Υπέρ οφειλέτη τάχθηκε το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, με αφορμή την ανακοπή που υπέβαλε ο δανειολήπτης, ζητώντας την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και επιταγής προς εκτέλεση, με το σκεπτικό ότι στηρίχθηκαν σε άκυρη καταγγελία δανειακής σύμβασης, ελλείψει της απαιτούμενης νομιμοποίησης της υπογράφουσας την καταγγελία (ΜΠρΘεσ 13412/2024).
Πραγματικά περιστατικά
Ο ανακόπτων είχε συνάψει σύμβαση στεγαστικού δανείου, ύψους 49.055,40 ευρώ, με τράπεζα το 2006. Εν συνεχεία, η δανειακή σύμβαση μεταβιβάστηκε σε αλλοδαπή εταιρία ειδικού σκοπού στο πλαίσιο τιτλοποίησης των απαιτήσεών της τράπεζας. Η καθ’ ης εταιρία, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων αυτών, προέβη σε καταγγελία της δανειακής σύμβασης λόγω καθυστερημένων οφειλών και αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής Η διαταγή πληρωμής υποχρέωνε τον ενάγοντα να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 51.716,63 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, ενώ συνοδεύτηκε από επιταγή προς εκτέλεση.
Ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία της δανειακής σύμβασης, που αποτέλεσε τη βάση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ήταν άκυρη λόγω έλλειψης νομιμοποίησης της υπογράφουσας την καταγγελία. Συγκεκριμένα, η καταγγελία της δανειακής σύμβασης είχε υπογραφεί από πληρεξούσια δικηγόρο της καθ’ ης εταιρείας, χωρίς να αποδεικνύεται η νομιμοποίησή της με κάποιο προσκομισθέν έγγραφο που να παρέχει πληρεξουσιότητα από τα αρμόδια όργανά της. Επομένως η πληρεξούσια που υπέγραψε την καταγγελία δεν είχε το δικαίωμα να εκπροσωπεί την καθ’ ης εταιρία στη συγκεκριμένη πράξη. Με την σειρά του, απέκρουσε την καταγγελία με εξώδικη δήλωση, αμφισβητώντας τη νομιμότητά της διαδικασίας. Επεσήμανε ότι η άκυρη καταγγελία δεν επέφερε έννομα αποτέλεσμα, με συνέπεια το επιδικασθέν το ποσό της απαίτησης να μην έχει καταστεί ακόμη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, εξαφανίζοντας το νόμιμο έρεισμα της διαταγής πληρωμής.
Σκέψεις του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο, μετά από εξέταση των εγγράφων και των ισχυρισμών των διαδίκων, τάχθηκε υπέρ του δανειολήπτη. Συγκεκριμένα, επεσήμανε ότι η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν κατάφερε να προσκομίσει επαρκή έγγραφα, όπως πρακτικά διοικητικού συμβουλίου ή εξουσιοδοτήσεις, που να αποδεικνύουν την πληρεξουσιότητα της δικηγόρου που υπέγραψε την καταγγελία. Παρότι προσκομίστηκαν ειδικά πληρεξούσια, αυτά δεν αποδείκνυαν επαρκώς ότι η υπογράφουσα δικηγόρος διέθετε την απαιτούμενη πληρεξουσιότητα. Με αυτό το σκεπτικό, η καταγγελία οφείλει να κριθεί ανυπόστατη, καθώς τελέστηκε από πρόσωπο χωρίς εξουσία εκπροσώπησης. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η εκ των υστέρων έγκριση από το αρμόδιο όργανο δεν θεραπεύει την ακυρότητα της πράξης, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της καταγγελίας, αλλά συνιστά νέα αυτοτελή καταγγελία, η οποία δεν έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης υπενθύμισε ότι το άρθρο 104 ΚΠολΔ, που αφορά δικονομικές πληρεξουσιότητες, δεν εφαρμόζεται σε αυτήν την περίπτωση, καθώς η καταγγελία δεν είναι δικονομική ενέργεια, αλλά ουσιαστική πράξη άσκησης δικαιώματος. Ως εκ τούτου, η ανυπόστατη καταγγελία δεν κατέστησε ληξιπρόθεσμη και απαιτητή την απαίτηση της καθ’ ης, γεγονός που οδηγεί στην ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, αφού δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης. Τελικώς, το Πρωτοδικείο ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής και την επιταγή προς εκτέλεση, αναγνωρίζοντας την πλημμέλεια στη νομιμοποίηση της υπογράφουσας την καταγγελία.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΜΠρΘεσ 13412/2024