Kομβικές αλλαγές, μακριά από τυπολατρικές αγκυλώσεις και έγνοια για τυχόν δικονομικές συνέπειες, απαιτούνται για να εξελιχθεί η διαμεσολάβηση σε ουσιαστική διαδικασία, με σοβαρά κίνητρα: Αυτό είναι το κυριότερο συμπέρασμα της έρευνας που διενήργησε ο Σύνδεσμος Ελλήνων Διαμεσολαβητών για τον θεσμό στη χώρα, με στόχο αυτή να λειτουργήσει ως εργαλείο ενίσχυσής του, ενόψει και της αλλαγής του οικείου νομικού πλαισίου.
Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά 733 διαμεσολαβητές, δείγμα που θεωρείται ως εξαιρετικά υψηλό, καθώς αντιπροσωπεύει πάνω από το 20% των διαμεσολαβητών. Υπεύθυνη της έρευνας του ΣΕΔΙ είναι η Ελένη Χαραλαμπίδου. Τα στοιχεία δίνουν σαφή εικόνα, αφενός μεν των ζητημάτων που έχουν προκύψει από την εφαρμογή του Ν. 4640/2019, αφετέρου δε των ευκαιριών -προτάσεων προς βελτίωση.
Τα κυριότερα συμπεράσματα είναι τα εξής:
- Από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων είναι εμφανές ότι η αποτελεσματικότητα της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας είναι χαμηλή, όσο αυτή περιορίζεται σε μια τυπολατρική προσέγγιση. Συχνά η ΥΑΣΔ απομειώνεται σε μια σύντομη θεωρητική παρουσίαση που λαμβάνει χώρα πολύ αργά, με στόχο τη λήψη ενός πρακτικού υπό τον φόβο δικονομικών απαραδέκτων. Η συχνότητα με την οποία συναντούμε αυτή την προσέγγιση έχει επηρεάσει και τη γενικότερη εικόνα του θεσμού.
Τόσο από τα εμπόδια όσο και από τις καλές πρακτικές που παρατέθηκαν από τους διαμεσολαβητές, ως στοιχεία που επηρεάζουν τη συνέχιση της διαμεσολάβησης, καθίσταται σαφές ότι χρειάζεται συλλογική μεταστροφή σε μια ουσιαστική προσπάθεια διαμεσολάβησης με σοβαρά κίνητρα για συμμετοχή σε αυτήν, κυρίως οικονομικά, που δε θα εστιάζουν σε δικονομικές συνέπειες. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στη γειτονική Ιταλία η πρώτη συνάντηση έχει πλέον όριο 2 ωρών και αντιμετωπίζεται ως πραγματική προσπάθεια διαμεσολάβησης, ενώ θεσπίστηκαν και φορολογικά κίνητρα. Επίσης, ως καλές πρακτικές από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων, αναδεικνύονται η προσεκτική προετοιμασία πριν από την υπόθεση, η επικοινωνία των διαμεσολαβητών με τους νομικούς παραστάτες, τόσο πριν, όσο και μετά την υπόθεση, οι ιδιωτικές συνεδρίες στα πλαίσια της ΥΑΣΔ και η αφιέρωση χρόνου και ενδιαφέροντος από την πλευρά του διαμεσολαβητή: πρακτικές δηλαδή που συνδέονται με την ουσιαστική και όχι την τυπική αντιμετώπιση της ΥΑΣΔ.
- Ο ρόλος των νομικών παραστατών είναι καθοριστικός. Το αποτέλεσμα εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό από την ορθή ενημέρωσή τους ως προς τη διαδικασία, τη νομοθεσία, τον ρόλο και τα κριτήρια επιλογής διαμεσολαβητή, αλλά και την αμοιβή για τις υπηρεσίες τους, παράγοντες που επηρεάζουν την εικόνα τους για τον θεσμό και κατ’ επέκταση και την κατεύθυνση που δίνουν στους εντολείς τους. Η ουσιαστική ενημέρωση και η θέσπιση κινήτρων για τους νομικούς παραστάτες συνιστά σημαντικό πυλώνα επιτυχίας.
- Για τους “συνήθεις” διαδίκους (π.χ. τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες), χρειάζεται μία πολιτική που θα αλλάξει την πάγια τακτική τους. Νομικά πρόσωπα που είναι διάδικοι σε μεγάλο αριθμό αγωγών (π.χ. τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες κτλ.) ακολουθούν κοινή εταιρική γραμμή, ως προς τον θεσμό και οι νομικοί τους παραστάτες εμφανίζονται στην ΥΑΣΔ κατά κανόνα χωρίς εξουσιοδότηση να προχωρήσουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έρευνα οι τραπεζικές διαφορές συγκέντρωσαν το χαμηλότερο ποσοστό συνέχισης μετά την ΥΑΣΔ, ενώ η πρόταση για ειδική πρόβλεψη κινήτρων ή/και κυρώσεων για τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρίες συγκέντρωσε το υψηλότερο ποσοστό υποστήριξης από όλες τις προτάσεις.
- Απαιτείται έλεγχος για τον περιορισμό φαινομένων καταχρηστικών συμπεριφορών που ακυρώνουν τον σκοπό του θεσμού (μη παράσταση των μερών, διεξαγωγή με τηλεδιάσκεψη άνευ λόγου κτλ). Παρουσιάζεται δυσάναλογη κατάχρηση της δυνατότητας εξουσιοδότησης του νομικού παραστάτη να εκπροσωπήσει τον εντολέα του, λόγω σοβαρού λόγου (το 87,2% των διαμεσολαβητών έχει αντιμετωπίσει το φαινόμενο και εξ αυτών το 46,5% δήλωσε ότι το αντιμετωπίζει συχνά). Μέχρι στιγμής, ο έλεγχος από το δικαστήριο για την ύπαρξη σημαντικού λόγου για τη μη παράσταση του μέρους είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Επίσης, από τις ερωτήσεις ανοιχτού τύπου κατέστη εμφανές ότι γίνεται εξίσου κατάχρηση της δυνατότητας διεξαγωγής μέσω τηλεδιάσκεψης χωρίς να χρειάζεται πάντα.
- Υπάρχει ανάγκη για εξυπηρέτηση δικηγόρων και διαμεσολαβητών με υπάλληλο πλήρους απασχόλησης της ΚΕΔ και ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας, καθώς και για εποπτεία του επαγγέλματος των διαμεσολαβητών. Η πλειοψηφία των διαμεσολαβητών ζητά πρακτική εξυπηρέτηση με helpdesk από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, ενέργειες ενημέρωσης του κοινού και των δικηγόρων, καθώς και προώθησης του θεσμού και περισσότερες γνωμο-δοτήσεις. Τέλος, οι συμμετέχοντες ζητούν καλύτερη εποπτεία καθώς υπάρχουν διαμεσολαβητές που δεν τιμούν τον κλάδο και δημιουργούν λανθασμένη εικόνα για τον θεσμό.
Δείτε αναλυτικά την έρευνα ΕΔΩ.