Ο νομοθέτης εισήγαγε με το άρ. 36 του Ν 5090/2024 με τίτλο: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας», την παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη στον κατάλογο των συμπεριφορών επικίνδυνης οδήγησης του άρ. 290Α ΠΚ.
Η συγκεκριμένη επιλογή αιτιολογείται με το επιχείρημα πως η παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη αποτελεί συχνότατα αιτία πρόκλησης ακόμα και θανατηφόρων τροχαίων δυστυχημάτων, χαρακτηρίζοντας τη μάλιστα απολύτως αξιόμεμπτη, μη κοινωνικά αποδεκτή και επικίνδυνη, δεδομένου πως ενέχει χαρακτηριστικά ακραίας περιφρόνησης των κανόνων οδικής κυκλοφορίας και της νομιμότητας, μέχρι και συνειδητής αποδοχής του ενδεχομένου προσβολής της ασφάλειας των λοιπών χρηστών της οδού (βλ. ΑιτΈκθ Ν 5090/2024, σελ. 124).
Στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή. Δεν μπορεί να θεωρηθεί πως αυτή η συμπεριφορά παρουσιάζει σε κάθε περίπτωση επικινδυνότητα. Η αυταπόδεικτη θεώρησή της ως επικίνδυνης από την αιτιολογική έκθεση με βάση την κοινωνική της πρόσληψη, μπορεί να οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα να θεωρηθεί δεδομένος ο δόλος διακινδύνευσης του οδηγού με μόνη την παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη.
Το μόνο ασφαλές κριτήριο για να θεωρηθεί αξιόποινη η συγκεκριμένη συμπεριφορά του ΚΟΚ είναι να συνοδεύεται από την πρόκληση δυνητικού κοινού κινδύνου. Επομένως, αν κάποιος απλώς περνάει με κόκκινο έγκλημα δεν υπάρχει, παρά μόνο παράβαση του ΚΟΚ. Αν, όμως, η συμπεριφορά συνοδεύεται π.χ. από τον θάνατο ενός πεζού, τότε θα κληθεί σε εφαρμογή το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα του άρ. 290Α παρ. 1 περ. δδ’ ΠΚ.
Το γεγονός ότι ο νομοθέτης μεταφέρει την περίπτωση της παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη από τον ΚΟΚ στον ΠΚ, καθιστώντας εγκληματική πράξη μία πρότερη διοικητική παράβαση, δεν εμποδίζει τη θεώρησή της ως συνθετικό των εκ του αποτελέσματος διακρινόμενων εγκλημάτων. Το ίδιο έπραξε ο νομοθέτης του νέου ΠΚ που μετέφερε από τον ΚΟΚ πολλές διοικητικές παραβάσεις, όπως π.χ. την οδήγηση στο αντίθετο ρεύμα, τη διενέργεια επικίνδυνων ελιγμών, την ανασφαλή φόρτωση ενός οχήματος, κ.ά.
Οι συγκεκριμένες συμπεριφορές του ΚΟΚ δεν αυτοχρίστηκαν ως εγκληματικές με μόνη την ένταξή τους στον ΠΚ. Το βασικό σημείο που τις διαφοροποιεί είναι πως για να υπάρξουν όλες αυτές οι συμπεριφορές, πρέπει να προκύπτει μία μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, η οποία διατυπώνεται βάσει της δυνατότητας πρόκλησης κοινού κινδύνου σε πράγματα ή πρόσωπα. Απλώς και μόνο η παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη δεν συνιστά αξιόποινη πράξη.
Πέραν αυτού, το γεγονός ότι η παραβίαση του ερυθρού σηματοδότη συνιστά μία στιγμιαία συμπεριφορά δεν αναιρεί τη θεώρησή της ως πράξη διατάραξης. Συγκεκριμένα, το χρονικό κριτήριο είναι παντελώς αδιάφορο για τον χαρακτηρισμό μίας συμπεριφοράς ως διαταρακτικής. Μπορεί εξίσου μία στιγμιαία συμπεριφορά να προκαλέσει ανάλογο κίνδυνο σε σχέση με μία διαρκούσα στον χρόνο συμπεριφορά, χωρίς μάλιστα να μπορεί να αποκλείσει κανείς και έναν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Σε μία συνέχεια αυτού, δεν μπορεί να ειπωθεί πως μία στιγμιαία συμπεριφορά αποκλείει την εφαρμογή της έμπρακτης μετάνοιας και της δικαστικής άφεσης της ποινής. Δεν είναι τυχαίο πως οι δύο αυτοί θεσμοί προβλέπονται και για άλλα στιγμιαία εγκλήματα, όπως π.χ. η κλοπή (άρ. 372 ΠΚ). Πέραν αυτού, ο νομοθέτης στο άρ. 289 ΠΚ αναφέρεται σε «ανάλογη» εφαρμογή των δύο θεσμών, ώστε να εφαρμόζονται αν αυτό είναι εφικτό.
Σε μία γενική παρατήρηση, η προσθήκη της παραβίασης του ερυθρού σηματοδότη στον κατάλογο του άρ. 290Α ΠΚ αναδεικνύει την τάση του νομοθέτη να έρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ανάλογα με την επικαιρότητα να προσθέτει συμπεριφορές του ΚΟΚ στον κατάλογο των συμπεριφορών επικίνδυνης οδήγησης, όπως έπραξε αντίστοιχα με την υπέρβαση του ορίου ταχύτητας και την οδήγηση σε Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (Λ.Ε.Α). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η συνοχή της διάταξης του άρ. 290Α ΠΚ, αποτελώντας μία ευμετάβλητη ρύθμιση.
Η προσθήκη της περίπτωσης των «άλλων εξίσου επικίνδυνων συμπεριφορών» στο άρ. 290Α ΠΚ μοιάζει να αποτελεί τη μόνη λύση που θα οχυρώσει τη διάταξη, μεταθέτοντας την κρίση περί του επικίνδυνου της συμπεριφοράς στον δικαστή. Ειδάλλως, ο ίδιος μοιάζει εγκλωβισμένος σε μία αποκλειστική απαρίθμηση που του στερεί τη δυνατότητα να εντάξει ανάλογης βαρύτητας συμπεριφορές στον κατάλογο του άρ. 290Α ΠΚ. Τότε, όμως, υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν ορισμένες παράλογες δικαστικές κρίσεις, όπως η εξής: αν ένας δράστης παραβιάσει τον ερυθρό σηματοδότη και σκοτώσει έναν πεζό να τιμωρείται με την ποινή της θανατηφόρας επικίνδυνης οδήγησης (άρ. 290Α ΠΚ παρ. 1 περ. δδ’ ΠΚ), ήτοι με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών (10-20 έτη), ενώ αν σκοτώνει τον πεζό εξαιτίας της παραβίασης του STOP να τιμωρείται μόνο για την ανθρωποκτονία από αμέλεια (άρ. 302 ΠΚ), ήτοι με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 2 ετών (2-5 έτη).
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Μπαστουνάς είναι Δικηγόρος – ΔΝ.