«Όταν η δικαιοσύνη απονέμεται από ένα σώμα οργανωμένο σε ιεραρχική και γραφειοκρατική πυραμίδα, αρκεί ένας τριγμός της ηγεσίας του δικαστικού σώματος, ώστε όχι μόνο ειδικές διατάξεις, αλλά ολόκληρες θεμελιώδεις αρχές και κανόνες, απότομα, να ποδοπατηθούν»
– Giuseppe Maranini, Καθηγητής Συνταγματικού Συγκριτικού Δικαίου
Η συζήτηση στη χώρα μας αναφορικά με τη δικαστική ανεξαρτησία, εντοπίζεται κυρίως στον τρόπο ανάδειξης των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανώτατων Δικαστηρίων. Αντίθετα ο Καταστατικός Χάρτης των Δικαστών και οι γνώμες των γνωμοδοτικών συμβουλίων των Ευρωπαίων Δικαστών επικεντρώνονται στα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια (στο εξής ΑΔΣ), που στη χώρα μας είναι αρμόδια για τις υπηρεσιακές μεταβολές (προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις) των δικαστικών λειτουργών. Σύμφωνα με τις συστάσεις των οργάνων αυτών το ΑΔΣ, προκειμένου να αποτελεί όργανο κατοχύρωσης της ανεξαρτησίας, πρέπει τα δικαστικά μέλη του να μην αποτελούν μειονότητα, να εκλέγονται από τους συναδέλφους τους και να υπάρχει πλουραλιστική εκπροσώπηση (βλ. άρθρα 27 και 46 της σύστασης CM/Rec (2010) 12 της Επιτροπής Υπουργών για τους δικαστές με τίτλο: «ανεξαρτησία, αποτελεσματικότητα, ευθύνες και 13 της Magna Carta των δικαστών).
Η ευθύνη για την οργάνωση του οικείου συστήματος δικαιοσύνης, με βάση τις επιταγές του Συμβουλίου της Ευρώπης εναπόκειται στα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ή μη ΑΔΣ. Εντούτοις, όταν υφίσταται ένα ΑΔΣ, πρέπει να κατοχυρώνεται σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, κατά τα οποία το ήμισυ των μελών τους θα πρέπει να είναι δικαστές επιλεγμένοι από τους συναδέλφους τους από όλες τις βαθμίδες του δικαστικού σώματος και με σεβασμό στον πλουραλισμό εντός του δικαστικού σώματος. Σε αντίθεση το ελληνικό ΑΔΣ, καινοτόμος θεσμός για την εποχή του, καθόσον αποτελεί το πρώτο Συμβούλιο στην Ευρώπη που κατοχυρώθηκε συνταγματικά, το έτος 1911, στελεχώνεται αποκλειστικά από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν ήδη θητεία δύο χρόνων και η σύνθεσή του ρυθμίζεται από τον παράγοντα της τύχης, δηλαδή με κλήρωση (άρθρο 90 Συντ.), με συνέπεια να μην εναρμονίζεται πλέον με τα ως άνω ευρωπαϊκά πρότυπα. Ο εμπλουτισμός του με μέλη – δικαστές των χαμηλότερων βαθμίδων, έχει απλώς πληροφοριακή λειτουργία, διότι μετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ήδη πρόσφατα ο Πρόεδρος του ΣτΕ Μ. Πικραμένος στο βιβλίο του «Η Λογοδοσία των Δικαστών στη Δημοκρατία» επισημαίνει την ανάγκη μεταρρύθμισης του ΑΔΣ, το οποίο θα συγκροτείται από δικαστές όλων των βαθμίδων αλλά και από μη δικαστικά μέλη εγνωσμένου κύρους, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα δικαστικής εσωστρέφειας.
Οι αδυναμίες του ελληνικού ΑΔΣ επισημάνθηκαν όχι μόνο στην εγχώρια νομική θεωρία, αλλά και στο διεθνή χώρο και συγκεκριμένα από τον Ιταλό Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Μ. Volpi, που τονίζει ότι η σύνθεση του Ελληνικού ΑΔΣ δεν εγγυάται την πραγματική αντιπροσωπευτικότητα ολόκληρου του δικαστικού σώματος, ενώ μεμονωμένη θεωρεί και την επιλογή με κλήρωση μεταξύ των δικαστικών λειτουργών των ανωτάτων δικαστηρίων, η οποία εισφέρει ένα μειωμένο ποσοστό δημοκρατικότητας και αντιπροσωπευτικότητας του Συμβουλίου, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες. Η κλήρωση δεν προσήκει στην επιλογή των δικαστικών μελών του, καθόσον δεν εξασφαλίζει ότι τα μέλη που θα κληρωθούν, θα είναι κατάλληλα για αυτό το ρόλο. Επικρίνεται στο διεθνή χώρο και η ιεραρχική παντογνωσία των δικαστών, ήτοι το αξίωμα ότι ο δικαστής, που ανεβαίνει στις ανώτατες βαθμίδες της δικαιοσύνης, είναι ικανός να διεξάγει όλα τα καθήκοντα του βαθμού του και να ελέγχει παράλληλα με ικανότητα τη σταδιοδρομία των δικαστών των κατώτερων βαθμών. Επιπλέον, το ΑΔΣ στη χώρα μας στερείται ενός αυτόνομου προϋπολογισμού και προσωπικού, αλλά επωφελείται τους οικονομικούς πόρους και το προσωπικό του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Στην Ιταλική έννομη τάξη, το έτος 2004, ο Πρωθυπουργός S. Berlusconi, αντιμέτωπος με δικαστικές περιπέτειες, επιχείρησε να επιβάλλει σχέδιο αναμόρφωσης του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, που όριζε αυτό, εκτός από κριτή των αποφάσεων των δικαστικών λειτουργών και ως αξιολογητή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους, ενώ επέβαλε την ανάμιξη της εκτελεστικής εξουσίας στον ορισμό των ανώτατων δικαστών (τους οποίους μπορεί να διόριζε το ΑΔΣ, η προεπιλογή όμως θα έπρεπε να γινόταν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης). Η υλοποίηση του νομοσχεδίου αυτού απετράπη, καθόσον οι αντιδράσεις ήταν ομόφωνες και προέρχονταν ακόμη και από τους Ιταλούς ακυρωτικούς δικαστές. Μάλιστα ένας από τους βασικούς πολέμιους, ο δικονομολόγος S. Chiarloni, επικαλούμενος τα πορίσματα μελών του Ερευνητικού Ιδρύματος των Δικαστικών Συστημάτων με έδρα τη Bologna, υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο αυτό είχε ως πρωταρχικό χαρακτηριστικό την επιδίωξη ενός συστήματος δικαιοσύνης τυπικού των αυταρχικών καθεστώτων της Ισπανίας του Franco και της Πορτογαλίας του Salazar καθώς και της φασιστικής Ιταλίας του Mussolini, όπου το Ακυρωτικό Δικαστήριο διαχειριζόταν τότε τη σταδιοδρομία των δικαστικών λειτουργών. Σε όλα αυτά τα καθεστώτα, όπως τονίζει, με κάποια παραλλαγή, η δικαιοσύνη απολαμβάνει ελάχιστες, περιορισμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Πράγματι, συνήθως περιορίζονται να επηρεάσουν τον ορισμό των δικαστών που βρίσκονται στον ανώτατο βαθμό, στους οποίους στη συνέχεια αναθέτουν τη διαχείριση του δικαστικού σώματος.
Ο κ. Ιωάννης Βαλμαντώνης είναι Εφέτης.