Στο Πανελλήνιο Συνέδριο Δικηγορικών Συλλόγων που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στην Αλεξανδρούπολη, οι Ενώσεις Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Πειραιά, του Ηρακλείου, της Λάρισας, της Ρόδου, της Λαμίας εισέφεραν τις προτάσεις τους για τον θεσμό της άσκησης, τα ασυμβίβαστα, τη φύση και τη θέση του «συνεργάτη» Δικηγόρου, ζητήματα πειθαρχικού δικαίου και τις αμοιβές των Δικηγόρων σε συνάρτηση με τα γραμμάτια προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής.
Σε ό,τι αφορά τους ασκούμενους δικηγόρους, πρότειναν:
– Να τροποποιηθεί ο Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος με την προσθήκη νέας παραγράφου στο άρθρο 35 του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος με το εξής περιεχόμενο: «η. Να του καταβάλλει έγκαιρα την κατόπιν έγγραφης συμφωνίας αμοιβή και το σύνολο των ασφαλιστικών του εισφορών υπέρ κλάδου υγείας, το άθροισμα των οποίων δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπολείπεται του κατώτατου μεικτού μηνιαίου μισθού, όπως αυτός καθορίζεται από εκάστοτε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.)».
– Να τροποποιηθεί ο Κώδικας Δικηγόρων με την αντικατάσταση της παραγράφου 11 του άρθρου 13 του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία να λάβει το εξής περιεχόμενο: «Η αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων καθορίζεται κατόπιν έγγραφης συμφωνίας με τον δικηγόρο της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Η συμφωνία του προηγούμενου εδαφίου καθίσταται άκυρη κατά το μέρος που υπολείπεται του κατώτατου μεικτού μηνιαίου μισθού, όπως αυτός καθορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.)».
– Να τροποποιηθεί ο Κώδικας Δικηγόρων με την αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κώδικα Δικηγόρων η οποία να λάβει το εξής περιεχόμενο: «Η άσκηση διαρκεί δώδεκα (12) μήνες».
– Να τροποποιηθεί ο Κώδικας Δικηγόρων με την αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του Κώδικα Δικηγόρων η οποία να λάβει το εξής περιεχόμενο: «Δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό υποψηφίων δικηγόρων έχει ο ασκούμενος δικηγόρος που συμπλήρωσε τον νόμιμο χρόνο άσκησης. Κατ’ εξαίρεση, δικαίωμα συμμετοχής στον άνω διαγωνισμό έχει ο ασκούμενος δικηγόρος, ακόμη και πριν την συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου άσκησης, εφόσον αυτός υπολείπεται των 30 ημερολογιακών ημερών».
– Να τροποποιηθεί ο Κώδικας Δικηγόρων με την προσθήκη στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κώδικα Δικηγόρων, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, ο ασκούμενος Δικηγόρος δύναται να αιτηθεί την αναστολή της άσκησής του με αιτιολογημένη αίτηση του προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει, το οποίο αποφαίνεται σχετικά. Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο (2) έτη»
– Να υποβληθεί προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης η πρόταση της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 3 του αρ. 14 του Κώδικα Δικηγόρων, προκειμένου να «ενεργοποιηθεί» η αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης για την έκδοση της υπουργικής απόφασης κατά νομοθετική εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης, με σκοπό να συγκροτηθεί ανά Δικηγορικό Σύλλογο η Ειδική Επιτροπή Εποπτείας ασκουμένων. Σε περίπτωση μη έκδοσης της σχετικής υπουργικής απόφασης από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, να αποφασιστεί η άσκηση αίτησης ακυρώσεως από την Ολομέλεια κατά της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας του Υπουργού.
Σε ό,τι αφορά τα ασυμβίβαστα, προκειμένου να μην παρεμποδίζεται ασκόπως κατά τρόπο παρωχημένο και άνισο, σε σχέση με άλλους επαγγελματικούς κλάδους, η επαγγελματική ελευθερία, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, ακόμα και η διαχείριση της προσωπικής περιουσίας του δικηγόρου, όπως συμβαίνει, κατά τρόπο αναχρονιστικό, σήμερα, προτείνεται η συνολική κατάργηση των παρωχημένων και αναχρονιστικών διατάξεων των άρθρων 7 και 8 του Κώδικα Δικηγόρων, που ουδεμία επαφή έχουν με την σύγχρονη επαγγελματική και βιοποριστική πραγματικότητα του δικηγορικού σώματος, ώστε:
– Να επιτρέπεται καταρχήν στο Δικηγόρο, ύστερα από γνωστοποίηση σε αρμόδια Επιτροπή του κατά τόπον Δικηγορικού Συλλόγου, αποτελούμενη από μέλη του Δ.Σ. του κάθε Συλλόγου, η οποία θα συγκροτηθεί προς τούτο, και εγγραφή των δικηγόρων σε ειδικό μητρώο παράλληλης επαγγελματικής δραστηριότητας που θα τηρείται από την ανωτέρω Επιτροπή, κάθε παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα, χωρίς χρονικό περιορισμό, εφόσον αυτό δεν απαγορεύεται από ειδικές διατάξεις (π.χ. περιορισμοί δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα).
– Να απαγορεύεται, κατ’ εξαίρεση, με απόφαση της ως άνω Επιτροπής, η άσκηση συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, εφόσον ειδικά και αιτιολογημένα κρίνεται ότι οι συνάδελφοι με παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα θίγουν, εξαιτίας της παράλληλης επαγγελματικής πρακτικής ενασχόλησης τους, το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος και παραβιάζουν κατά τρόπο μόνιμο τον Κώδικα Δεοντολογίας.
– Για την προστασία της ανεξαρτησίας του δικηγόρου, του κύρους του λειτουργήματος και την αποτροπή αθέμιτης προώθησης της παροχής νομικών υπηρεσιών, να απαγορεύεται κάθε επαγγελματική ή άλλη δημόσια διασύνδεση της δικηγορικής ιδιότητας με την παράλληλη επαγγελματική δραστηριότητα.
– Να ληφθεί ειδική μέριμνα για την αποτελεσματική αποτροπή και αντιμετώπιση τυχόν καταστρατήγησης της παροχής νομικών υπηρεσιών, υπό μορφές μη προβλεπόμενες από τον Κώδικα Δικηγόρων, στο πλαίσιο της παράλληλης επαγγελματικής δραστηριότητας.
Οι εν λόγω, προτάσεις επιτρέπουν την δημιουργία ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του δικηγορικού σώματος και αντικατοπτρίζει την νέα επαγγελματική και βιοποριστική πραγματικότητα των δικηγόρων. Οποιαδήποτε άποψη υποστήριξης της διατήρησης των ασυμβιβάστων με έρεισμα τον μη εμπορικό χαρακτήρα του δικηγορικού λειτουργήματος διατηρεί και διαιωνίζει τους αναχρονιστικούς και μη κατάλληλους όρους άσκησης της δικηγορίας σήμερα, και στο μέλλον, παραβλέποντας τις, νομοθετημένες, ασφαλιστικές και φορολογικές επιβαρύνσεις του δικηγορικού σώματος που η εφαρμογή τους διαμηνύει την συμπερίληψη του κλάδου μας, για λόγους οικονομικούς και δημοσιονομικής προέκτασης, σε επαγγελματικούς κλάδους άσκησης εμπορικής δραστηριότητας.
Σε ό,τι αφορά τη φύση και θέση «συνεργάτη» δικηγόρου παρατηρούν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νέων δικηγόρων εργάζεται σήμερα υπό το καθεστώς μηνιαίας έκδοσης τιμολογίου παροχής υπηρεσιών (μπλοκάκι). Η παραπάνω πρακτική αποτελεί μία ελληνική πατέντα που δεν αφορά μόνο τους δικηγόρους αλλά το σύνολο των κλάδων που παρέχουν υπηρεσίες (π.χ. γιατρούς, λογιστές, μηχανικούς κ.λ.π). Κατά το καθεστώς αυτό, ο «συνεργάτης» δικηγόρος παρέχει υπηρεσίες σε κάποιο δικηγορικό γραφείο ή δικηγορική εταιρία κατά την παροχή σχετικής εντολής θεωρητικά σαν εξωτερικός συνεργάτης. Γνωρίζουμε όμως, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι, καθότι η πλειοψηφία των εν λόγω «συνεργατών» απασχολούνται, κατά κύριο λόγο, αποκλειστικά στα εν λόγω γραφεία, υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και τις οδηγίες των γραφείων αυτών.
Οι εν λόγω «συνεργάτες» απασχολούνται στην ουσία υπό καθεστώς έμμισθης σχέσης, χωρίς όμως να είναι τυπικά και χωρίς να λαμβάνουν μια σειρά από προνόμια και δικαιώματα Βέβαια, αν κάποιος συνεργάτης προσφύγει στα Δικαστήρια, θα δικαιωθεί (βλ. π.χ. ΜονΠρωτΑθ. 27/2021). Ωστόσο, το ζητούμενο είναι να αρχίσουμε να λειτουργούμε προληπτικά.
Στο πλαίσιο αυτό και ενόψει της επικείμενης τροποποίησης του Κώδικα Δικηγόρων, υποβάλλονται 3 προτάσεις για τους «συνεργάτες» δικηγόρους:
– Προτείνεται η θέσπιση αυτοτελούς πειθαρχικού παραπτώματος για την υπαίτια μη καταβολή αποδοχών. Κάνουμε αυτή την πρόταση ούτως ώστε οι συνάδελφοι να έχουν ένα επιπλέον όπλο στα χέρια τους αλλά παράλληλα και για να δείξουμε ότι ως δικηγορική κοινότητα δεν ανεχόμαστε τέτοιες αντισυναδελφικές συμπεριφορές που δεν συνάδουν με το λειτούργημα μας.
– Το ισχύον άρθρο 48 του Κώδικα Δικηγόρων αναφέρει ότι όταν η συνεργασία είναι αποκλειστική πρέπει να υπάρχει έγγραφη συμφωνία που πρέπει να κατατεθεί στο σύλλογο εντός 3 μηνών και η οποία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον α) τη διάρκεια της συνεργασίας, β) τη συμφωνούμενη αμοιβή, γ) τον τρόπο καταβολής της αμοιβής, δ) τον τρόπο λύσης της συνεργασίας και την οφειλόμενη αποζημίωση. Ενόψει της τροποποίησης του Κώδικα Δικηγόρων προτείνουμε να προστεθούν minimum όρια ως προς τη συμφωνημένη αμοιβή στα πρότυπα της έμμισθης εντολής, περαιτέρω παροχή 12 μηνιαίων αμοιβών πλέον επιδομάτων άδειας, Πάσχα και Χριστουγέννων ανάλογα τη διάρκεια της συμφωνίας στα πρότυπα του ιδιωτικού τομέα, χορήγηση των νόμιμων αδειών που προβλέπονται επίσης στον ιδιωτικό τομέα καθώς και προστατευτικές διατάξεις για την κύηση και την λοχεία.
– Τέλος, με την τροποποίηση του άρθρου 48, προτείνουμε να κατοχυρωθεί ρητά στον Κώδικα Δικηγόρων ότι η παροχή υπηρεσιών από δικηγόρο στο δικηγορικό γραφείο άλλου δικηγόρου / δικηγορικής εταιρείας συνιστά έμμισθη εντολή με πάγια αντιμισθία, με περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 48 του Κώδικα Δικηγόρων «Παροχή υπηρεσιών προς δικηγόρους και δικηγορικές εταιρείες» αποκλειστικά στις πάγιες εξωτερικές συνεργασίες.
Σε ό,τι αφορά το πειθαρχικό δίκαιο των δικηγόρων, όπως ενσωματώνεται στον Κώδικα Δικηγόρων και τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, σημειώνουν ότι οφείλει να προσαρμοστεί στις διεκδικούμενες μεταρρυθμίσεις λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη επιτήρησης των συνθηκών της άσκησης και της συνεργασίας. Το τελευταίο υπαγορεύεται από την αυξημένη ανάγκη προστασίας των πλέον ευάλωτων μελών των εκάστοτε Δικηγορικών Συλλόγων, δηλαδή των ασκουμένων και των νέων Δικηγόρων. Η προσαρμογή αυτή συνιστά την απαιτούμενη συνθήκη, προκειμένου το νέο πλαίσιο που θα αποφασιστεί να μην παραμείνει μια ανεφάρμοστη θεωρητική προέκταση του Κώδικα, αλλά να λειτουργήσει ως κίνητρο για την άμεση συμμόρφωση με τα ανωτέρω. Παράλληλα, να διασφαλιστεί ιδίως για το θεσμό της άσκησης η ουσιαστική απασχόληση των ασκουμένων με καθήκοντα που άπτονται της δικηγορικής φύσεως και όχι με παρεπόμενες υποχρεώσεις των ασκούμενων Δικηγόρων.
Καταληκτικά, οι ίδιοι οι Δικηγορικοί Σύλλογοι να κληθούν να περιφρουρήσουν τις αρχές που διέπουν το δικηγορικό λειτούργημα απαλείφοντας στίγματα ανισότητας και αδικίας που επί έτη εδραιωμένα επικρατούν.
Για τους λόγους αυτούς προτείνουν:
– Να ληφθεί ειδική μέριμνα για την αποτελεσματική αποτροπή και αντιμετώπιση τυχόν καταστρατήγησης του πλαισίου της άσκησης και συνεργασίας, προκειμένου να αποτραπούν αποφασιστικά φαινόμενα αντίθετης λειτουργίας με τα προβλεπόμενα.
– Να θεσπιστεί ως Αυτοτελές Πειθαρχικό Παράπτωμα η υπαίτια μη καταβολή αποδοχών ασκουμένου ή η καταβολή αποδοχών κατώτερων των νόμιμων ορίων καθώς και η ανάθεση εργασιών, ξένων προς το δικηγορικό και νομικό επάγγελμα. Ως Πλαίσιο πειθαρχικής ποινής προτείνεται η απαγόρευση απασχόλησης ασκούμενου δικηγόρου για διάστημα από 1 έως 3 έτη, ανάλογα τη βαρύτητα του παραπτώματος.
– Να θεσπιστεί ως αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα η υπαίτια μη καταβολή αποδοχών συνεργάτη με παράλληλη πρόβλεψη για υποβολή ατελούς πειθαρχικής αναφοράς από τον/την καταγγέλλοντα/καταγγέλλουσα.
– Να τροποποιηθεί επιμέρους ο Κώδικας Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος με ειδική αναφορά στην περαιτέρω πρόβλεψη για προστασία ασκουμένων και νέων Δικηγόρων από καταχρηστικές συμπεριφορές που σχετίζονται με διακρίσεις λόγω ηλικίας, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.ο.κ.
Περαιτέρω, σε ότι αφορά το ζήτημα των αμοιβών παρατηρούν ότι είναι ευρέως γνωστό ότι μεγάλος αριθμός νέων Δικηγόρων αναλαμβάνει υποθέσεις είτε με το θεσμό της νομικής βοήθειας είτε μετά από αυτεπάγγελτο διορισμό. Η αμοιβή τους για τις υποθέσεις αυτές προσδιορίζεται με βάση αυτές του Παραρτήματος Ι του Κώδικα Δικηγόρων, οι οποίες κατά το μεγαλύτερό τους μέρος είναι υπέρμετρα χαμηλές. Για τους λόγους αυτούς, προτείνουν:
– Να αυξηθεί η ονομαστική αξία όλων των γραμματίων προείσπραξης, όπως αυτή προσδιορίζεται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα Δικηγόρων, κυρίως δε να αυξηθεί (τουλάχιστον να διπλασιαστεί) η ονομαστική αξία των γραμματίων που αφορούν πολιτικές υποθέσεις (π.χ. κατάθεση αγωγών και αιτήσεων, παράσταση, προτάσεις και σημείωμα στο Μονομελές και στο Πολυμελές Πρωτοδικείο), διοικητικές υποθέσεις (π.χ. κατάθεση αγωγών και αιτήσεων, παράσταση και υπόμνημα στο Μονομελές και στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο), καθώς επίσης και αυτών που αφορούν ποινικές υποθέσεις αρμοδιότητας Πλημμελειοδικείου (π.χ. παράσταση στο Μονομελές και στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο).
– Ακόμη δέον όπως δημιουργηθεί ιδιαίτερη κατηγορία γραμματίων για την παράσταση ενώπιον των Δικαστηρίων Ανηλίκων, με διάκριση ανάλογα την πλημμεληματική ή την κακουργηματική φύση των αδικημάτων, διότι έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο να δικάζονται υποθέσεις παραβατικότητας ανηλίκων με κακουργηματικής φύσεως αδικήματα, τα οποία, λόγω της ανηλικότητάς των κατηγορούμενων λαμβάνουν πλημμεληματική μορφή, με αποτέλεσμα το γραμμάτιο προείσπραξης που εκδίδεται και η αντίστοιχη αμοιβή που λαμβάνει ο διορισμένος Δικηγόρος να είναι η ευτελής αμοιβή του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, ήτοι 117 ευρώ.
– Γνώμονας για την αύξηση της ονομαστικής αξίας των γραμματίων προείσπραξης, τουλάχιστον όσον αφορά τις υποθέσεις των οποίων η αξία του αντικειμένου της δίκης είναι αποτιμητή σε χρήμα, πρέπει να είναι το άρθρο 63 του Κώδικα Δικηγόρων, έτσι ώστε η ελάχιστη αμοιβή (ονομαστική αξία) να προσεγγίσει τη νόμιμη αμοιβή (άρθρο 63 ΚΔ).
Τέλος, σε ό,τι αφορά το εργολαβικό δίκης προτείνουν σε περίπτωση που το αντικείμενο της δίκης δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ, η συμφωνία μπορεί να ανέρχεται σε ποσοστό μέχρι 40% του αντικειμένου της δίκης. Σε περίπτωση που συμπράττουν πέραν του ενός δικηγόροι, το ως άνω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 60%.