fbpx

Ανήλικοι παραβάτες σε μια άνομη κοινωνία;

Η βία στα σχολεία, σπανίως αμιγώς εγκληματικού χαρακτήρα, συγκοινωνεί/επικοινωνεί με τη βία στο σπίτι και τη βία στο δρόμο, αλλά θέτει και τα ιδιαίτερα ερωτήματά της.

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Σήμερα δεν μιλάμε για επαιτεία, αλητεία ή πλάνητα βίο των ανηλίκων (νόμοι 1919/1931), ούτε για «ευπαιδαγώγητους και βελτιώσιμους» νέους ή για «εν ηθικώ κινδύνω ευρισκόμενα» επικίνδυνα άτομα. Ακόμα κι αν διερευνούμε τη δυσχέρεια κοινωνικής προσαρμογής ορισμένων λόγω της «εγκληματογόνου μόλυνσης» (συνήθως από αρνητικό οικογενειακό περιβάλλον), τούτο δεν ερμηνεύει τη διαρκώς αυξανόμενη (ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά) συμμετοχή των ανηλίκων στην εγκληματικότητα. Από τις παραβάσεις του ΚΟΚ, τις μικροκλοπές και τις σωματικές βλάβες λόγω εφηβικής μαγκιάς, μέχρι τη σύσταση συμμορίας για διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων (ληστείες, βιασμοί κλπ.), προκύπτει ένα κενό κατανόησης του φαινομένου από την κοινωνία κι αμηχανίας από τους ειδικούς.

Ο νεαρός που οδηγεί στα 16 και ψηφίζει στα 17 δεν μπορεί να θεωρείται «ανεύθυνος», όταν παραβιάζει τον νόμο.

Από την εφήμερη κι επεισοδιακή παράβαση/παιχνίδι ενηλικίωσης μέχρι τη σχεδόν μόνιμη και σταθερή απόφαση του περάσματος στην εγκληματική σταδιοδρομία, τίθενται ζητήματα τα οποία δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστούν μ’ ευχο-λόγια και με γενικές «κατάρες» στην άδικη κοινωνία. Η έλλειψη «διά-κρισης» ως αμάχητο τεκμήριο (;) ανηλικότητας, χάνει την ισχύ του όταν τελούνται εγκλήματα δόλου και σκοπού. Ο νεαρός που οδηγεί στα 16 και ψηφίζει στα 17 δεν μπορεί να θεωρείται «ανεύθυνος», όταν παραβιάζει τον νόμο.

Κατά συνέπεια νομίζω ότι οφείλουμε να επανεξετάσουμε διάφορα δεδομένα, αρχές και διαδικασίες.

Το λεγόμενο «ποινικό δίκαιο της διαπαιδαγώγησης» (αναμορφωτικά μέτρα) προϋποθέτει και τη βούληση του ενδιαφερόμενου να αλλάξει στάσεις και πράξεις. Εάν κάτι τέτοιο δεν διαπιστώνεται σε «επίμονους νεαρούς δράστες», τότε η θετική πρόληψη των αξιακών συμβουλών δεν έχει κανένα αποτέλεσμα και η σκοπιμότητα της «ελάχιστης παρέμβασης» ακυρώνεται.

Η (προληπτική;) αντεγκληματική πολιτική της «παράκαμψης» (diversion), η οποία σημαίνει αποποινικοποίηση, αποδικαστηριοποίηση, απεγκληματοποίηση, αποφυλακοποίηση, αποϊδρυματοποίηση εξακολουθεί να βασίζεται στην αποδεδειγμένη ύπαρξη/ανάληψη προσωπικής ευθύνης για επανόρθωση της προκληθείσας βλάβης, καθώς και σταθερή βούληση για επανένταξη. Όλες οι διαδικασίες διαμεσολάβησης, συνδιαλλαγής, συμφιλίωσης έχουν νόημα αν ο ανήλικος τις αποδέχεται, παρευρίσκεται και υιοθετεί σχετικό μη- ιδρυματικό πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης. Αν τα παραπάνω δεν συντρέχουν για ποια διαπαιδαγώγηση μιλάμε και για ποιο πρότυπο δικαίου και δικαιοσύνης;

Γιατί στα θεραπευτικά μέτρα γνωμοδοτούν γιατροί και ψυχολόγοι και στα αναμορφωτικά μέτρα, στα ιδρύματα και στα καταστήματα κράτησης δεν γνωμοδοτούν εγκληματολόγοι και παιδαγωγοί; Μήπως, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρχει ενιαία επιστημονική ομάδα;

Είμαι αντίθετος με οποιαδήποτε αντίληψη για αδρανοποίηση, αχρήστευση, εξουδετέρωση του ανήλικου δράστη. Ούτε πιστεύω ότι ο ποινικός σωφρονισμός αποτελεί μέσον διαπαιδαγώγησης. Οφείλουμε όμως ν’ απαντήσουμε σε κάποια κρίσιμα ερωτήματα, χωρίς φόβο ή εμμονές:

  • Εάν δεχόμαστε το τρίπτυχο «αναγκαιότητα-προσφορότητα-αναλογικότητα» στην επιβολή ποινών, ποια είναι η «αναγκαία ειδικοπροληπτική ποινή» σ’ έναν ανήλικο ανθρωποκτόνο ή ενεργό μέλος Μαφίας ενηλίκων;
  • Ποια είναι η προγνωστική αξία ενός αναμορφωτικού μέτρου σε σχέση με τη μεταγενέστερη συμπεριφορά του ανήλικου δράστη (ιδίως χωρίς εμπεριστατωμένη έρευνα προσωπικότητας, δηλαδή εγκληματολογικής πραγματογνωμοσύνης;
  • Πώς μετριέται η αποτελεσματικότητα των αναμορφωτικών μέτρων σε σχέση με την υποτροπή;
  • Γιατί αρνούμαστε τα «οικογενειακά δικαστήρια» και απορρίπτουμε τα μικτά, την ίδια ώρα που αναθέτουμε στους γονείς την ανα-μόρφωση και χρεώνουμε τις αρνητικές ετικέτες στην κοινωνία;
  • Στις εναλλακτικές ποινές-καθήκοντα (πχ. κοινωφελής εργασία) πρέπει να συναινεί ο ανήλικος, υπερφαλαγγίζοντας τη δικαιοπολιτική σημασία του μέτρου;
  • Γιατί στα θεραπευτικά μέτρα γνωμοδοτούν γιατροί και ψυχολόγοι και στα αναμορφωτικά μέτρα, στα ιδρύματα και στα καταστήματα κράτησης δεν γνωμοδοτούν εγκληματολόγοι και παιδαγωγοί; Μήπως, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρχει ενιαία επιστημονική ομάδα;

Ίσως να είναι αναγκαίος ένας αυτοτελής κατάλογος εγκλημάτων, ειδικός για ανήλικους καθώς και Κώδικες (Ποινικός, Ποινικής Δικονομίας, Σωφρονιστικός) προσαρμοσμένοι στο status των ανηλίκων.

Προφανώς χρειάζεται μία ειδικευμένη Αστυνομία, επιτροπές ειδικών για επίλυση ελάσσονων διαφορών, ιδρύματα πρόνοιας (πχ. Μονάδες Μέριμνας).

Η αρχή του favor minoris, με την έννοια της επιεικέστερης κι ευμενέστερης μεταχείρισης οποιουδήποτε ανηλίκου (χωρίς όρους και προϋποθέσεις) δεν εξυπηρετεί τελικά ούτε το πρότυπο ευημερίας του ίδιου, ούτε την ασφάλεια των πολιτών

Πιστεύω όμως ότι η αρχή του favor minoris, με την έννοια της επιεικέστερης κι ευμενέστερης μεταχείρισης οποιουδήποτε ανηλίκου (χωρίς όρους και προϋποθέσεις) δεν εξυπηρετεί τελικά ούτε το πρότυπο ευημερίας του ίδιου, ούτε την ασφάλεια των πολιτών.

Τέλος κάποιες επισημάνσεις για τη στρατηγική anti-bullying στα σχολεία:

Ο κάθε Έλληνας (θέλει να) διαβάζει με το δικό του (λογικό, συναισθηματικό, ιδεολογικό κλπ.) τρόπο τα γεγονότα και βγάζει τα δικά του (συχνά αντιφατικά) συμπεράσματα.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το λεγόμενο bullying, την αμερικανόπληκτη μετάφραση/μεταγλώττιση του «εκφοβισμού», «τραμπουκισμού».

Η βία στα σχολεία, σπανίως αμιγώς εγκληματικού χαρακτήρα, συγκοινωνεί/επικοινωνεί με τη βία στο σπίτι και τη βία στο δρόμο, αλλά θέτει και τα ιδιαίτερα ερωτήματά της.

Για το εν λόγω φαινόμενο, περιορισμένης -παρά την υπερπροβολή από τα ΜΜΕ- έκταση, ποιος φταίει;

Η ανερμάτιστη εκπαιδευτική πολιτική του Κράτους; (Συγκυριακές καμπάνιες, πλατφόρμες, καταγγελίες, ποινές κτλ.)

Οι όμηροι – στους «δικαιωματιστές-μαθητές» – δάσκαλοι, οι οποίοι αδυνατούν να παίξουν τον ρόλο τους, που δεν είναι μόνον η μετάδοση πληροφοριών, αλλά η συνεπής στάση;

Οι φοβικοί γονείς που δημιουργούν ευάλωτα ή καταθλιπτικά παιδιά, ή οι αλαζονικοί γονείς που (νομίζουν ότι) τα παιδιά τους πρέπει να τυγχάνουν ειδικής προνομιακής μεταχείρισης από το σχολείο;

Οι τρίτοι, όπως για παράδειγμα η δημοτική αρχή, που άλλοτε σιωπούν κι άλλοτε αδιαφορούν για όσα συμβαίνουν μέσα στα σχολεία της γειτονιάς τους;

Ποιος φταίει; Οι φοβικοί γονείς που δημιουργούν ευάλωτα ή καταθλιπτικά παιδιά, ή οι αλαζονικοί γονείς που (νομίζουν ότι) τα παιδιά τους πρέπει να τυγχάνουν ειδικής προνομιακής μεταχείρισης από το σχολείο;

Και τα συναφή ερωτήματα ως προς τη διαχείριση συνεχίζονται:

Πώς να βρεθεί λύση όταν οι σύλλογοι καθηγητών, οι σύλλογοι γονέων και τα 15μελή δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους;

Πώς να ηρεμήσει μία σχολική κοινότητα, όταν οι μόνες διέξοδοι από την ένταση είναι από τη μία οι αποβολές, κι από την άλλη οι καταλήψεις;

Πώς να ξαναβρεί η σχολική διαδικασία εκπαίδευσης το κύρος της, όταν σήμερα το Google κι αύριο η Τεχνητή Νοημοσύνη θα δώσουν άλλη διάσταση στον τρόπο απόκτησης γνώσεων;

Η ενδοσχολική «βία» έχει πολλές, άλλες φανερές κι άλλες κρυφές, πλευρές. Τα μέτρα που λαμβάνονται, λόγω πίεσης της κοινής γνώμης, κατόπιν ηθικών πανικών από ορισμένα περιστατικά, συνήθως εκτός σχολικών χώρων, μοιάζουν με αντίδοτο σε αρρώστια, της οποίας είτε αγνοούμε τα βαθύτερα αίτια, ή προτιμάμε να τα βάζουμε κάτω από το χαλί της γενικότερης νεανικής παραβατικότητας.

Αν στην όποια εφήμερη και βραχυπρόθεσμη στρατηγική δεν υπάρχει στρατηγός, που να βάζει πρώτος τα στήθη του στη μάχη και στρατιώτες που να πιστεύουν σ’ αυτόν, αλλά και στο εγχείρημα, το αποτέλεσμα είναι εξαρχής δεδομένο.

Έτσι, όμως, τελικά το μόνο που θα επικρατήσει θα είναι ο φόβος όλων (μαθητών, καθηγητών, γονέων) για το τί συμβαίνει ή μπορεί στο μέλλον να συμβεί μέσα στο σχολείο, και το μόνο πραγματικό θύμα θα είναι ο αργός θάνατος του απαξιωμένου ελληνικού σχολείου.

  • Ο κ. Γιάννης Πανούσης είναι Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας.

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -