Η σύσταση υποθήκης ως μέσο παροχής εγγυοδοσίας στο πλαίσιο περιοριστικών όρων (άρ. 282 επ. ΚΠΔ) συνιστά μια κρίσιμη διαδικασία που ανακύπτει όταν αντί της προσωρινής κράτησης επιβάλλεται ως περιοριστικός όρος η καταβολή εγγύησης. Η εγγύηση μπορεί να παρασχεθεί με την εγγραφή υποθήκης, η οποία, ωστόσο, δεν απαιτεί την προσάρτηση πιστοποιητικού πληρότητας κτιρίου ή διηρημένης ιδιοκτησίας κατά το νόμο 4495/2017.
Η Νομική Φύση της Εγγυοδοσίας
Σύμφωνα με το άρθρο 295 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), η εγγύηση ως περιοριστικός όρος επιβάλλεται από τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο και αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εμφάνισης του κατηγορούμενου κατά την κύρια διαδικασία, λειτουργώντας ως υποκατάστατο της προσωρινής κράτησης. Η εγγύηση μπορεί να δοθεί είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από τρίτο πρόσωπο, και η υποθήκη αποτελεί μία από τις μορφές της, υπό την προϋπόθεση ότι είναι αξιόχρεη.
Η υποθήκη αυτή συστήνεται με συμβολαιογραφική πράξη, καταχωρείται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, και δεν απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικού πληρότητας βάσει του Ν. 4495/2017. Αυτό γιατί η εγγύηση ως περιοριστικός όρος διαφέρει από άλλες δικαιοπραξίες που αφορούν τη μεταβίβαση ή επιβάρυνση ακινήτων, καθώς αποσκοπεί στην εξασφάλιση της εκπλήρωσης μιας ποινικής υποχρέωσης έναντι του Δημοσίου, και όχι στην πλήρωση τεχνικών ή πολεοδομικών προϋποθέσεων.
Κατάργηση της Υποχρέωσης για Πιστοποιητικό Πληρότητας
Η μη αναγκαιότητα προσκόμισης του πιστοποιητικού πληρότητας εξηγείται από την ειδική φύση της εγγυοδοσίας. Η υποθήκη που παρέχεται για την εξασφάλιση της εγγύησης αποτελεί ένα μέτρο προσωρινό και επικουρικό, υποκείμενο στη διακριτική ευχέρεια του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου, και ως τέτοια δεν ενέχει τις ίδιες απαιτήσεις όπως οι εμπράγματες πράξεις που σχετίζονται με ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις. Η εγγύηση αποτελεί έναν νομικό μηχανισμό για την αποτροπή της προσωρινής κράτησης, και η παρεμπόδισή της λόγω της απουσίας ενός πιστοποιητικού που δεν σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργία της εγγυοδοσίας θα αντέβαινε στις αρχές της αναλογικότητας και της προσφορότητας.
Ευχέρεια του Δικαστηρίου και Αξία της Εγγύησης
Όπως προβλέπεται ρητά στο άρ. 295 επ. ΚΠΔ, η παροχή της εγγύησης και οι όροι που τη διέπουν αποφασίζονται κατά την κρίση του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου. Το δικαστήριο καθορίζει την αξία της εγγυοδοσίας, την εγκρίνει και ρυθμίζει κάθε ζήτημα σχετικό με την κατάπτωση ή την επιστροφή της. Οποιεσδήποτε αμφισβητήσεις ανακύψουν ως προς την παροχή της εγγύησης επιλύονται με ανέκκλητες αποφάσεις του δικαστικού οργάνου, χωρίς να επιτρέπεται περαιτέρω προσφυγή.
Δείτε την εγκύλιο στη Qualex: ΕγκΣΕΣΣΕ 28/16.10.2024