Η σχέση της Ελλάδας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου βρέθηκε στο επίκεντρο της εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε χθες στην αίθουσα τελετών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, παρουσία εκλεκτών προσκεκλημένων.
Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ των υψηλών προσκεκλημένων, ήταν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο πρώην Πρωθυπουργός και πρ. Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννης Σαρμάς, ο Πρόεδρος του ΕΔΔΑ Marko Bošnjak, ο πρώην Πρόεδρος του ΔΕΕ, Βασίλειος Σκουρής, ο πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης Θεόδωρος Ρουσόπουλος, ο Δικαστής του ΕΔΔΑ Γιάννης Κτιστάκις, ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ, Χρήστος Ράμμος, καθώς και πλήθος ακαδημαϊκών.
Χαιρετισμούς απηύθυναν ο Γιάννης Κτιστάκις, ο Πρόεδρος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Δημήτρης Χριστόπουλος, ο Πρόεδρος της Σχολής Πολιτικής Επιστήμης ΕΚΠΑ Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, καθώς και ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και του ΔΣΑ, Δημήτρης Βερβεσός.
Στο πλαίσιο του χαιρετισμού που απηύθυνε ο κ. Βερβεσός, εξήρε την συμβολή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής νομικής ταυτότητας καθώς και στην εμπέδωση του κράτους δικαίου. Ταυτόχρονα, όμως, δεν παρέλειψε αναφορές στις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στη χώρα μας, παρά τις πολλαπλές καταδίκες που έχουμε υποστεί για παραβίαση του εύλογου χρόνου απονομής της δικαιοσύνης από το Δικαστήριο του Στρασβούργου.
Αναλυτικά η ομιλία του Δημήτρη Βερβεσού
«Αποτελεί ξεχωριστή τιμή και χαρά για μένα να απευθύνω σήμερα χαιρετισμό στην εκδήλωση που συνδιοργανώνουν η Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, η Σχολή Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ και το Ίδρυμα Κώστα Σημίτη, με τη συνεργασία του ΔΣΑ, με θέμα τη σχέση της Ελλάδας με το Δικαστήριο του Στρασβούργου, προς τιμήν του Ομότιμου Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου, πρώην δικαστή και Αντιπροέδρου του ΕΔΔΑ, πρ. Υφυπουργού Εξωτερικών, Χρήστου Ροζάκη. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια στον Καθ. Ιωάννη Κτιστάκι, και όλους όσοι είχαν την εμπνευσμένη πρωτοβουλία να καθιερωθούν οι «ημερίδες Χρήστου Ροζάκη», εγκαθιδρύοντας ένα forum υψηλότατου επιπέδου επιστημονικού διαλόγου και προβληματισμού, σχετικά με την θωράκιση του ευρωπαϊκού δικαιοκρατικού κεκτημένου και τον καθοδηγητικό ρόλο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού για τη χώρα μας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και τα εθνικά δικαστήρια, έχει συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής νομικής ταυτότητας και στην προώθηση του Κράτους Δικαίου.
Η ενσωμάτωση της ΕΣΔΑ στην έννομη τάξη μας είναι σύστοιχη με την εξέλιξη της δημοκρατίας στον τόπο μας. Κατά την αρχική περίοδο εφαρμογής της από τον κυρωτικό νόμο 2329/1953, μέχρι την δικτατορία, η επίδραση της υπήρξε περιορισμένη, καθώς έμοιαζε, όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Φ. Βεγλερής με «…νησίδα ακατοίκητη μέσα σ’ ένα αρχιπέλαγος νόμων επίμονα, συστηματικά και μόνιμα ασυμβίβαστων προς το γράμμα και το πνεύμα της».
Την περίοδο της δικτατορίας οι προσφυγές των σκανδιναβικών κρατών και της Ολλανδίας κατά της Ελλάδας, οδήγησαν την τελευταία να αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης προκειμένου να μην εκδιωχθεί από αυτό, ως συνέπεια της βέβαιης αποδοχής, από το ΕΔΔΑ, των πιο πάνω προσφυγών, πιστοποιώντας έτσι την απόλυτη ρήξη του χουντικού καθεστώτος με το κράτος δικαίου και τη δημοκρατική Ευρώπη.
Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, η ΕΣΔΑ κυρώθηκε εκ νέου με το ν. 53/1974, ενώ κομβική υπήρξε η υιοθέτηση, το 1985, της ατομικής προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ.
Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα, υπό την καθοριστική συμβολή της Σύμβασης, εγκαινιάστηκε η πλέον σημαντική περίοδος του σύγχρονου συνταγματισμού και του κράτους δικαίου, με πρώτιστη αξία τον άνθρωπο και τη δικαιοσύνη. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η νομολογία του ΕΔΔΑ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού δικαίου. Παρά ταύτα, με βάση στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα το 2023, έχουν εκδοθεί 1.082 αποφάσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, εκ των οποίων οι 969 διαπιστώνουν παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ. Οι καταδίκες της χώρας, σε πλείονα πεδία, από την αστυνομική βία και τις συνθήκες ζωής και εργασίας των προσφύγων και μεταναστών, μέχρι την ελευθερία της έκφρασης και την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, κατέδειξαν τις ανεπάρκειες και αβελτηρίες της καθ’ ημάς έννομης προστασίας και σε πολλές περιπτώσεις αποτέλεσαν εφαλτήριο θεσμικών αλλαγών. Ταυτόχρονα, η προσφυγή στο ΕΔΔΑ αποτέλεσε ένα ultimum refugium για τον θιγόμενο, ο οποίος πέραν της δίκαιης ικανοποίησης που μπορεί να επιδικάσει το δικαστήριο, πλέον έχει τη δυνατότητα, να επιτύχει την επανάληψη της διαδικασίας, όταν τούτο επιβάλλεται για τη συμμόρφωση προς την απόφαση του Δικαστηρίου.
Ως δικηγορικό σώμα επικαλούμαστε με συνέπεια την ΕΣΔΑ στο πλαίσιο των δράσεων και θεσμικών παρεμβάσεών μας.
Εάν έπρεπε, όμως, να απομονώσουμε μια κατηγορία παραβιάσεων της Ελλάδος, που καταγιγνώσκονται επίμονα από το ΕΔΔΑ, χωρίς να γίνονται απαιτούμενα βήματα συμμόρφωσης από την πλευρά της χώρας μας, αυτή είναι η βραδεία απονομή της δικαιοσύνης. Η χώρα μας κατέχει το θλιβερό προνόμιο να βρίσκεται στην τρίτη χειρότερη θέση όσον αφορά τις καταδίκες για παραβίαση του «εύλογου χρόνου» απονομής της δικαιοσύνης, μετά την Ιταλία και την Τουρκία.
Μάλιστα, το ΕΔΔΑ με πιλοτικές αποφάσεις του έκρινε ότι οι μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων [απόφαση Γλύκαντζη της 30.10.2012], των ποινικών δικαστηρίων [απόφαση Μιχελιουδάκη της 3.4.2012] και των διοικητικών δικαστηρίων [απόφαση Αθανασίου της 21.12.2010] δεν αποτελούν απλώς παράβαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ, δηλαδή του δικαιώματος για δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογη προθεσμία και του δικαιώματος για ουσιαστική επανόρθωση, αλλά αποκαλύπτουν παράλληλα την ύπαρξη σοβαρού προβλήματος συστημικού χαρακτήρα.
Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα πάνω από μια δεκαετία μετά τις πρώτες αποφάσεις του ΕΔΔΑ, παραμένουμε «πρωταθλήτρια» χώρα σε καθυστερήσεις στην Ευρώπη.
Η προ ημερών δημοσιευθείσα Έκθεση Αξιολόγησης (2024) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Αποδοτικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) για τα Δικαστικά Συστήματα των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι αποκαλυπτική. Σας διαβάζω ενδεικτικά ορισμένα αριθμητικά μεγέθη για το χρόνο διεκπεραίωσης (σε ημέρες) των υποθέσεων στη χώρα μας, σε αντιδιαστολή προς τη διάμεση τιμή των μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης:
Αστικές υποθέσεις:
1ος βαθμός: 746 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 239)
2ος βαθμός: 422 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 200)
Ανώτατο Δικαστήριο: Μη διαθέσιμο (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 152)
Ποινικές υποθέσεις:
1ος βαθμός: 223 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 133)
2ος βαθμός: 294 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 110)
Ανώτατο Δικαστήριο: 304 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 101)
Διοικητικές υποθέσεις:
1ος βαθμός: 464 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 292)
2ος βαθμός: 661 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 215)
Ανώτατο Δικαστήριο: 1239 (Διάμεση τιμή Συμβουλίου της Ευρώπης: 234)
Ακόμη πιο ενδιαφέροντα είναι τα συγκριτικά στοιχεία της δεκαετίας 2012-2022. Στην περίοδο αυτή:
- Ο αριθμός νέων υποθέσεων έχει μειωθεί δραματικά: π.χ. από 5,83 εισερχόμενες πολιτικές υποθέσεις 1ου βαθμού ανά 100 κατοίκους το 2012, οι νέες υποθέσεις ανέρχονται πλέον σε μόλις 1,31 ανά 100 κατοίκους.
- Ο αριθμός των δικαστών, στην ίδια περίοδο, έχει αυξηθεί σημαντικά και είναι πολύ υψηλότερος από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά δεδομένα. Ενδεικτικά, ενώ το 2012 στην Ελλάδα υπηρετούσαν 23,3 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, το 2022 υπηρετούν 37,3 δικαστές ανά 100.000 κατοίκους, τη στιγμή που η διάμεση τιμή στα ευρωπαϊκά κράτη είναι 17,6
- Το δεδομένο όμως στο οποίο πρέπει, νομίζω εστιάσουμε περισσότερο είναι το clearance rate, δηλ. ο λόγος των διεπεραιωθεισών υποθέσεων προς τις εισερχόμενες υποθέσεις (που εκφράζεται ως ποσοστό %). Όταν το clearance rate είναι πάνω 100%, αυτό σημαίνει ότι το δικαστικό σύστημα διεκπεραιώνει περισσότερες υποθέσεις από όσες εισέρευσαν και άρα ο όγκος συσσωρευμένων υποθέσεων μειώνεται, επιφέροντας επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης. Αντίθετα, όταν το clearance rate είναι μικρότερο από 100%, το δικαστικό σύστημα διεκπεραιώνει λιγότερες υποθέσεις από όσες εισέρευσαν, με αποτέλεσμα ο όγκος συσσωρευμένων υποθέσεων να αυξάνεται και να παρατηρείται επιβράδυνση. Στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι οι εισερχόμενες υποθέσεις μειώνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί αυξάνονται, ο ρυθμός διεκπεραίωσης των υποθέσεων (clearance rate), τόσο στις αστικές, όσο και στις ποινικές υποθέσεις υπολείπεται του 100% (αστικές υποθέσεις: 1ος βαθμός: 93%, 2ος βαθμός: 79%· ποινικές υποθέσεις: 1ος βαθμός: 70%, 2ος βαθμός: 64%) με αποτέλεσμα ο όγκος των εκκρεμών υποθέσεων να αυξάνεται και η απονομή της δικαιοσύνης να επιβραδύνεται. Υπέρβαση του 100% παρατηρείται μόνο στη διοικητική δικαιοσύνη (1ος βαθμός: 127%· 2ος βαθμός: 107%· Ανώτατο Δικαστήριο: 115%).
Τα συμπεράσματα αυτά ενισχύονται έτι περαιτέρω από την ανάλυση των πλέον πρόσφατων στατιστικών στοιχείων του Πρωτοδικείου Αθηνών, που μας γνωστοποιήθηκαν μόλις χθες. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι παρατηρείται δραματική μείωση τόσο στον αριθμό των κατατεθειμένων δικογράφων όσο και στις εκδοθείσες αποφάσεις μεταξύ 2010 και 2023.
Συγκεκριμένα, ενώ το 2010 κατατέθηκαν 224.391 δικόγραφα, το 2023 ο αριθμός συρρικνώθηκε σε 102.285, σημειώνοντας μείωση 54,42% (122.106 λιγότερα δικόγραφα). Σημειωτέον ότι η πτώση αυτή είναι προϊούσα όλα τα ενδιάμεσα έτη (2010-2023), με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται μια σταθερά φθίνουσα πορεία στην κατάθεση των δικογράφων τα τελευταία 13 χρόνια (αυτονόητο είναι ότι παρατηρείται ακόμα μεγαλύτερη πτώση το 2016, οπότε οι δικηγόροι απείχαμε σχεδόν καθολικά λόγω του ασφαλιστικού, και το 2020-21 που ήταν χρονιές covid). Η δραστική αυτή μείωση των κατατιθέμενων δικογράφων καταρρίπτει τον προσφάτως διατυπωθέντα ισχυρισμό ότι οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης οφείλονται δήθεν στον υπερπληθυσμό των δικηγόρων και στη τάση να δημιουργούν εξ αυτού πληθώρα υποθέσεων.
Ενώ, όμως, θα αναμέναμε η μείωση του αριθμού των νέων υποθέσεων να οδηγήσει σε επιτάχυνση, εντούτοις συνοδεύτηκε από μείωση των εκδοθεισών αποφάσεων! Συγκρίνοντας το συνολικό αριθμό των εκδοθεισών αποφάσεων, παρατηρούμε ότι από 133.440 αποφάσεις το 2010, φτάσαμε σε μόλις 56.860 το 2023, δηλαδή 76.580 λιγότερες αποφάσεις, που αντιστοιχεί σε μείωση 57,39%. Για να έχουμε ακριβέστερη εικόνα της κατάστασης, μάλιστα, πρέπει να αφαιρέσουμε από τις αποφάσεις τις διαταγές πληρωμής (9.472 το 2023) και τις συναινετικές προσημειώσεις (9.388 το 2023), καθώς η έκδοσή τους είναι σχεδόν μηχανιστική – ειδικά δε οι συναινετικές προσημειώσεις πλέον εκδίδονται από δικηγόρους και δεν επιβαρύνουν το δικαστικό σύστημα. Μετά από αυτή την αφαίρεση, η εικόνα είναι ακόμη πιο ανησυχητική: από τις συνολικά 56.860 αποφάσεις του 2023, μόνο 38.000 αφορούν ουσιαστική δικαιοδοτική κρίση.
Τα στοιχεία αυτά εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, καθώς όσο εμπλουτίζονται τα στατιστικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, τόσο επιβεβαιώνεται αυτό που οι νομικοί της πράξης γνωρίζουμε βιωματικά από την καθημερινή μας τριβή με τη δικαστηριακή πραγματικότητα: η ελληνική δικαιοσύνη βρίσκεται σε αποδρομή.
Η ταχύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί μία παράμετρο που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον ο δικαστής, αλλά όλα τα όργανα του κράτους, στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει το ΕΔΔΑ (απόφαση Panju της 28.10.2014), δεν εμπίπτει σ’ αυτό να αναζητήσει σε ποια Αρχή θα αποδώσει την παρατηρούμενη υπέρβαση του ευλόγου χρόνου, διότι, σε όλες τις περιπτώσεις, το κράτος είναι αυτό που ευθύνεται. Η ταχύτητα θα πρέπει να συμβαδίζει με την ποιότητα, την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Συνεπώς, πρέπει να συστρατευθούν όλοι οι παράγοντες που συνδιαμορφώνουν και συγκαθορίζουν την απονομή της δικαιοσύνης, για την πολυπόθητη επιτάχυνση. Αυτό αφορά εξίσου το νομοθέτη, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, τις διοικήσεις των δικαστηρίων, και φυσικά κάθε δικαστή ατομικά στο πεδίο της ατομικής του ευθύνης και αρμοδιότητας.
Λύσεις υπάρχουν και τις έχουμε προτείνει. Αναφέρω ενδεικτικά μια πρότασή μας που ήδη εφαρμόζεται με επιτυχία: Τη μεταφορά δικαστηριακής ύλης σε δικηγόρους (μια από τις λίγες διαχρονικά προτάσεις μας που έγιναν δεκτές από την πολιτεία). Τα αποτελέσματα είναι ήδη ενθαρρυντικά, καθώς έχουν ανατεθεί σε δικηγόρους πάνω από 10.000 φακέλους, οι οποίοι διεκπεραιώνονται επιτυχώς στο προβλεπόμενο από το νόμο συντομότατο χρονικό διάστημα.
Υπάρχουν όμως ορισμένα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν οριζόντια, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα των καθυστερήσεων, για το οποίο κατά σύστημα καταδικάζεται η χώρα από το Δικαστήριο του Στρασβούργου.
Το πρώτο αφορά την έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Είναι ανάγκη να επικροτείται η προσπάθεια των πολλών ευσυνείδητων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και να απομονώνονται εκείνοι που συνιστούν οπισθέλκουσα δύναμη για την πρόοδο της δικαιοσύνης. Οι αποφάσεις αποπομπής καθυστερούντων δικαστικών λειτουργών ήταν σημαντικές, δεν φαίνεται όμως να έχει υπάρξει συνέπεια και συνέχεια στην αντιμετώπιση παρόμοιων φαινομένων. Ζητούμενο δεν είναι η τιμωρία εκείνων που εμφανίζουν υστέρηση, αλλά πρωτίστως η γενική πρόληψη και η εμπέδωση κλίματος επιδοκιμασίας της εργατικότητας και της ευσυνειδησίας.
Το δεύτερο αφορά στην ανάγκη νομοθετικής πρόβλεψης του αριθμού των υποθέσεων προς χρέωση σε δικαστές, αντί του καθορισμού των χρεώσεων και του χρόνου διεκπεραίωσης με αποφάσεις της Ολομέλειας των δικαστηρίων. Δεν είναι δυνατό υπό το πρίσμα του χαρακτηρισμού των προθεσμιών ως ενδεικτικών να οδηγούμαστε σε φαινόμενα αρνησιδικίας και φαλκίδευσης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των πολιτών. Eίναι, δε, ψευδεπίγραφη η επίκληση του αυτοδιοίκητου, όταν αφορά ένα ζήτημα τόσο κομβικό για την απονομή της δικαιοσύνης. Το αυτοδιοίκητο βρίσκει τα όριά του στη συνταγματική επιταγή δικαστικής προστασίας των Ελλήνων πολιτών, στο όνομα των οποίων, και μόνον, απονέμεται η Δικαιοσύνη.
Το τρίτο αφορά την κάλυψη των τεράστιων οργανικών κενών δικαστικών υπαλλήλων, που, παρά τα βήματα που έγιναν με τις πρόσφατες προσλήψεις, εξακολουθεί να ταλανίζει τα δικαστήρια, και κυρίως το πρωτοδικείο της Αθήνας. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την Έκθεση του CEPEJ που προανέφερα, το 2022 στην Ελλάδα είχαμε 44,7 δικαστικούς υπαλλήλους ανά 100.000 κατοίκους, ενώ η Διάμεση τιμή των χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι 57,9.
Εκτός από το θέμα της επιτάχυνσης, οφείλουμε να σταθούμε με την ίδια προσοχή και στο θέμα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ιδίως υπό τη μορφή της πραγματικής -de facto- ανεξαρτησίας. Δεν μπορούμε να παριστάνουμε ότι δεν βλέπουμε τον ομφάλιο λώρο μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, που διατηρείται όχι μόνο με το διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την Κυβέρνηση (που προβλέπεται θεσμικά), αλλά πρωτίστως με την παγιωμένη, απαράδεκτη πρακτική της τοποθέτησης αφυπηρετούντων δικαστών σε δημόσιες, αμειβόμενες, θέσεις σε Ανεξάρτητες Αρχές και άλλες θέσεις του Δημόσιου Τομέα, και μάλιστα αμέσως μετά την αφυπηρέτησή τους.
Η πρωταρχική ευθύνη εφαρμογής της ΕΣΔΑ και των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων που προστατεύονται από αυτήν ανήκει στις εθνικές αρχές: στη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία.
Εμείς, το δικηγορικό σώμα, που είμαστε η φωνή του πολίτη μπροστά στο δικαστικό Λεβιάθαν, έχουμε χρέος να θέτουμε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Αυτό πράττουμε και θα συνεχίσουμε να πράττουμε, πιστοί στη θεσμική μας αποστολή με συγκεκριμένες παρεμβάσεις και προτάσεις για την αντιμετώπιση των παθογενειών που βιώνουμε, έχοντας ως σταθερό σημείο αναφοράς το κεκτημένο της ΕΣΔΑ και της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Θα συνεχίσουμε να κρατάμε ζωντανό τον δημόσιο διάλογο για τα ζέοντα αυτά θέματα, που είναι υπαρξιακά για τη δικαιοσύνη και την απονομή της, υπηρετώντας την αποστολή μας και τιμώντας την ιστορία και τους αγώνες του σώματος για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία.
Σας ευχαριστώ».