησε ελάχιστα παραγωγικές ή αποτελεσματικές, μάλλον άγνωστες σε καταναλωτές και προμηθευτές και, κατά συνέπεια, καταδικασμένες σε αποτυχία κάποια στιγμή.

Στο μεταξύ, ήδη από το 2004 και με τον νόμο 3297 είχαν τεθεί τα ισχυρά θεμέλια μίας νέας θεσμικής προσέγγισης της εξωδικαστικής επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών, στηριζόμενης στη βασική επιδίωξη για την εναρμόνιση της χώρας προς τις Συστάσεις 98/257/ΕΚ και 2001/310/ΕΚ σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών. Το αποτέλεσμα ήταν η σύσταση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, στον οποίο ανατέθηκαν από την Πολιτεία ευρείες δυνατότητες διαμεσολαβητικής παρέμβασης σε όλο το φάσμα διαφορών στους εμπορικούς κλάδους του ιδιωτικού τομέα και τις οικονομικές υπηρεσίες του δημοσίου τομέα.

Η υψηλή αποτελεσματικότητα του θεσμού αποκτά μεγαλύτερη σημασία, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προτάσεις, τα πορίσματα και οι συστάσεις που εκδίδει η Αρχή δεν είναι εκτελεστοί τίτλοι και δεν παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα για τα εμπλεκόμενα μέρη

Η περιβολή του νέου εγχειρήματος με τα εχέγγυα κύρους, αντικειμενικότητας και αμεροληψίας που μπορεί να εξασφαλίσει μία Ανεξάρτητη Αρχή φαίνεται ότι απέδωσε, γεγονός που επιβεβαιώνεται από στοιχεία της τελευταίας (για το 2023) ετήσιας έκθεσης του Συνηγόρου του Καταναλωτή που δημοσιεύτηκε πρόσφατα:

Η αύξηση αναφορών τη δεκαετία 2014-2023 αγγίζει το 197,32%, γεγονός που φανερώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, η οποία όχι μόνο έχει διάρκεια, αλλά μεγεθύνεται με τον χρόνο. Το ποσοστό επίλυσης διαφορών αγγίζει το 80%. Η υψηλή αποτελεσματικότητα του θεσμού αποκτά μεγαλύτερη σημασία, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προτάσεις, τα πορίσματα και οι συστάσεις που εκδίδει η Αρχή δεν είναι εκτελεστοί τίτλοι και δεν παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα για τα εμπλεκόμενα μέρη. Ο βαθμός συμμετοχής των προμηθευτών στις διαδικασίες επίλυσης είναι εξίσου εντυπωσιακός (92%), παρά τον προαιρετικό τους χαρακτήρα. Τέλος, ο μέσος χρόνος επίλυσης διαφορών είναι σχετικά σύντομος (96 ημέρες) και βρίσκεται πολύ κοντά στην ποιοτική στόχευση που θέτει η Οδηγία 2013/11/ΕΕ σχετικά με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών, ιδανικά, εντός 90 ημερών. Βέβαια, η ετήσια διακύμανση αυτού του δείκτη ευλόγως εξαρτάται από τον βαθμό στελέχωσης της Αρχής (ratio: υποθέσεις ανά χειριστή), καθώς και από τον βαθμό δυσκολίας των εξεταζόμενων αναφορών, ο οποίος προκύπτει από αποδεικτικές δυσκολίες, νομική περιπλοκότητα, χαμηλή συμβιβαστική διάθεση εμπλεκομένων μερών, κ.λπ.

Με καταγεγραμμένη την αποτελεσματικότητα, αλλά και την υψηλή αποδοχή του θεσμού τόσο από καταναλωτές όσο και από προμηθευτές, καθώς επίσης με τη διαρκή στήριξη του βασικότερου πυλώνα, του Συνηγόρου του Καταναλωτή, από την Πολιτεία για την αντιμετώπιση λειτουργικών ζητημάτων, όπως της υποστελέχωσης, που αναπόφευκτα ανακύπτουν με την πάροδο του χρόνου (αύξηση αναφορών), οι προοπτικές της εξωδικαστικής επίλυσης των καταναλωτικών διαφορών στη χώρα μας διαγράφονται ακόμα πιο ευοίωνες.

* Ο κ. Αριστοτέλης Σταμούλας είναι Διευθυντής Ευρωπαϊκού Κέντρου Καταναλωτή Ελλάδας.

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -