Ο έμπειρος νομικός – δημοσιογράφος Αντώνης Παπαγιαννίδης φωτίζει τη συζήτηση «Καλή Νομοθέτηση και Απονομή Δικαιοσύνης ως Παράμετροι Ανάπτυξης», που πραγματοποιήθηκε στο συνέδριο «Invest in Greece».
Αυτονόητα ένα συνέδριο, όπως το χθεσινό «Invest in Greece: Κίνητρα, Μηχανισμοί και Εργαλεία Ανάπτυξης» έχει νομική διάσταση. Ακριβέστερα: νομικές διαστάσεις, σε πληθυντικό. Από τις διαδοχικές αναφορές στην ανάγκη να αντιμετωπισθεί η βραδύτητα στην απονομή της δικαιοσύνης, ή πάλι στην σημασία της πολυνομίας/κακονομίας για την διατήρηση της γραφειοκρατίας, ή ακόμη και η διάσταση απρόβλεπτου/capriciousness των δικαστικών ή και διοικητικών αποφάσεων, το θέμα επανέρχεται σχεδόν κουραστικά. Μέχρι και στην περιβόητη εργαλειοθήκη/toolbox του ΟΟΣΑ είχε σημαντική θέση, ενώ στις διαδοχικές φάσεις των αλήστου μνήμης Μνημονίων φιλοξενήθηκε εμφατικά. «Το κατεξοχήν αντικίνητρο για επενδύσεις», είχε σχολιάσει την πικρή εκείνη περίοδο ως Πρωθυπουργός ο Λουκάς Παπαδήμος.
Όμως η θέση που επεφύλαξε η χθεσινή διοργάνωση της Νομικής Βιβλιοθήκης ειδικά/στοχευμένα σ’ ένα πάνελ με την θεματική «Καλή Νομοθέτηση και Απονομή Δικαιοσύνης ως Παράμετροι Ανάπτυξης» ξεπέρασε τις προσδοκίες. Δείτε:
Είχε ήδη ενδιαφέρον η εισαγωγική παρατήρηση του Παν. Αλεξανδρή, ο οποίος ως Γ.Γ. Δικαιοσύνης – Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέλαβε να συντονίσει το σχετικό πάνελ, ότι η ευγενικά επανερχόμενη αυτή συζήτηση για τα προβλήματα στην απονομή της δικαιοσύνης φέρνει στον νου την μέρα της μαρμότας. Κι αν αυτή η παρατήρηση μπορεί να θεωρηθεί πρωτότυπη μόνο ως προς την διατύπωσή της, ο Π. Αλεξανδρής της έδωσε υπόσταση παραπέμποντας στην καταγραφή του Νικολάου Δημητρακόπουλου σχετικά με τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης και στην έλλειψη ασφαλείας δικαίου, που υπονομεύουν τις συναλλαγές κλπ. Για να μην δημιουργούμε σασπένς, ο μεν «μυθικός ανορθωτής του δικηγορικού λειτουργήματος» Ν. Δημητρακόπουλος υπήρξε υπουργός Δικαιοσύνης του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο δε χρόνος της παρατήρησης ήταν το έτος 1911.
«Πού να ΜΗΝ επενδύετε»
Με απόσταση κάποιων λεπτών, ο δεύτερος των συζητητών του πάνελ Αριστείδης Χατζής πήγε ακόμη πιο πίσω – στον 19ο αιώνα και σε κείμενα του Παύλου Καλλιγά , νομικού, ιστορικού, Διοικητή της Εθνικής, Προέδρου της Βουλής και λογοτέχνη – όπου αφθονούν οι αναφορές σε καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, πλην και η μνεία περιπτώσεων διαφθοράς, διανθιζόμενες με παρατηρήσεις για τις (τότε) αντιστάσεις σε κάθε προσπάθεια αλλαγής, με τις ρίζες του κακού να είναι βαθύτερες, κοινωνικές.
Ο ίδιος Αριστείδης Χατζής έφερε στην μνήμη των συμμετεχόντων μια σελίδα από τον Economist του φθινοπώρου του 2014, όπου με την αιχμηρότητα του βρετανικού εντύπου είχε καταρτισθεί ένας πίνακας με τίτλο «Πού να ΜΗΝ επενδύετε». Βάση της πινακοποίησης ήταν το άθροισμα των ετών που χρειάζονται σε κάθε χώρα για να ξεμπλέξει δικαστικά μια εμπορική διαφορά και των ετών που χρειάζεται να διεκπεραιωθεί μια πτώχευση: δεν χρειάστηκε πολλή φαντασία για να καταλήξουν οι παρευρισκόμενοι στο ότι νικήτρια σ’ αυτήν την σύγκριση προέκυπτε η Ελλάδα. Αρνητική πρωτιά, με άθροισμα 4,5 χρόνων και 3,5 χρόνων (κάποιος μουρμούρισε «αισιόδοξη καταγραφή»). Και μπορεί κανείς να έχει τις επιφυλάξεις του για παρόμοιους δείκτες ή/και για την προκατάληψη και ευθυκρισία του Economist: όμως η επενδυτική κοινότητα παρόμοια διαβάζει…
Φταίνε (και) οι δικαστές
Πάντως ακόμη βασικότερη συνεισφορά στον προβληματισμό έφερε η τοποθέτηση του Μιχάλη Πικραμένου, Αντιπροέδρου του ΣτΕ και Αναπληρωτή Καθηγητή στη Νομική του ΑΠΘ, ο οποίος στην εναρκτήρια ερώτηση του συντονιστή, «Τις πταίει;», δεν δίστασε να πει ευθέως ότι φταίνε ήδη οι δικαστές – οι οποίοι μπορούν να μην εφαρμόζουν ορθολογικές αλλαγές που αποφασίζονται με δημοκρατικές διαδικασίες από την Κυβέρνηση, μπορούν να χειρίζονται το εργαλείο («πυρηνικό όπλο» σχολίαζε παρευρισκόμενος) της κήρυξης αντισυνταγματικότητας. Και τούτο την στιγμή που δεν υπάρχει ουσιαστική αξιολόγηση/κρίση των ίδιων σε λογική επιθεώρησης.
Για τον Μιχ. Πικραμένο μόνο άμα αναληφθεί προσπάθεια στο πεδίο, δηλαδή στο εσωτερικό του ίδιου του δικαστικού σώματος και ακολουθηθούν Ευρωπαϊκά πρότυπα στην κατεύθυνση ουσιαστικής επιθεώρησης θα υποχωρήσουν οι δυσλειτουργίες. Μέτρα όπως η καθιέρωση εισηγητή των υποθέσεων στην διοικητική δικαιοσύνη είναι αναγκαία, αλλά οι αντιστάσεις υπάρχουν.
Με δεδομένη αυτή την σαφή, πλην γαλήνια ανάληψη ευθύνης, ο Μιχ. Πικραμένος δεν δίστασε να στραφεί και στους δικηγόρους. Μίλησε ευθέως για κακά δικόγραφα, για καταχρηστικές δίκες (εδώ, άλλος παρευρισκόμενος ψιθύρισε «όσο η προσφυγή στην Δικαιοσύνη παραμένει φθηνή…»), για συνειδητές κινήσεις επιβράδυνσης της δίκης («όταν μια υπόθεση φαίνεται ότι δεν θα πάει καλά…».)
Και το βάρος που ανήκει στην Πολιτεία; Μείζον θέμα οι υποδομές, η πολλές φορές αδυναμία ανεύρεσης γραφείων ή/και ευπρεπούς στέγασης. Μείζων επίσης αδυναμία εκείνη που παρατηρείται σε επίπεδο δικαστικών υπαλλήλων. Στην συνέχεια αναφέρθηκε ότι δεν είναι απλή η αντιμετώπιση του προβλήματος καθώς, πέρα από την προκήρυξη θέσεων – καταγράφονται 3.500 κενά/υστέρηση έναντι του παρελθόντος – υφίσταται και ζήτημα προθυμίας κατάληψής τους, καθώς υπάρχει θέμα μισθών αλλά και φόρτου εργασίας σε σχέση με άλλες θέσεις του Δημοσίου.
Υπό το πρίσμα της δικαστηριακής πρακτικής
Νωρίτερα, τοποθετούμενος στο πλαίσιο πάνελ κυρίως μακροοικονομικής στόχευσης που παρουσίαζε τις προσδοκίες, τις επιδόσεις αλλά και εκτίμηση των προοπτικών της Ελληνικής οικονομίας με εκείνο που θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αισιοδοξία μεν, όμως χωρίς τάση νεφελοβασίας, ο Νότης Μπερνίτσας – ως νομικός της πράξης αλλά και ταυτόχρονα, παρατηρητής του επιχειρηματικού – θύμισε ότι το πιο σημαντικό είναι ο ενάρετος κύκλος που δείχνει να έχει ανοίξει να μπορέσει να συνεχισθεί. Γιατί η πείρα του παρελθόντος δείχνει ότι «εκεί που όλα πάνε καλά, καμιά φορά αντιστρέφονται». Κομβικής σημασίας για να αποφευχθεί αυτό, θα ήταν να συνειδητοποιηθεί από τους διαμορφωτές πολιτικής, ότι η απόσταση από την νομοθέτηση μέχρι την εφαρμογή παραμένει στην Ελλάδα πολύ μεγάλη, καθώς και ότι στα μεσαία-και-κατώτερα κλιμάκια της Διοίκησης (με την βοήθεια και των συναρμοδιοτήτων που οδηγούν στην διάχυση της ευθύνης) απέχει πολύ από το να υπάρξει η διαβόητη ownership των διαδοχικών κυμάτων μεταρρυθμίσεων.
Πιο κοντά στην δικαστηριακή πρακτική, ο Ν. Μπερνίτσας αναφέρθηκε μεν στην πάγια αδυναμία των καθυστερήσεων στην απονομή της Δικαιοσύνης (που κάθε δικηγόρος που έχει επαφή με την επενδυτική κοινότητα, ιδίως την διεθνή, γνωρίζει πόσο λειτουργεί ως αντικίνητρο σε κάθε επενδυτική απόφαση λόγω της ανασφάλειας δικαίου που προκύπτει) με την επισήμανση ότι – εν τέλει – στην σημερινή Ελλάδα η δικαστική προστασία χορηγείται… δια των ασφαλιστικών μέτρων. Επειδή δε και η απόφαση των ασφαλιστικών αργεί μέχρι και επί 8 μήνες σε μεγάλα δικαστήρια, καταλήγει η εν λόγω δικαστική προστασία να παρέχεται… δια της προσωρινής διαταγής. Όπου, ατυχής πρόεδρος σε μικρό δωμάτιο στον ημιώροφο ακούει για λίγα λεπτά την επιχειρηματολογία των διαδίκων που του αναπτύσσουν συνωθούμενοι δικηγόροι και τέμνει την διαφορά. Προσοχή! Αυτή η ρύθμιση θα ισχύσει επί μήνες. Αλλά και από πλευράς ασφάλειας δικαίου και προβλεπτότητας, τι απομένει;