Η ψήφιση του Ν 5108/2024 για τον Νέο Δικαστικό Χάρτη είναι η πιο πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση στον χώρο της Δικαιοσύνης και χαιρετίστηκε ως τομή από την πλευρά της Κυβέρνησης, ενώ κατακρίθηκε ως προχειρογράφημα από την Αντιπολίτευση, αλλά και από σημαντική μερίδα του νομικού κόσμου. Ανεξάρτητα, όμως, από την -αμφίβολη- αποτελεσματικότητά του, το μείζον ζητούμενο της αναγκαίας μεταρρύθμισης της Ελληνικής Δικαιοσύνης είναι πρόβλημα θεσμικό και απαιτεί ριζικές και ουσιαστικές αλλαγές.
Ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης χαρακτήρισε -όχι χωρίς μια ισχυρή δόση υπερβολής- το νομοσχέδιο για την αναδιάρθρωση των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων και του εκσυγχρονισμού του χωροταξικού σχεδιασμού των δικαστικών σχηματισμών της χώρας, το οποίο μετά την ψήφισή του δημοσιεύθηκε ως ο ν. 5108/2024, «τη μεγαλύτερη τομή στην Ελληνική Δικαιοσύνη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους», η οποία εκκρεμούσε «114 χρόνια από τότε που Ελευθέριος Βενιζέλος επιχείρησε να τη νομοθετήσει».
Και ενώ μένει να φανεί εάν θα δικαιωθεί ο κ. Υπουργός ή οι πολυάριθμοι φορείς του νομικού κόσμου της χώρας – δικηγορικοί σύλλογοι, ενώσεις δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων- που εξέφρασαν εντονότατες επιφυλάξεις και ενστάσεις, υποβάλλοντας μάλιστα και σχετικά τεκμηριωμένα υπομνήματα κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στο Κοινοβούλιο, οι θεράποντες της Θέμιδας και οι πολίτες που έχουν ανοικτές δικαστικές υποθέσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν μια πολύ συγκεκριμένη πραγματικότητα, η οποία -θα συνομολογούσαν άπαντες- πόρρω απέχει από τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές και τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν θέλει να παραγνωρίσει ή να υποτιμήσει την πρόοδο που έχει γίνει τα τελευταία δέκα, τουλάχιστον, έτη σε επιμέρους τομείς, όπως λόγου χάρη στην ψηφιοποίηση μέρους των δικαστηριακών διαδικασιών. Αλλά, να επισημάνει το προφανές: η βελτίωση της θέσης της χώρας στην ευρωπαϊκή κατάταξη για την ποιότητα και την ταχύτητα της απονομής Δικαιοσύνης απαιτεί ολοκληρωμένες παρεμβάσεις, όχι αποσπασματικές επιμέρους βελτιώσεις.
Πράγματι, η Δικαιοσύνη στη χώρα μας χρειάζεται στήριξη και αναβάθμιση. Όμως, αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με δικαστές που διαθέτουν όλα τα σύγχρονα μέσα, με περισσότερους και άριστα καταρτισμένους δικαστικούς υπαλλήλους που θα υποστηρίζουν το έργο τους, με περισσότερα τεχνολογικά εργαλεία και με καλύτερες, σύγχρονες κτηριακές και ψηφιακές υποδομές.
Με άλλη διατύπωση, επιτυγχάνεται με μια γενναία επένδυση στον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης που έχει και μια βαρύνουσα χρηματοδοτική πτυχή.
Ωστόσο, το αληθές μέγα ζητούμενο για τους νομικούς της χώρας, αλλά κυρίως για τους πολίτες της, δηλαδή, η ευνομία και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, είναι, σε τελική ανάλυση, αρκετά βαθύτερο και απαιτεί βαθιές και τολμηρές τομές, πολύ πέρα από την όποια χωροταξική αναδιάρθρωση ή τεχνολογική αναβάθμιση των λειτουργιών της -που έχουν, ασφαλώς και αυτές τη διόλου ευκαταφρόνητη σημασία τους.
Δύο σχετικά πρόσφατα παραδείγματα δίνουν -και πάλι- αφορμή για έντονο προβληματισμό: Το πρώτο είναι η αποκάλυψη από έγκυρη ιστοσελίδα ερευνητικής δημοσιογραφίας -που ουδέποτε διαψεύστηκε επίσημα- ότι οι δικαστικοί που ερευνούσαν τη διαβόητη υπόθεση των παράνομων παρακολουθήσεων μέσω κατασκοπευτικού λογισμικού είχαν στα χέρια τους ήδη από τις αρχές του 2023 τα πραγματικά στοιχεία ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων, που εμπλέκονταν στην αποστολή των μολυσμένων SMS στα θύματα, αλλά δεν κάλεσαν τα πρόσωπα αυτά να καταθέσουν. Εν συνεχεία, ως γνωστόν, η υπόθεση έκλεισε με την αρχειοθέτησή της από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως προς το σκέλος που αφορά την όποια εμπλοκή της ΕΥΠ και της Κυβέρνησης με τις παράνομες παρακολουθήσεις.
Το δεύτερο, επαναφέρει με τραγικό τρόπο στην επικαιρότητα την υπόθεση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών και τις σκιές για απόπειρα συγκάλυψης των ακριβών συνθηκών υπό τις οποίες συντελέστηκε. Είναι αληθινά δύσκολο να δεχθεί κανείς τις όποιες διαβεβαιώσεις ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις, μείζονος σημασίας για την ουσία της λαϊκής κυριαρχίας στη χώρα, για τη λογοδοσία της εξουσίας στους πολίτες και για τη διαφάνεια, η Δικαιοσύνη ανταποκρίθηκε μέχρι σήμερα άψογα στο συνταγματικό της καθήκον.
Η αληθινή ανεξαρτησία, η θεσμική θωράκιση, η αμεροληψία και, σε τελική ανάλυση, ο σεβασμός του κύρους της Δικαιοσύνης, όχι μόνο από την Εκτελεστική Εξουσία, αλλά και από αυτήν την ίδια τη Δικαιοσύνη, συνιστούν τις απολύτως ελάχιστες προϋποθέσεις για την ευρυθμία του πολιτεύματος και την κοινωνική ειρήνη. Από κοινού με την ελευθερία του λόγου και την ελευθερία του Τύπου, είναι απαράβατοι όροι του Κοινωνικού Συμβολαίου εδώ και αιώνες, από την εποχή του Διαφωτισμού και των μεγάλων Επαναστάσεων, Αμερικανικής και Γαλλικής.
Δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες, λοιπόν, όσοι θέλουν να επιμένουν, σε πείσμα όλων των περί του αντιθέτου ενδείξεων, ότι όλα βαίνουν καλώς στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας και ότι εκείνοι που επισημαίνουν τις θεσμικές ατέλειες και ελλείψεις της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα υπηρετούν το αφήγημα ενός κάποιου «λαϊκισμού» και δεν επιδεικνύουν τον δέοντα σεβασμό στον θεσμό. Το αντίθετο συμβαίνει, στην πραγματικότητα. Η Δικαιοσύνη υπονομεύεται όσο τα πολύ πραγματικά και πιεστικά της προβλήματα κρύβονται κάτω από το χαλί, αντί να αντιμετωπίζονται με τόλμη και παρρησία. Αυτό είναι που ρίχνει νερό στο μύλο των κάθε λογής λαϊκιστών.
Επομένως, είναι καιρός να γίνει επιτέλους αυτή η ανοιχτή συζήτηση, με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων, με νηφαλιότητα, επιστημονική αρτιότητα, μακριά από φωνασκίες και στείρο καταγγελτικό λόγο. Κατά την άποψη του γράφοντος, δύο βασικές παράμετροι για την ουσιαστική ανασυγκρότηση της Δικαιοσύνης είναι ο πλήρης και οριστικός απογαλακτισμός της από την Εκτελεστική Εξουσία, ιδίως όσον αφορά στην επιλογή της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, και η αυτορρύθμισή της από το ίδιο το Σώμα των Ελλήνων Δικαστών.
Το οποίο, πανθομολογούμενα, αποτελείται στη συντριπτική του πλειοψηφία από εξαίρετους δικαστικούς, τόσο από την άποψη της κατάρτισης, όσο και του ήθους. Ας τους δώσει, λοιπόν, η Πολιτεία την υλικοτεχνική και τεχνολογική υποδομή, τα μέσα, αλλά κυρίως τα θεσμικά εργαλεία, ώστε να επιτελέσουν το καίριο έργο τους.
* Ο κ. Γιάννης Γούναρης είναι δικηγόρος Αθηνών, LLM LSE, διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ.