Απόφαση ως προς την αίτηση ακυρώσεως της απόφασης του Γενικού Γραμματέα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης, Διά Βίου Μάθησης και
Νεολαίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, με τίτλο «Καθορισμός όρων,
προϋποθέσεων και διαδικασίας για τη χορήγηση, την τροποποίηση, τη μεταβίβαση και την
ανανέωση άδειας Κέντρου Διά Βίου Μάθησης (Κ.Δ.Β.Μ.) σε φυσικά, νομικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων», εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Συγκεκριμένα, το Δ’ Τμήμα 7μ., με Πρόεδρο τη Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου και Εισηγήτρια την Ουρανία Νικολαράκου, Σύμβουλο της Επικρατείας, αποφάνθηκε για τα ΚΔΒΜ – συνταγματικότητα των ρυθμίσεων των άρθρων 52 επ. του ν. 4763/202, συμβατό των ρυθμίσεων με τις διατάξεις της οδηγίας 2006/123/ΕΚ.
Σύμφωνα με το ΣτΕ:
«Με την αίτηση ακυρώσεως ζητήθηκε η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 141267/Κ6/4.11.2021 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης, Διά Βίου Μάθησης και Νεολαίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Καθορισμός όρων, προϋποθέσεων και διαδικασίας για τη χορήγηση, την τροποποίηση, τη μεταβίβαση και την ανανέωση άδειας Κέντρου Διά Βίου Μάθησης (Κ.Δ.Β.Μ.) σε φυσικά, νομικά πρόσωπα και ενώσεις προσώπων» (Β΄ 5159/5.11.2021). Ειδικότερα, η ακύρωση της ανωτέρω κανονιστικής αποφάσεως ζητήθηκε κατά το μέρος που αυτή αφορά την εφαρμογή των ρυθμίσεων του ν. 4763/2020 περί Κ.Δ.Β.Μ., τις οποίες εξειδικεύει, στα ήδη λειτουργούντα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης Επιπέδου Ένα.
Με τις διατάξεις των άρθρων 52 επ. του ν. 4763/2020 καταργήθηκε η διάκριση των Κ.Δ.Β.Μ. σε Επιπέδου Ένα και Επιπέδου Δύο, η οποία είχε εισαχθεί με τις διατάξεις του ν. 4093/2012 και ρυθμίσθηκαν ενιαίως για όλα τα Κ.Δ.Β.Μ. οι προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία τους. Με το σύνολο των σχετικών διατάξεων του ανωτέρω νόμου εκδηλώνεται η νομοθετική επιλογή για τη συστηματικότερη ρύθμιση του πλαισίου παροχής των υπηρεσιών μη τυπικής μάθησης που προσφέρονται από τα Κ.Δ.Β.Μ. και τη θέσπιση απαιτήσεων για τη διασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου οργάνωσης των φορέων που παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες, στο πλαίσιο της επιδίωξης αναβάθμισης των υπηρεσιών αυτών, οι οποίες λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις υπηρεσίες επαγγελματικής εκπαίδευσης και αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης που παρέχονται από άλλους φορείς της τυπικής και μη τυπικής εκπαίδευσης, προκειμένου να ενισχυθεί συστηματικά ο τομέας της εκπαίδευσης (υπό ευρεία έννοια) και της μάθησης που είναι προσανατολισμένος στην καλλιέργεια επαγγελματικών προσόντων και δεξιοτήτων.
Το γεγονός ότι τα Κ.Δ.Β.Μ. Επιπέδου Ένα αδειοδοτήθηκαν και λειτούργησαν βάσει του
προϊσχύσαντος νομοθετικού καθεστώτος δεν εμποδίζει, καταρχήν, τον νομοθέτη να μεταβάλει τις προϋποθέσεις λειτουργίας τους, εφ’ όσον τούτο υπαγορεύεται από την ανάγκη εξυπηρέτησης σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Με τις διατάξεις του ν. 4763/2020 σκοπήθηκε η συνολική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση του τομέα της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και διά βίου μάθησης, ως μέσο για την επίτευξη στόχων αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής προώθησης της απασχόλησης. Προκειμένου δε ο σκοπός αυτός να εξυπηρετηθεί συστηματικά και αποτελεσματικά κρίθηκε αναγκαία η προσαρμογή στο νέο νομοθετικό καθεστώς και των ήδη λειτουργούντων παρόχων των σχετικών υπηρεσιών.
Υπό τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε από το Δικαστήριο απορριπτέος ο προβαλλόμενος κατά της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως, κατά το πληττόμενο μέρος αυτής, λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο, ενώ οι υπόλοιποι φορείς της μη τυπικής μάθησης με το κεφάλαιο ΛΗ´ του ν. 4442/2016 έχουν υπαχθεί, ως προς την ίδρυση και λειτουργία τους, στο απλουστευμένο καθεστώς της έγκρισης ή και της γνωστοποίησης (άρθρα 6 και 7 του ν. 4442/2016), τα Κ.Δ.Β.Μ. παραμένουν στο καθεστώς της προηγούμενης διοικητικής άδειας.
Εξ άλλου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είναι προδήλως απρόσφορη ή υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσαρμογή των ήδη λειτουργούντων Κ.Δ.Β.Μ. Επιπέδου Ένα στις απαιτήσεις λειτουργίας που θεσπίζονται με τις διατάξεις του ν. 4763/2020 συνεπάγεται, πράγματι, για τις οικείες επιχειρήσεις πρόσθετες δαπάνες, η επιβάρυνση, όμως, αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει προδήλως το αναγκαίο μέτρο για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμε-νου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην εξασφάλιση ενιαίου επιπέδου ποιότητας παρεχομέ-νων υπηρεσιών και ομοιόμορφων όρων λειτουργίας για όλους τους παρόχους υπηρεσιών διά βίου μάθησης που δραστηριοποιούνται στην οικεία αγορά.
Ο νομοθέτης, άλλωστε, δεν εκωλύετο να καταργήσει τη διάκριση μεταξύ Κ.Δ.Β.Μ. Επιπέδου Ένα και Επιπέδου Δύο, η οποία εισήχθη με τις διατάξεις του ν. 4093/2012, εφ’ όσον έκρινε, κατ’ εκτίμηση και των μεταβαλλομένων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, ότι η διατήρηση της διάκρισης αυτής ως προς την οργανωτική υποδομή των Κ.Δ.Β.Μ. δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες προαγωγής των παρεχομένων υπηρεσιών επαγγελματικής κατάρτισης. Η ως άνω επέμβαση του νομοθέτη, ως προς τη ρύθμιση των όρων άσκησης της οικείας οικονομικής δραστηριότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει τα όρια της αρχής της αναλογικότητας, εν όψει του ότι πρόκειται περί δραστηριότητας εντασσόμενης στον τομέα της εκπαίδευσης, κατάρτισης και διά βίου μάθησης, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου κρατικού ενδιαφέροντος και δικαιολογεί τη λήψη πλέγματος μέτρων που κατατείνουν στη διασφάλιση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών.
Κατά τα λοιπά, με την αίτηση ακυρώσεως δεν προβλήθηκαν ειδικές αιτιάσεις ως προς το
απρόσφορο ή δυσανάλογο των επί μέρους προϋποθέσεων λειτουργίας που θεσπίζονται με τις διατάξεις του ν. 4763/2020. Ανεξαρτήτως αν το χρονικό διάστημα που παρεσχέθη με το άρθρο 169 παρ. 17 του ν. 4763/2020 (δημοσιευθέντος στις 21.12.2020) για την προσαρ-μογή των λειτουργούντων Κ.Δ.Β.Μ. στις νέες διατάξεις (αρχικώς, μέχρι τις 30.11.2021 και, εν συνεχεία, μέχρι τις 31.3.2022) ήταν εύλογο, πάντως, μετά την παραίτηση των αιτούντων από τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορούσε την ως άνω μεταβατική ρύθμιση του νόμου, με τους λοιπούς προβαλλόμενους λόγους οι αιτούντες δεν έθεσαν ζήτημα σχετικό με την ταχθείσα προθεσμία προσαρμογής, αλλά αμφισβήτησαν το συνταγματικώς επιτρεπτό της κατ’ αρχήν υπαγωγής των λειτουργούντων Κ.Δ.Β.Μ. στις νεότερες διατάξεις. Συνεπώς, τα σχετικά με τη μεταβατική ρύθμιση του νόμου ζητήματα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο κρίσης του Δικαστηρίου.
Κατά το πληττόμενο μέρος της, το οποίο αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4763/2020 στα ήδη λειτουργούντα Κ.Δ.Β.Μ. Επιπέδου Ένα, η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση δεν συνδέεται με το ζήτημα της διοικητικής διαδικασίας που πρέπει να τηρηθεί για την έναρξη ασκήσεως της σχετικής οικονομικής δραστηριότητας. Εξ άλλου, το άρθρο 169 παρ. 17α του ν. 4763/2020 και το άρθρο 8 της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως ρυθμίζουν το ειδικό ζήτημα της διαδικασίας μετατροπής των ήδη λειτουργούντων Κ.Δ.Β.Μ Επιπέδου ‘Ενα και Δύο σε Κ.Δ.Β.Μ. του άρθρου 53 του ν. 4763/2020. Με τις ανωτέρω διατάξεις καθορίσθηκε το στάδιο ελέγχου της συμμορφώσεως των εν λόγω επιχειρήσεων με τις τασσόμενες με τα άρθρα του ν. 4763/2020 προϋποθέσεις λειτουργίας, χωρίς, πάντως, να αναστέλλεται η συνέχιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών μέχρι τη διενέργεια του ελέγχου.
Επομένως, η ρύθμιση της ως άνω διαδικασίας μετατροπής δεν σχετίζεται με την αρχική αδειοδότηση για την ανάληψη της άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας. Υπό τα δεδομένα αυτά, κρίθηκε από το Δικαστήριο απορριπτέος ο προβαλλόμενος κατά της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως, κατά το πληττόμενο μέρος αυτής, λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο, ενώ οι υπόλοιποι φορείς της μη τυπικής μάθησης με το κεφάλαιο ΛΗ´ του ν. 4442/2016 έχουν υπαχθεί, ως προς την ίδρυση και λειτουργία τους, στο απλουστευμένο καθεστώς της έγκρισης ή και της γνωστοποίησης (άρθρα 6 και 7 του ν. 4442/2016), τα Κ.Δ.Β.Μ. παραμένουν στο καθεστώς της προηγούμενης διοικητικής άδειας.
Εφ’ όσον με τις διατάξεις του ν. 4763/2020, με τις οποίες προβλέπεται η υποχρέωση των
λειτουργούντων Κ.Δ.Β.Μ. Επιπέδου Ένα να προσαρμοσθούν στις απαιτήσεις που θεσπίζο-νται με τον ίδιο νόμο για την εφεξής λειτουργία Κ.Δ.Β.Μ., επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, οι δε απαιτήσεις που θεσπίζονται για τη λειτουργία των Κ.Δ.Β.Μ. δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, δυσανάλογες σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και ανταποκρίνονται και στις λοιπές προϋποθέσεις που καθορίζονται με το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ «σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά» ως προς τα κριτήρια, στα οποία πρέπει να στηρίζεται ένα σύστημα χορήγησης αδείας για την άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών, ενώ οι αιτούντες δεν προβάλλουν ειδικούς ισχυρισμούς για τη θεμελίωση παράβασης της αρχής της αναλογικότητας ως προς συγκεκριμένες απαιτήσεις λειτουργίας, είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος λόγος
ακυρώσεως περί αντιθέσεως των ρυθμίσεων του ν. 4763/2020 προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας 2006/123/ΕΚ».