Υπάλληλος που υπηρετούσε μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012, ως Προϊστάμενος στο Τμήμα Διοικητικής Οργάνωσης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, έχασε την ζωή του εξαιτίας επαγγελματικού στρες. Ως εκ τούτου, ο γιος του κάνοντας χρήση των διατάξεων για την εισαγωγή του στο Δημόσιο «είδε» το αίτημά του να απορρίπτεται, με αποτέλεσμα η υπόθεση να φτάσει στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.
Είναι κοινός τόπος ότι η περίοδος των πρώτων ετών της οικονομικής κρίσης ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένη και τεταμένη για όλους, αλλά και για τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα και τη δημόσια διοίκηση, η οποία είχε τεθεί εξαρχής στο επίκεντρο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ο ίδιος γνώριζε σε βάθος το αντικείμενό του, δεχόταν εντούτοις επαγγελματική πίεση από τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα των μνημονιακών απαιτήσεων που αφορούσαν τροποποιήσεις στους οργανισμούς του Υπουργείου και των αποκεντρωμένων υπηρεσιών του, καθώς και από περικοπές μισθών, υπηρεσιών, θέσεων εργασίας και απολύσεις. Τον Ιανουάριο του 2013 εισήλθε στο Νοσοκομείο «Άγιοι Ανάργυροι», πάσχοντας από αδενοκαρκίνωμα παγκρέατος με μεταστάσεις, όπου και απεβίωσε στις 21 Μαρτίου 2013.
Εν συνεχεία, ο γιος του θανόντος υπαλλήλου, κάνοντας χρήση των διατάξεων οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα σε μέλος της οικογένειας του προσώπου που έχασε τη ζωή του κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων να διοριστεί σε κενή αντίστοιχη οργανική θέση, δεν εισήχθη στο Δημόσιο, με αποτέλεσμα η υπόθεση να καταλήξει στη Δικαιοσύνη.
Το πόρισμα της Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης
Με τον θάνατο του υπαλλήλου, διεξήχθη Ένορκη Διοικητική Εξέταση, με την οποία επιβεβαιώθηκε ότι θάνατος του πατέρα του αιτούντος συνδέεται αιτιωδώς με την εκτέλεση της υπηρεσίας, λόγω της πίεσης και των ψυχολογικών επιπτώσεων που του προκαλούσε η συγκεκριμένη θέση κατά την περίοδο των μνημονίων. Η θέση του ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται τόσο η ψυχική όσο και η σωματική του υγεία. Περαιτέρω, οι μαρτυρίες επιβεβαίωσαν ότι η πίεση από τις μεταρρυθμίσεις, οι περικοπές μισθών και η ανασφάλεια που επικρατούσε τότε συνέβαλαν στην επιδείνωση της κατάστασής του. Η πίεση, όπως τονίστηκε, προερχόταν από τα ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα των μνημονιακών απαιτήσεων που αφορούσαν τροποποιήσεις στους οργανισμούς του Υπουργείου και των αποκεντρωμένων υπηρεσιών του. Αυτές οι συνθήκες δημιούργησαν άγχος, φόβο και ανασφάλεια στους υπαλλήλους, και ιδιαίτερα στον θανόντα, ο οποίος είχε την ευθύνη ως επικεφαλής τμήματος να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις αυτές. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε, υποστήριζε τη βαριά άρρωστη σύζυγό του και τα παιδιά του, που διένυαν την εφηβεία, γεγονός που λειτουργούσε επίσης επιβαρυντικά για την υγεία του.
Το «τείχος» του Υπουργείου που κατέρριψε το Διοικητικό Εφετείο
Το Υπουργείο, ωστόσο, από την άλλη έκρινε ότι η Ένορκη Διοικητική Εξέταση περιλάμβανε απλές αναφορές στις εργασιακές συνθήκες και μαρτυρίες που στηρίζονταν σε αξιολογικές κρίσεις. Επίσης, το πόρισμα ανέφερε πως, παρόλο που το στρες μπορεί να αποτελεί παράγοντα επιδείνωσης σε περιπτώσεις καρκίνου, δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του θανάτου και της εκτέλεσης της υπηρεσίας. Περαιτέρω, επισημάνθηκε πως κάθε θάνατος δημοσίου υπαλλήλου δεν σημαίνει αυτομάτως ότι επήλθε εξαιτίας της εργασίας του. Η Διοίκηση θεώρησε, συνεπώς, ότι ο θάνατος του υπαλλήλου δεν αποδεικνύεται επαρκώς πως συνδέεται αιτιωδώς με την εκτέλεση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, διότι οι μαρτυρίες και τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν υποδεικνύουν την επιδείνωση της υγείας αποκλειστικά λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων, απορρίπτοντας την αίτηση διορισμού.
Παρόλα αυτά, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, πλειοψηφώντας, συμφώνησε ότι η ΕΔΕ είχε καταλήξει πως ο θάνατος επήλθε λόγω της εκτέλεσης της υπηρεσίας, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι η επαγγελματική πίεση είχε άμεση και στενή σύνδεση με την επιδείνωση της υγείας του εκλιπόντος, ο οποίος ως επικεφαλής τμήματος διαχειριζόταν σημαντικές οργανωτικές αλλαγές σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο και δύσκολο για τα δεδομένα της εποχής περιβάλλον. Η Διοίκηση, όμως, όπως τόνισε το Διοικητικό Εφετείο, αγνόησε αυτή την αιτιώδη σύνδεση, χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την άρνηση του διορισμού, με αποτέλεσμα να αναπέμψει την υπόθεση πίσω σε αυτήν.