fbpx

Η μεταβολή κατηγορίας στην πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου

Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά

Δείτε επίσης

H μεταβολή κατηγορίας αποτελεί ένα κομβικό ζήτημα στην ποινική διαδικασία και η νομολογία προσπαθεί να το οριοθετήσει σε γενικές γραμμές αλλά και να το αντιμετωπίσει περιπτωσιολογικά. Ακολουθούν πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου που ασχολούνται με το θέμα οι οποίες είτε επικαιροποιούν την παλαιότερη νομολογία του Ακυρωτικού, είτε  αντιμετωπίζουν νέες περιπτώσεις, κρίνουν πότε υπάρχει επιτρεπτή ή ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας.

Μεταβολή κατηγορίας υπάρχει όταν με την εφετειακή απόφαση ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για πράξη ουσιωδώς διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και ιστορικές περιστάσεις από εκείνη για την οποία ασκήθηκε η σχετική ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο και όχι από εκείνη που δέχτηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, η οποία με την τυπική παραδοχή της έφεσης ατονεί και κάθε ακυρότητά της καλύπτεται από την απόφαση (της ουσίας) του εφετείου, το οποίο επανεξετάζει την υπόθεση ως προς τη νομική και ουσιαστική της βάση, δεσμευόμενο μόνο να μην εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα κατηγορούμενο. (ΑΠ 1209/2023)

Από τις διατάξεις των άρθρων 27 επόμ. και 43 σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 57 επόμ., 246 επόμ. 250 και 321 του Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποίαν ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε και για κάποια άλλη, έστω και συναφή, αλλιώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β του Κ.Π.Δ. λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, που υπάρχει και όταν η πράξη για την οποία διώχθηκε και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος είναι διαφορετική, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τελέσεως, από εκείνη για την οποία καταδικάσθηκε αυτός. Τέτοια ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας δεν υπάρχει, όταν το δικαστήριο προσδιορίζει ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν τον τρόπο τελέσεως της πράξεως και ειδικότερα όταν προσδιορίζει ακριβέστερα κατά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία, τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την πράξη, ούτε όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αποσαφηνίζει, συμπληρώνει και προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της αποδεικτικής διαδικασίας, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την πράξη ή όταν, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προσδίδει στην πράξη τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον αυτός στηρίζεται στα ίδια γεγονότα της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε, ή όταν διορθώνεται και βελτιώνεται κάποιο ιστορικό στοιχείο που δεν μεταβάλει ουσιωδώς την κατηγορία (Α.Π. 2005/2017, Α.Π. 63/2015, Α.Π. 1217/2014). (ΑΠ 564/2023, ΑΠ 402/2023)

Φαινομένη συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 του ΠΚ, υπάρχει, όταν οι περισσότερες πράξεις, οι οποίες διώκονται, δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και αυτοτελώς κολάσιμες, αλλά συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε διότι η μεν αποτελεί κατά νόμο συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε διότι χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την τέλεση αυτής, είτε, τέλος, διότι παρίσταται ως αναγκαία συνέπεια της προηγηθείσας, από την οποία και απορροφάται. Ειδικώς, μεταξύ των εγκλημάτων της υπεξαίρεσης και της απάτης υφίσταται φαινομένη συρροή, υπό την εκτεθείσα έννοια: α) όταν ο δράστης υπεξαιρεί ξένο κινητό πράγμα και στη συνέχεια επιχειρεί απατηλές πράξεις για τη συγκάλυψη της υπεξαίρεσης ή τη διατήρηση του υπεξαιρεθέντος, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η περιουσιακή βλάβη, η οποία αποτελεί στοιχείο της απάτης, έχει συντελεσθεί ήδη με την υπεξαίρεση και, επομένως, η απάτη συνιστά μη τιμωρητή υστέρα πράξη και β) όταν ο δράστης απέκτησε με απάτη το ιδιοποιούμενο ξένο πράγμα, οπότε η υπεξαίρεση είναι μη τιμωρητή υστέρα πράξη (ΑΠ1320/2019, ΑΠ 2471/2009)….. το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο κατ` επιτρεπτή μεταβολή κατηγορίας της πράξης της υπεξαίρεσης και καταδίκασε αυτόν σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών (ανασταλείσα επί τριετία), με το ακόλουθο διατακτικό: “του ότι, στη … κατά το χρονικό διάστημα 24.06.2014 έως 11.07.2014, ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, κατά τον ως άνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος, αφού δημιούργησε κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ του ιδίου και του ………….. και της ……… – ………….., έπεισε την τελευταία να του καταβάλει το ποσό των 39.800€ παριστάνοντας της ότι γνώριζε ένα ακίνητο στη …, επί της … το οποίο ανήκε σε υπό εκκαθάριση εταιρεία, η δε τιμή του ήταν πολύ συμφέρουσα, ότι είχε γνωριμίες με τους διευθυντές και εκκαθαριστές της εν λόγω εταιρείας, ότι θα αναλάμβανε αυτός όλη τη διαδικασία και ότι ήταν μια καλή επένδυση. Παρά το γεγονός όμως ότι ουδέποτε προχώρησαν σε υπογραφή σύμβασης μίσθωσης αυτός ιδιοποιήθηκε το ως άνω ποσό και δεν το επέστρεψε στην εγκαλούσα”.

Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται και στο διατακτικό της το Δικαστήριο ανεπίτρεπτα, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη μετέτρεψε την πράξη της απάτης, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και κηρύχθηκε αυτός ένοχος στον πρώτο βαθμό σε υπεξαίρεση. Ειδικότερα, δέχεται στο σκεπτικό και στο διατακτικό ότι οι παθόντες, αφού πείσθηκαν στις ψευδείς διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντος ότι, λόγω των γνωριμιών του είχε τη δυνατότητα να μεσολαβήσει σε αγορά ακινήτου στη …, το οποίο ο ίδιος τους υπέδειξε ως μοναδική επενδυτική ευκαιρία και κατέβαλλαν σ` αυτόν για το σκοπό αυτό το ποσόν των 39.800 ευρώ, το οποίο εκείνος, εφόσον δεν ακολούθησε η αγορά του ακινήτου, δεν απέδωσε σ` αυτούς. Το παραπάνω ποσόν όμως που με αυτόν τον τρόπο περιήλθε στην κατοχή του και ακολούθως εκείνος ιδιοποιήθηκε αποτελούσε κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης προϊόν απάτης και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται κατά νόμο η πράξη του άρθρου 375ΠΚ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επομένως, το οποίο μετέβαλε κατά ως άνω την αρχική, σε βάρος του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος κατηγορία της απάτης, και, κήρυξε αυτόν ένοχο υπεξαίρεσης, δεν τήρησε τις διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης και την προδικασία (171 §1 περ. β ΚΠοινΔ) Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` ΚΠοιν.Δ., λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός (ΑΠ 810/2022).

Αντίθετα, δεν υπάρχει ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, όταν, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 369 παρ. 3 ΚΠΔ, με την εφετειακή απόφαση προσδιορίζονται με περισσότερη ακρίβεια και σαφήνεια, βάσει των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν κατά την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον του εφετείου, τα στοιχεία που συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της [281] εγκληματικής πράξης, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή όταν διορθώνονται ή συμπληρώνονται και βελτιώνονται κάποια ιστορικά στοιχεία, χωρίς να μεταβάλλεται ουσιωδώς η ταυτότητα της σχετικής πράξης ή όταν απλώς δίδεται ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός σ’ αυτήν από το δικάζον δικαστήριο, το οποίο οφείλει, κατά την άσκηση της εξουσίας του, να εξετάζει την πράξη υπό όλες τις μορφές που καλύπτει το δεδικασμένο της απόφασής του και να προβαίνει στον ορθό χαρακτηρισμό αυτής (ΑΠ 1209/2023, 147/2020).

Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας η καταδίκη για σωματική κάκωση διάφορη εκείνης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος, εφόσον προκλήθηκε από το ίδιο ιστορικό γεγονός, αλλά επιτρεπτή διευκρίνισή της (ΑΠ 1222/2023, 2054/2019).

Σε περίπτωση κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας η προσθήκη νέων πράξεων, κατά την εκδίκαση αυτού στο ακροατήριο, για τις οποίες δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και δεν είχαν συμπεριληφθεί στο κλητήριο θέσπισμα ή στο παραπεμπτικό βούλευμα. Προσθήκη νέων πράξεων στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα μπορεί να γίνει κατά το στάδιο της προδικασίας ή κατά το στάδιο της ανάκρισης με την απαγγελία κατηγορίας για αυτές (νέες πράξεις) και όχι για πρώτη φορά στο ακροατήριο (ΑΠ 1341/2023).

Η δε ειδικότερη αιτίασή του ότι το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε σιωπηρά και αναιτιολόγητα τον αυτοτελή ισχυρισμό του, περί επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας, από το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε αυτό της θανατηφόρας σωματικής βλάβης (άρθρο 311 ΠΚ), είναι αβάσιμη, διότι πρόκειται για αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, αφού αφορά την αμφισβήτηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης (πρβλ. ΑΠ 65/2022) και στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείται πλήρως η ανθρωποκτόνος πρόθεση του αναιρεσείοντος (ΑΠ 311/2023).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -