Ισχύει από το 1931. Κοντοζυγώνει όμως η στιγμή που το τέλος χαρτοσήμου θα δώσει τη θέση του σε πλείστες όσες περιπτώσεις στο Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής, στις αρχές Δεκεμβρίου. Όχημα για το Ψηφιακό Τέλος είναι ο νόμος 5135/2024, που αλλάζει το παρωχημένο πλαίσιο φορολογικής νομοθεσίας, θεσπισμένο περίπου έναν αιώνα πριν, απέναντι σε διαφορετικές ανάγκες και απαιτήσεις. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου «καθεστώτος»; Υπάρχουν θολά σημεία και εννοιολογικές διαφορές; Τι συμβαίνει με τις αμοιβές;
Το NB Daily, αφουγκραζόμενο την επιχειρηματική αγορά, αφιερώνει το πρώτο θέμα του στη μετάβαση, πτυχή της εγχώριας οικονομίας, δίνοντας βήμα σε δυο διακεκριμένους συνεργάτες της Νομικής Βιβλιοθήκης, τον Φωτοδότη Μάλαμα, Εταίρο στη Δικηγορική Εταιρεία ΜΠΕΡΝΙΤΣΑΣ και τον Νίκο Σγουρινάκη, Λογιστή – Φοροτεχνικό.
Φωτοδότης Μάλαμας
Ενώ πλησιάζει ο χρόνος εφαρμογής του ψηφιακού τέλους συναλλαγής (1.12.2024), και δεν έχει εκδοθεί ακόμη η σχετική ερμηνευτική εγκύκλιος, αναπτύσσονται προβληματισμοί σχετικά με την εφαρμογή του νόμου
Με το Ν 5135/2024 εισάγεται στην φορολογική νομοθεσία το ψηφιακό τέλος συναλλαγής, το οποίο από την 1η Δεκεμβρίου 2024 θα αντικαταστήσει έπειτα από περίπου 100 έτη, το τέλος χαρτοσήμου. Κατά τη γνώμη μας ο νέος φόρος αποτελεί τη σύγχρονη εκδοχή του τέλους χαρτοσήμου, με αρκετές πάντως διαφορές αλλά και ομοιότητες που δεν διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, η νομοθετική αυτή εξέλιξη ήταν αναγκαία καθώς στην ψηφιακή εποχή η χρήση της έγχαρτης μορφής συμβάσεων, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα έχει μειωθεί σημαντικά και έχει αντικατασταθεί από την ψηφιακή μορφή των εγγράφων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Ν 5135/2024 δεν υιοθετεί πλέον την αρχή της εδαφικότητας ως βασικό κριτήριο για την επιβολή του ψηφιακού τέλους συναλλαγών. Αντίθετα, κρίσιμο ρόλο παίζει πλέον η φορολογική κατοικία ενός εκ των συμβαλλομένων. Αρκεί ο φορολογούμενος να έχει φορολογική κατοικία, έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα προκειμένου να υπαχθεί η συναλλαγή (από τις περιοριστικά αναφερόμενες στο Ν 5135/2024) στο ψηφιακό τέλος συναλλαγής.
Εν τούτοις, από τη γραμματική διατύπωση του νόμου ανακύπτουν θέματα τα οποία χρήζουν διευκρίνισης. Η έλλειψη κατευθυντήριας εγκυκλίου ενώ πλησιάζει ο χρόνος εφαρμογής του ψηφιακού τέλους συναλλαγής (1.12.2024) δεν συμβάλλει στην επίλυση των όποιων ερμηνευτικών θεμάτων. Ελπίζοντας ότι θα εκδοθεί σύντομα η σχετική εγκύκλιος παρατίθενται ορισμένοι προβληματισμοί σχετικά με την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας.
(1) Στο άρθρο 29 του ως άνω νόμου (το οποίο ρυθμίζει την επιβολή του ψηφιακού τέλους συναλλαγής κατά την έκδοση απογράφου), ορίζεται ότι ψηφιακό τέλος συναλλαγής επιβάλλεται επί της έκδοσης απογράφου και υπολογίζεται επί του επιδικαζόμενου ποσού με συντελεστή 3,6% για τους τόκους που απορρέουν από διαφορές από ομόλογο. Στο ίδιο όμως άρθρο προβλέπεται ότι με συντελεστή 2,4% υπολογίζεται το ψηφιακό τέλος συναλλαγής για τους τόκους που απορρέουν από διαφορές από εμπορικά ομόλογα.
Φρονούμε ότι θα πρέπει να διευκρινισθεί ποια είναι η εννοιολογική διαφορά ανάμεσα στο ομόλογο και το εμπορικό ομόλογο, καθώς αλλάζει ο συντελεστής του ψηφιακού τέλους συναλλαγής (και κυρίως εάν υπάρχει πρακτική διαφορά).
(2) Ενώ προβλέπεται η επιβολή του ψηφιακού τέλους συναλλαγής επί του απογράφου, δεν διευκρινίζεται (α) εάν αυτό είναι ανεξάρτητο από το εάν η ίδια η συναλλαγή υπόκειται σε ψηφιακό τέλος συναλλαγής και (β) εάν αφαιρείται το τυχόν καταβληθέν ψηφιακό τέλος επί της συναλλαγής.
(3) Ενώ στο άρθρο 29 προβλέπεται η επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγής κατά την έκδοση απογράφου για τόκους που προκύπτουν από τις εκεί αναφερόμενες διαφορές με συντελεστή 2,4%, στο άρθρο 18 προβλέπεται η επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγής με συντελεστή 3,6% επί των τόκων υπερημερίας, επιδικασθέντων τόκων και τόκων που προκύπτουν από απόγραφα. Λογικά θα πρέπει να διευκρινισθεί το ύψος του συντελεστή που θα εφαρμοσθεί καθώς επίσης και εάν θα υπολογισθεί ψηφιακό τέλος και επί των συμβατικών τόκων.
(4) Προβλέπεται επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγής επί απογράφου για το κεφάλαιο που απορρέει από ασφαλιστικές αποζημιώσεις με συντελεστή 3,6% ενώ οι ασφαλιστικές αποζημιώσεις απαλλάσσονται από το ψηφιακό τέλος συναλλαγής. Θα πρέπει να διευκρινισθεί εάν το ψηφιακό τέλος συναλλαγής επί απογράφου είναι ανεξάρτητο από το ψηφιακό τέλος συναλλαγής επί της ίδιας της συναλλαγής.
(5) Εάν το ψηφιακό τέλος συναλλαγής κατά την έκδοση απογράφου είναι ανεξάρτητο από το ψηφιακό τέλος συναλλαγής επί της ίδιας της συναλλαγής, τότε υπάρχουν περιπτώσεις όπου θα επιβάλλεται δύο φορές ψηφιακό τέλος συναλλαγής. Για παράδειγμα, στους τόκους υπερημερίας, θα επιβληθεί ψηφιακό τέλος συναλλαγής τόσο επί της καταβολής τους όσο και κατά την έκδοση του απογράφου; Σε αυτή την περίπτωση η επιβάρυνση θα ανέλθει είτε σε 3,6%+2,4% είτε σε 3,6%+3,6%.
(6) Όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παρ. 1 περ. γ’, επιβάλλεται ψηφιακό τέλος συναλλαγής σε πράξεις μετατροπής του συνόλου ανεξόφλητης οφειλής που απορρέει από δανειακή σύμβαση (κεφάλαιο και τόκοι) σε νέο δάνειο, εφόσον το αρχικό δάνειο δεν είχε υπαχθεί σε ψηφιακό τέλος συναλλαγής ή είχε νόμιμα απαλλαγεί από αυτό. Η διατύπωση αυτή δημιουργεί προβληματισμό καθώς σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 5 διατηρούνται σε ισχύ οι απαλλακτικές διατάξεις επιβολής τελών χαρτοσήμου ακόμη και εάν δεν προβλέπονται στο Ν 5135/2024. Εάν λοιπόν νομίμως ένα δάνειο είχε απαλλαγεί από το τέλος χαρτοσήμου και τώρα θα μετατραπεί σε νέο δάνειο, θα υπαχθεί σε ψηφιακό τέλος συναλλαγής από τη στιγμή που η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 5 προβλέπει ότι διατηρούνται σε ισχύ οι απαλλαγές που ίσχυαν με βάση τις ρυθμίσεις περί τελών χαρτοσήμου;
(7) Στην περίπτωση των καταθέσεων/αναλήψεων δεν είναι σαφές εάν η υπαγωγή σε ψηφιακό τέλος συναλλαγής καταλαμβάνει συναλλαγές οι οποίες απαλλάσσονται του ψηφιακού τέλους συναλλαγής ή ο εφαρμοζόμενος συντελεστής στην περίπτωση που για την συναλλαγή προβλέπεται διαφορετικός συντελεστής από ότι για την κατάθεση/ανάληψη. Επίσης, δεν διευκρινίζεται εάν οφείλεται ψηφιακό τέλος όταν γίνεται κατάθεση για λογαριασμό τρίτου.
8) Στο άρθρο 32 παρ. 4 εισάγεται η έννοια της υλικής εκτέλεσης της συναλλαγής μετά την έναρξη ισχύος του νόμου (1.12.2024) και θα ήταν χρήσιμο να διευκρινισθεί το τί θεωρείται ως υλική εκτέλεση συναλλαγής.
Οι ανωτέρω προβληματισμοί είναι απλά ενδεικτικοί και λογικά κατά την εφαρμογή του Ν 5135/2024 θα ανακύψουν περαιτέρω ερμηνευτικά θέματα. Εν αναμονή λοιπόν της ερμηνευτικής εγκυκλίου.
Νίκος Σγουρινάκης
Ένας ιδιαίτερος χώρος επιβολής του Ψηφιακού Τέλους Συναλλαγής είναι οι αμοιβές (άρθρο 17), όπως εξάλλου ήταν και επί περιόδου τέλους χαρτοσήμου. Η σχετική διάταξη αναφέρεται σε αμοιβές, οι οποίες προκύπτουν ως αντάλλαγμα για παροχή υπηρεσιών προς εκπλήρωση νόμιμης ή συμβατικής υποχρέωσης και ευρίσκονται εκτός του πλαισίου της εξαρτημένης εργασίας (μη μισθωτοί).
Με τον νόμο 5135/2024 (άρθρα 1 έως και 33), αντικαταστάθηκε το (αναλογικό) τέλος χαρτοσήμου με αντίστοιχο φόρο επί των συναλλαγών και με παράλληλη κατάργηση του απαρχαιωμένου ΠΔ της 28/7/1931 «Περί κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου». Κατά ρητή διατύπωση, καθιερώνεται το Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής, ως ενιαίος φόρος επί των συναλλαγών όπως αυτές απαριθμούνται περιοριστικά στις παραπάνω διατάξεις (άρθρα 7 έως 21), ενώ θα δηλώνεται και θα αποδίδεται, σε κάθε περίπτωση, με ψηφιακό τρόπο.
Σημειώνεται ότι δεν επιβάλλεται το Ψηφιακό Τέλος Συναλλαγής στις πράξεις (παραδόσεις, αυτοπαραδόσεις, παροχές υπηρεσιών) που υπάγονται στον ΦΠΑ, στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα διατάξεων περί Φορολογίας Κληρονομιών (Ν 2961/2001), καθώς και στο πεδίο της φορολογίας Μεταβίβασης Ακινήτων (ΑΝ 1521/1950). Ομοίως και στις περιπτώσεις επιβολής φόρου στην συγκέντρωση κεφαλαίου (Ν 1676/1986).
Ένας ιδιαίτερος χώρος επιβολής του Ψηφιακού Τέλους Συναλλαγής είναι οι αμοιβές (άρθρο 17), όπως εξάλλου ήταν και επί περιόδου τέλους χαρτοσήμου. Η σχετική διάταξη αναφέρεται σε αμοιβές, οι οποίες προκύπτουν ως αντάλλαγμα για παροχή υπηρεσιών προς εκπλήρωση νόμιμης ή συμβατικής υποχρέωσης και ευρίσκονται εκτός του πλαισίου της εξαρτημένης εργασίας (μη μισθωτοί). Οι αμοιβές αυτές καταβάλλονται με τον καθιερωμένο πλέον «τίτλο κτήσης» (παράγραφος 10, άρθρο 8, ΕΛΠ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 39 του Ν 4308/2014, δηλαδή σε φυσικά πρόσωπα που δεν υπόκεινται στις ρυθμίσεις του λογιστικού πλαισίου των ΕΛΠ και, ασφαλώς, για την συγκεκρι-μένη συναλλαγή, δεν έχουν την ιδιότητα του μισθωτού. Οι παραπάνω αμοιβές, που αντιστοιχούν σε χρηματική παροχή, καταβάλλονται από φυσικό πρόσωπο (υποθέτουμε, που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα) και είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας ή από νομικό πρόσωπο, με έδρα επίσης την χώρα μας, εκτός αν η χρηματική παροχή αποδίδεται σε μόνιμη εγκατάσταση νομικού προσώπου στην αλλοδαπή και συνδέεται με την δραστηριότητα της μόνιμης αυτής εγκατάστασης, οπότε εξαιρείται της επιβολής. Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο του φυσικού ή νομικού προσώπου, υπάγεται και η περίπτωση της μόνιμης εγκατάστασης αλλοδαπού προσώπου στην Ελλάδα, που καταβάλει τέτοιες αμοιβές.
Περαιτέρω, στην έννοια της αμοιβής, ως άνω, εμπίπτουν και οι αμοιβές μελών των διοικητικών συμβουλίων των ανωνύμων εταιρειών (ΑΕ), των διαχειριστών εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) και ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών (ΙΚΕ), συνεταιρισμών, σωματείων, συλλόγων, «ακόμη και αν παρέχονται υπό μορφή ποσοστών ή εξόδων κίνησης, καθώς και η επιχειρηματική αμοιβή των ομορρύθμων εταίρων και των κοινωνών». Σε κάθε περίπτωση, το τέλος δεν επιβάλλεται σε ποσά που καταβάλλονται με την μορφή διανομής κερδών. Για την ταυτότητα του λόγου, δεν θα επιβάλλεται και στις καταβολές ποσών, που πραγματοποιούνται ως προκαταβολές έναντι κερδών.
Το ψηφιακό τέλος υπολογίζεται επί του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής, μικτής, εν προκειμένω, από την οποία δεν αφαιρείται το ποσό που ενδέχεται να παρακρατείται ως φόρος εισοδήματος, με τους παρακάτω συντελεστές:
α) 3,60%, στην περίπτωση του τίτλου κτήσης, καθώς και για κάθε άλλη καταβολή αμοιβής και
β) 1,20%, εφόσον πρόκειται για τις αμοιβές μελών εταιρειών κ.λπ. (ως άνω).
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε, ως παρατήρηση, ότι το καταργηθέν αναλογικό τέλος χαρτοσήμου επιβαλλόταν με ακέραιους συντελεστές (1%, 2%, 3%) και επί του ποσού που προέκυπτε, υπολογιζόταν πρόσθετο τέλος υπέρ ΟΓΑ 20%. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι συντελεστές να αναφέρονται στις καθημερινές συναλλαγές ως 1,2%, 2,4% και 3,6%. Ωστόσο, ο υπολογισμός γινόταν διακεκριμένα, υπό την έννοια ότι τα ποσά του πρόσθετου τέλους 20%, μεταβιβάζονταν στον ΟΓΑ. Μετά την ενοποίηση των Ταμείων στον ΕΦΚΑ και την σταδιακή κατάργηση (και) του ΟΓΑ, το ποσοστό 20% επί του χαρτοσήμου εξακολουθούσε να υπολογίζεται και να εισπράττεται, προφανώς υπέρ του ΕΦΚΑ. Ενώ λοιπόν, με τις νέες διατάξεις περί ψηφιακού τέλους συναλλαγών, θα έπρεπε να «κρατηθούν» οι ακέραιοι συντελεστές, αφού αυτοί αναφέρονταν στο ΠΔ της 28/7/1931 «Περί κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου», εν τούτοις, σχηματίζονται νέοι, ούτως ειπείν, συντελεστές, με ενσωματωμένο πλέον το 20%, χωρίς όμως να υπάρχει ΟΓΑ και φυσικά, ουδεμία αναφορά σε ΕΦΚΑ. Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι θα ήταν μια ευκαιρία, στο πλαίσιο των αναγγελλόμενων μεταρρυθμίσεων, να παραμείνουν οι ακέραιοι συντελεστές (1%, 2%, 3%), του προηγούμενου νομοθετήματος, ώστε να υπάρξει μια μικρή έστω ελάφρυνση των εμπλεκομένων στις συναλλαγές του νέου ψηφιακού τέλους. Η Διοίκηση επέλεξε να συνεχίσει να υπάρχει η επιβάρυνση του 20%.
Έστω αμοιβή 800,00 ευρώ που θα καταβληθεί από νομικό πρόσωπο, βάσει σύμβασης, σε συγγραφέα συνταξιούχο, ο οποίος δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα.
Θα έχουμε παρακράτηση φόρου 20% και ψηφιακού τέλους συναλλαγής 3,6%:
800,00 χ 20% | 160,00 |
800,00 χ 3,6% | 28,80 |
Σύνολο κρατήσεων | 188,80 |
Καθαρό ποσό πληρωμής στον δικαιούχο | 611,20 |
Ουσιαστικά, υπολογίζονται δύο φόροι, με συνολικό ποσοστό 23,60%.
Υπόχρεος για την απόδοση του ψηφιακού τέλους είναι ο καταβάλλων την αμοιβή, ο οποίος το παρακρατεί και το αποδίδει κατά τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο χρόνο με τον παρακρατούμενο φόρο εισοδήματος. Η παρακράτηση και η απόδοση γίνονται με αναλογική εφαρμογή των προβλεπομένων στο άρθρο 64 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ήτοι το αργότερο μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την ημερομηνία καταβολής της υποκείμενης σε παρακράτηση πληρωμής. Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση για τον δικαιούχο.