Yπόθεση κακουργηματικής απιστίας και ψευδούς βεβαίωσης, με κατηγορούμενους αιρετούς της Tοπικής Aυτοδιοίκησης, μπαίνει ξανά στο μικροσκόπιο της Δικαιοσύνης, έπειτα από αίτηση αναίρεσης που άσκησε ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη σε βάρος των συγκατηγορούμενων πρώην Νομάρχη και Αντινομάρχη, εφαρμόζοντας το άρθρο 67 του Ν. 4735/2020, με το οποίο εισάγεται ειδική παραγραφή και άρση του αξιοποίνου για πράξεις αιρετών προσώπων σχετικές με πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και διενεργήθηκαν επί τη βάσει ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης έπαυσε την ποινική δίωξη σε βάρος των συγκατηγορούμενων Νομάρχη και Αντινομάρχη για κακουργηματική απιστία σε βάρος ΝΠΔΔ και ψευδή βεβαίωση, λόγω ειδικής παραγραφής
Αφορμή για τη διερεύνηση της υπόθεσης αποτέλεσαν καταγγελίες υποψήφιου Περιφερειάρχη για παράνομες πρακτικές διευθύνσεως τεχνικών υπηρεσιών, σχετικά με τη διαχείριση δημοσίων έργων αντιπλημμυρικής προστασίας, με προϊστάμενο τον πρώτο κατηγορούμενο. Ειδικότερα, οι κατηγορίες αφορούσαν πληρωμές ενταλμάτων για συμβάσεις μίσθωσης έργου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μετά από ελέγχους νομιμότητας από την Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ). Η ποινική δίωξη κινήθηκε κατόπιν διεξοδικών ελέγχων ήδη από το έτος 2010, ενώ η υπόθεση διερευνήθηκε και από το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, το οποίο «έδειξε» τη δικαστική οδό.
Η κρίση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων
Το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι το αξιόποινο των πράξεων είχε παραγραφεί, δυνάμει του άρθρου 67 του Ν 4735/2020 (Α’ 197/12.10.2020), ενώ το κεντρικό ζήτημα που απασχόλησε είναι εάν η συγκεκριμένη ρύθμιση συνιστά κρυπτοαμνηστία. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στη ρύθμιση εκκρεμοτήτων διοικητικής φύσης και καθιερώνουν την οριστική παύση ποινικών και πειθαρχικών διώξεων για εντάλματα που εκδόθηκαν έως 31/7/2019, εφόσον αυτά κρίθηκαν νόμιμα από αρμόδιους φορείς. Κατά το σκεπτικό της απόφασης, η νομοθετική ρύθμιση δεν υποκρύπτει αμνηστία, καθώς:
- Δεν καταργεί αναδρομικά το αξιόποινο των πράξεων.
- Αφορά την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την τέλεση των πράξεων και περιορίζεται στην οριστική παύση της δίωξης.
- Δεν αναιρεί την τέλεση του εγκλήματος ή τις σχετικές ευθύνες, παρά μόνο περιορίζει τη χρονική ισχύ της ποινικής δίωξης.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων κατέληξε ότι η επίμαχη διάταξη είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, επικαλούμενο προηγούμενη νομολογία (Ολ. ΑΠ 11/2001) και αντίστοιχες νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως εκείνη στο άρθρο 25 του Ν 2721/1999, που θέσπιζε ειδική παραγραφή για τις πράξεις της παρακώλυσης των συγκοινωνιών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων.
Ζητήματα συνταγματικότητας και παραπομπή στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου
Κατά την εξέταση της εισαγγελικής αίτησης αναίρεσης, το Ζ’ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου επεχείρησε να προσεγγίσει τη φύση της νομοθετικής ρύθμισης του άρθρου 67 του Ν 4735/2020 (Α’ 197/12.10.2020), επισημαίνοντας ότι η διάταξη αυτή βρίσκεται στο μεταίχμιο, μεταξύ ειδικής παραγραφής και αμνηστίας. Διαπιστώνοντας ότι τόσο η αμνηστία όσο και η ειδική παραγραφή οδηγούν σε εξάλειψη του αξιοποίνου, τις διέκρινε ως προς τα παρακάτω:
- Η αμνηστία εφαρμόζεται μόνο σε πολιτικά εγκλήματα, ενώ η ειδική παραγραφή αφορά και κοινά εγκλήματα.
- Η ειδική παραγραφή περιορίζεται χρονικά και συνδέεται με συγκεκριμένους όρους (π.χ. μη τέλεση νέου εγκλήματος).
Ο Άρειος Πάγος ερμηνεύοντας τη συνταγματική πρόβλεψη για ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο και για απαγόρευση της αμνήστευσης κοινών εγκλημάτων, πέραν των πολιτικών, έκρινε ότι τίθεται εν αμφιβόλω η συνταγματικότητα της ρύθμισης, καθώς εντοπίστηκαν τα εξής προβληματικά σημεία:
α) Αοριστία κατά τη διατύπωση της ρύθμισης, χωρίς σαφή οριοθέτηση του χρόνου τέλεσης
β) Ανασφάλεια δικαίου, λόγω ανεπαρκούς προσδιορισμού του ύψους της ποινής για ήδη κριθέντα εγκλήματα
Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν συμβαδίζουν με τη θεμελιώδη αρχή της νομιμότητας (άρθρο 7 Σ) και υπονοούν κρυπτοαμνηστία, με την οποία επιχειρείται η παρά το Σύνταγμα αναδρομική απαλλαγή συγκεκριμένων (πολιτικών) προσώπων.
Για τους λόγους αυτούς, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία και αναμένεται να διαπιστώσει εάν η ειδική παραγραφή που θεσπίστηκε με τον Ν 4735/2020 (Α’ 197/12.10.2020) άρθρο 67, είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές υπαγορεύσεις για ισότητα των πολιτών ενώπιον του Νόμου και διάκριση των εξουσιών.
Δείτε τη δικαστική απόφαση στην Qualex: ΑΠ (Ποιν) 920/2024