Τα sms δεν πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν προσβάλλουν τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντίδικους και συνάμα συνομιλούντες μέσω sms στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης.
Η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη σύγχρονη εποχή λόγω των πολλαπλών τεχνολογικών απειλών που δοκιμάζουν την αποτελεσματική προστασία του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος. Το συγκεκριμένο δικαίωμα επανέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα στη δημόσια νομική και πολιτική σφαίρα, δημιουργώντας ερωτήματα και απορίες για το ποια είδη επικοινωνίας καλύπτονται από το απόρρητο και κυρίως τι είδους αποδεικτικά μέσα μπορούν να προσκομιστούν ενώπιον του δικαστηρίου.
Η εξαιρετικά πρόσφατη και σημαντική με αρ. 208/2023 ΜΠρΛαμ απόφαση παρέχει μια ολοκληρωμένη και ξεκάθαρη συλλογιστική πορεία για το ποια είναι η αποδεικτική ισχύς του sms και κυρίως πότε αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί σύννομα στο πλαίσιο δικαστικής διένεξης. To γραπτό μήνυμα μέσω sms αποτελεί ηλεκτρονικό έγγραφο και συνιστά υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας σύμφωνα με την οποία ο χρήστης μπορεί να αποστείλει ή να παραλάβει σύντομο γραπτό μήνυμα από άλλους χρήστες στην οθόνη του κινητού του τηλεφώνου. Είναι προφανές ότι, ο εκάστοτε συντάκτης των συγκεκριμένων γραπτών μηνυμάτων αποδέχεται και επιδιώκει να καταγραφούν αυτά στη «μνήμη» του κινητού τηλεφώνου του παραλήπτη, ώστε ο τελευταίος να έχει τη δυνατότητα ανά πάσα ώρα και στιγμή να ανατρέξει, ως κάτοχος πλέον του ηλεκτρονικού εγγράφου, στο περιεχόμενο του μηνύματος που έλαβε, γεγονός που φυσικά είναι γνωστό στον αποστολέα καθότι και εκείνος πράττει κατά παρόμοιο τρόπο στην καθημερινότητά του, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για τεκμαιρόμενη συναίνεση του αποστολέα να καταστήσει τον παραλήπτη κοινωνό και κατ’ επέκταση νόμιμο κάτοχο του sms. Το Δικαστήριο μάλιστα τόνισε ότι, είναι αδιάφορος ο τρόπος με τον οποίο εισάγονται στη δίκη τα μηνύματα κινητού ως αποδεικτικά στοιχεία (είτε με φωτογραφίες που απεικονίζουν την οθόνη του κινητού με τα SMS είτε με «screenshots» που απεικονίζουν το περιεχόμενο των μηνυμάτων) καθότι και στις δύο περιπτώσεις αποτελούν μηχανικές απεικονίσεις.
Το Δικαστήριο ερμηνεύοντας το άρθρο 3 του ΠΔ 47/2005 («Είδη Επικοινωνίας») και τη διάταξη του άρθρου 370Α § 1 εδ’ α ΠΚ («Παραβίαση απορρήτου») συνήγαγε ότι αφορούν περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιος τρίτος παρεμβαίνει στο περιεχόμενο της συνομιλίας μεταξύ έτερων προσώπων για να υποκλέψει ή να αποθηκεύσει τα γραπτά τους μηνύματα. Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, τα sms δεν πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται παράνομα αποδεικτικά μέσα, δεδομένου ότι δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα της ελεύθερης επικοινωνίας και του απορρήτου όταν προσκομίζονται από τους ίδιους τους αντίδικους και συνάμα συνομιλούντες μέσω sms στο πλαίσιο δικαστικής μεταξύ τους διένεξης. Αντίθετα όμως, κρίθηκε ότι, όταν τρίτος προσκομίζει sms που αφορά ξεχωριστούς από αυτόν συνομιλούντες τότε θα πρέπει να θεωρείται παράνομο αποδεικτικό μέσο, εκτός και αν ο επικαλούμενος τα sms διάδικος δεν έχει άλλο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη των ισχυρισμών του, οπότε όμως σε αυτή την οριακή περίπτωση θα πρέπει να γίνει στάθμιση με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Μάλιστα, η συγκεκριμένη εξαίρεση από τον συνταγματικής περιωπής κανόνα της απαγόρευσης των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ισχύει μόνο για την εξασφάλιση προστασίας συνταγματικά υπέρτερων έννομων αγαθών, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Η Αξιοποίηση Παρανόμως Κτηθέντων Αποδεικτικών Μέσων και Αποδείξεων στην Πολιτική Δίκη
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Προστασία προσωπικών δεδομένων και αξιοποίηση αποδεικτικών μέσων
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: Είναι πράγματι παράνομα αποδεικτικά μέσα τα μηνύματα κινητού τηλεφώνου (SMS);