Η υπ’ αριθ. 282/2024 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών απορρίπτει αίτηση ερμηνείας απόφασης υπαγωγής, ως προς το ζήτημα του εκτοκισμού των δόσεων, διότι στην πραγματικότητα ζητείται ερμηνεία του Νόμου (του άρθρου 9 παρ. 2 Ν 3869/10) και όχι της αληθινής βούλησης του δικαστή που εξέδωσε την υπό ερμηνεία απόφαση (άρθρου 316 ΚΠολΔ). Απολύτως σαφές το διατακτικό της. Τυχόν πλημμέλειες της απόφασης δεν καλύπτονται μέσω της ερμηνείας, η οποία δεν μπορεί και να αλλοιώσει την ουσία της ερμηνευόμενης απόφασης.
Ως κατακλείδα προηγούμενου σχολιασμού μου, επί του θέματος του τρόπου εκτοκισμού των δόσεων, για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, στο πλαίσιο του Ν 3869/10, διατύπωσα τη θέση ότι «…ο Δικαστής οφείλει να εφαρμόσει το νόμο και όχι να ερμηνεύει δήθεν το πνεύμα του νομοθέτη και να λειτουργήσει «δημιουργικά», διαλαμβάνοντας στις αποφάσεις του κρίσεις, οι οποίες δεν έχουν έρεισμα στο γράμμα του νόμου και προφανώς και δεν χρήζουν «δημιουργικής» εξειδίκευσης, αφού ο νομοθέτης, αν και εφόσον το επιθυμούσε, θα το είχε πράξει…» , θέση την οποία επιρρωνύει και η υπ’ αριθ. 282/2024 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που έκρινε επί αιτήσεως ερμηνείας απόφασης υπαγωγής και την απέρριψε.
Σύμφωνα με το επίμαχο άρθρο 316 ΚΠολΔ περί ερμηνείας αποφάσεως, πρέπει να συντρέχουν για την εφαρμογή του δύο προϋποθέσεις: α) απόφαση της οποίας η διατύπωση είναι ασαφής και γεννά αμφιβολίες και β) να ζητείται, ως εκ τούτου, η διάγνωση της αληθούς βούλησης του εκδόσαντος δικαστή. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει η διατύπωση του διατακτικού, λόγω των όρων που χρησιμοποιούνται, να οδηγεί σε διάφορες ερμηνευτικές εκδοχές και να είναι τόσο ασαφής, ώστε να καθίσταται αδύνατη η κατανόηση και άρα και η εκτέλεση της απόφασης.
Συνεπώς, ο δικαστής της αιτήσεως ερμηνείας πρέπει α) να διαγνώσει αν η απόφαση είναι ασαφής και εξ΄ αυτού του λόγου έχουσα αμφίβολο νόημα και β) εφόσον αυτό διαγνωστεί, να προχωρήσει στην ερμηνεία αναζητώντας την αληθινή βούληση του δικαστή. «Δεν ερευνάται δηλαδή πως θα ήταν ορθό να αποφανθεί το δικαστήριο κατά τη δίκη εκείνη, αλλά πως πράγματι αποφάνθηκε. Νομικές ή ουσιαστικές πλημμέλειες της απόφασης δε είναι δυνατόν να καλυφθούν με τη μέθοδο της ερμηνείας…ούτε το δικαστήριο έχει εξουσία με ερμηνεία …να αλλοιώσει την ουσία της απόφασης…διότι τούτο αντίκειται στους κανόνες του δεδικασμένου».
Στην προκειμένη περίπτωση αιτήσεως, ο Δικαστής έκρινε από τα εκτιθέμενα σε αυτήν, ότι δεν προκύπτει να συντρέχουν οι ανωτέρω απαιτούμενες προϋποθέσεις. «Ειδικότερα, ουδεμία αμφιβολία γεννάται ως προς το περιεχόμενο του διατακτικού …ούτε συνάγεται η ύπαρξη ασυμφωνίας μεταξύ της πραγματικής βουλήσεως του Δικαστηρίου και του περιεχομένου αυτής. Αντιθέτως, καθορίζεται με απόλυτη σαφήνεια, δίχως αμφιβολίες, το ποσό της μηνιαίας δόσης, το επ΄αυτής επιτόκιο, ο τρόπος υπολογισμού του και το ποσό επί του οποίου θα υπολογίζεται…Η αιτούμενη δε ερμηνεία είναι στην πραγματικότητα ερμηνεία του Νόμου και δη της διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν 3869/10, που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας δίκης…., ενδεχόμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου από το Δικαστή που εξέδωσε την προς ερμηνεία απόφαση αποτελεί λόγο εφέσεως και όχι λόγο ερμηνείας αυτής». Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο ορθώς απέρριψε την επίμαχη αίτηση.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, διατηρείται η αρχική νόμιμη αιτία της οφειλής (στεγαστικό δάνειο) και συνεκδοχικά και όλη η λειτουργία αυτής της μορφής σύμβασης (εύρος επιτοκίου, τρόπος εκτοκισμού) και τη μόνη διαφοροποίηση από την τραπεζική πρακτική που επεδίωξε ο νομοθέτης, την προσδιορίζει ρητώς και είναι ο μη ανατοκισμός των παραγόμενων τόκων, για τον προφανή λόγο της αποφυγής εκ νέου διόγκωσης του ρυθμιζόμενου χρέους
Η πρόβλεψη του συγκεκριμένου άρθρου του Ν 3869/10, δεν κάνει άλλο από το να διατάσσει την εκ του νόμου και, βάσει σχετικής δικαστικής απόφασης, ρύθμιση μέρους της οφειλής, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ανώτατου εξοφλητέου ποσού, προσδιορισμού επιτοκίου εκτοκισμού, ανάλογου με αυτό των κοινών τραπεζικών (στεγαστικών) δανείων, και με σκοπό τη διάσωση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, διατηρείται η αρχική νόμιμη αιτία της οφειλής (στεγαστικό δάνειο) και συνεκδοχικά και όλη η λειτουργία αυτής της μορφής σύμβασης (εύρος επιτοκίου, τρόπος εκτοκισμού) και τη μόνη διαφοροποίηση από την τραπεζική πρακτική που επεδίωξε ο νομοθέτης, την προσδιορίζει ρητώς και είναι ο μη ανατοκισμός των παραγόμενων τόκων, για τον προφανή λόγο της αποφυγής εκ νέου διόγκωσης του ρυθμιζόμενου χρέους.
Ουδεμία άλλη εκτροπή από το σύστημα λειτουργίας της σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου εισήγαγε ο νομοθέτης του Ν 3869/10, πολλώ δε μάλλον μία τέτοιας βαρύτητας εκτροπή, την οποία αν επιθυμούσε, θα την είχε περιγράψει ρητώς.
Συνεπώς, όπως ορθώς κρίνει και η σχολιαζόμενη απόφαση, το πραγματικό αίτημα της επίδικης αίτησης, με βάση το περιεχόμενό της, είναι η ερμηνεία της βούλησης του νομοθέτη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν 3869/10, και όχι του εκδόσαντος την απόφαση υπαγωγής δικαστή -όπως ορίζει το 316 ΚΠολΔ- ή άλλως, η ενδεχομένως εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από αυτόν, πλημμέλεια η οποία όμως αποτελεί αντικείμενο έφεσης και όχι αιτήσεως ερμηνείας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 316 ΚΠολΔ, η ερμηνεία δεν μπορεί να αλλάξει το διατακτικό της ερμηνευόμενης απόφασης. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, για έναν ακόμη λόγο, αιτήσεις ερμηνείας με περιεχόμενο ανάλογο με της σχολιαζόμενης, δεν θα πρέπει να γίνονται δεκτές, διότι οδηγούν αναπόφευκτα σε τροποποίηση του διατακτικού της ερμηνευόμενης απόφασης και σε εν τοις πράγμασι αδυναμία υλοποίησής της, αφού η πρεσβευόμενη ερμηνευτική εκδοχή δεν είναι συστημικά υλοποιήσιμη από τον τραπεζικό μηχανισμό, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τη δυσλειτουργία που έχει επιφέρει στο τραπεζικό σύστημα, αλλά και στους φορείς διαχείρισης απαιτήσεων, η ανάγκη υλοποίησης ρυθμίσεων διάσωσης κύριας κατοικίας κατόπιν ευδοκίμησης των σχετικών αιτήσεων ερμηνείας, αλλά και των πρωτόδικων αποφάσεων υπαγωγής που ορίζουν εκτοκισμό επί εκάστης οριζόμενης δόσεως και άρα όχι επί του συνόλου του ρυθμιζόμενου κεφαλαίου, ως είναι το ορθό.
Το ζήτημα του τρόπου εκτοκισμού που έχει διχάσει τη νομολογία, έχει τη λύση του στη θέληση του νομοθέτη.
* Η κ. Δέσποινα Σαρηδημητρόγλου είναι Δικηγόρος, Αν. Διευθ. ΝΥ της «PQH ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ Α.Ε.».