Η εφ’ όλης της ύλης αξιολόγηση της νέας δικονομίας του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν μπορεί να γίνει, χωρίς προηγουμένως αυτή να δοκιμαστεί στην πράξη. Παρά τη στάση αναμονής που διατηρεί η νομική κοινότητα, οι πρόσφατες αλλαγές στο προεδρικό διάταγμα 18/89, που ως κύριο στόχο έχουν την επιτάχυνση της διοικητικής δικαιοσύνης, έχουν προκαλέσει συζητήσεις και απορίες για το νέο τοπίο που σταδιακά διαμορφώνεται, ακόμη και ενστάσεις για την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, εντοπίζοντας την ανάγκη, και με διάθεση να μιλήσει ανοιχτά για τη νέα δικονομία του Συμβουλίου της Επικρατείας, πραγματοποίησε στις 4 Δεκεμβρίου επιμορφωτικό σεμινάριο, στο οποίο συμμετείχαν ειδήμονες της διοικητικής δικονομίας σε θεωρία και πράξη. Μεταξύ αυτών, ο Αλέξανδρος Μαντζούτσος, Δικηγόρος – ΔΝ, Σύμβουλος, τ. Αντιπρόεδρος ΔΣΑ, ο Βασίλης Παπαγεωργίου, Δικηγόρος ΑΠ & ΣτΕ – DEA (Droit Public) Aix-Marseille III και ο Βασίλης Τσιγαρίδας, Δικηγόρος – ΔΝ, ο οποίος συμμετείχε στη συζήτηση διαδικτυακά. Χαιρετισμό απηύθυνε και ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων και Πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός.
Δημήτρης Βερβεσός
«Η επίλυση του ζητήματος της επιτάχυνσης συνδέεται πρώτα από όλα με την έγκαιρη έκδοση των αποφάσεων και την πλήρη ψηφιοποίηση των δικαστικών και διοικητικών υπηρεσιών, τον περιορισμό των οίκοθεν αναβολών, αλλά και τον περιορισμό των αλόγιστων ενδίκων μέσων από την πλευρά του δημοσίου, που πολλαπλασιάζουν αδικαιολόγητα τις διοικητικές διαφορές»
Στις καταδικαστικές για τη χώρα μας αποφάσεις του ΕΔΔΑ, όπως η απόφαση Τσιώλη κατά Ελλάδος, που αναδεικνύει την υπερβολική τυπολατρία του ΣτΕ στις προϋποθέσεις παραδεκτού της αναίρεσης, και η απόφαση Ζουμπουλίδη κατά Ελλάδος, που καταδεικνύει παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη, λόγω των δυσκολιών που θέτει το ΣτΕ στην προσφυγή για ζημίες από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, στάθηκε στην αρχή της εισήγησής του ο Πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων και Πρόεδρος του ΔΣΑ Δημήτρης Βερβεσός.
Ακολούθως, ο ίδιος αναφέρθηκε πρόσφατες αποφάσεις 1639 και 1641/2024 του ΣτΕ, με τις οποίες κρίθηκε ότι ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τις αποφάσεις διορισμού μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, παρά την αντισυνταγματικότητα των διαδικασιών διορισμού τους.
Ο κ. Βερβεσός τόνισε, επίσης, την κακή θέση του ΣτΕ, σε σχέση με τις καθυστερήσεις απονομής δικαιοσύνης, επισημαίνοντας ότι το ΣτΕ είναι το πιο αργό διοικητικό δικαστήριο στην Ευρώπη, με καθυστέρηση 1.239 ημερών για την έκδοση αποφάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι «ο περιορισμός των σελίδων των δικογράφων ή η επίρριψη στους διαδίκους του κόστους των επιδόσεων έχουν μηδαμινό αντίκτυπο στην επιτάχυνση της διοικητικής δικαιοσύνης».
Κλείνοντας, ο Πρόεδρος του ΔΣΑ τόνισε ότι «οι μεγάλες θεσμικές κατακτήσεις δεν ήρθαν ποτέ ως δώρο, αλλά ως αποτέλεσμα συλλογικών αγώνων και αταλάντευτης προσήλωσης στις αρχές του κράτους δικαίου».
Αλέξανδρος Μαντζούτσος
«Ο εμπροσθοβαρής χαρακτήρας της νέας διαδικασίας, σε συνδυασμό με τη γενίκευση της διαδικασίας των συμβουλίων, μπορεί πράγματι να συμβάλει στη μερική έστω επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης. Αλλά το ερώτημα παραμένει: ποιας Δικαιοσύνης;»
Στις 16 Σεπτεμβρίου 2024, με την έναρξη ισχύος του δεύτερου μέρους του Νόμου 5119/2024, η ελληνική έννομη τάξη απέκτησε δύο εκδοχές του Προεδρικού Διατάγματος 18/1989, όπως σημείωσε στην αρχή της εισήγησής του ο Αλέξανδρος Μαντζούτσος, Δικηγόρος – ΔΝ, Σύμβουλος, τ. Αντιπρόεδρος ΔΣΑ. Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 23, για τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που έχουν κατατεθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2024, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος που ίσχυαν πριν από την 16η Σεπτεμβρίου 2024. Παρόλα αυτά, προβλέπεται ότι με πράξη του Προέδρου μπορούν να εισάγονται και να εκδικάζονται με τις νέες διαδικασίες τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που έχουν κατατεθεί πριν από την 16η Σεπτεμβρίου 2024. Ωστόσο, για τις ακυρωτικές υποθέσεις που είναι αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, θα εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος που ίσχυαν πριν από την 16η Σεπτεμβρίου 2024.
Αυτό πρακτικά σημαίνει, όπως υπογράμμισε ο τ. Αντιπρόεδρος του ΔΣΑ, ότι οι ακυρωτικές διαφορές ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου και του Διοικητικού Εφετείου, καθώς και τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που κατατέθηκαν έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2024 στο Συμβούλιο της Επικρατείας, θα εκδικάζονται με βάση το παλαιό Προεδρικό Διάταγμα. Από την άλλη πλευρά, τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που κατατίθενται στο Συμβούλιο της Επικρατείας μετά τη 16η Σεπτεμβρίου 2024 θα εκδικάζονται με βάση τις διατάξεις του νέου Προεδρικού Διατάγματος 18/1989. «Αυτή η ρύθμιση αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, υπερβαίνοντας τη συνήθη κακή νομοθέτηση των τελευταίων ετών», όπως χαρακτηριστικά παρατήρησε, για να σημειώσει εν συνεχεία ότι είναι αδιανόητο να τροποποιούνται διατάξεις μόνο για ένα μέρος του πεδίου εφαρμογής τους.
Αναφερόμενος στον σκοπό της μεταρρύθμισης για ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διοικητική δικαιοσύνη, ο κ. Μαντζούτσος διερωτήθηκε κατά πόσο εξυπηρετείται αυτός ο σκοπός, όταν αφενός το πρόβλημα των χιλιάδων εκκρεμών υποθέσεων παραμένει άλυτο και αφετέρου, με το άρθρο 22 του ίδιου νόμου, προβλέπεται η σύσταση επιτροπής για την κωδικοποίηση της νομοθεσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η επιτροπή αυτή πρέπει να ολοκληρώσει το έργο της εντός έξι μηνών, με δυνατότητα όχι μόνο κωδικοποίησης, αλλά και τροποποίησης των ισχυουσών διατάξεων. «Δηλαδή, μέχρι να εξοικειωθούν οι δικηγόροι και οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης με τις νέες ρυθμίσεις του νόμου, αναμένεται να έχουμε εκ νέου αλλαγές», όπως ανέφερε.
Όσον αφορά τις κυριότερες αλλαγές, σημείωσε ότι καθίσταται πλέον επιτακτικότερος ο κανόνας της μη υπέρβασης του μέγιστου αριθμού σελίδων στα δικόγραφα. Τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, οι πρόσθετοι λόγοι και οι παρεμβάσεις πρέπει να περιορίζονται στις 30 σελίδες, ενώ τα υπομνήματα στις 20. Εάν υπάρξει υπέρβαση, απορρίπτονται αυτομάτως ως απαράδεκτα, χωρίς δυνατότητα προσαρμογής. Όσον αφορά την επίδοση, αυτή μεταφέρεται πλέον στην ευθύνη του διαδίκου που καταθέτει το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Μετά την άσκησή του, η υπόθεση ανατίθεται σε πάρεδρο ή εισηγητή, ο οποίος θα την εισαγάγει σε τριμελές Συμβούλιο αποτελούμενο από τον πρόεδρο του τμήματος ή τον αναπληρωτή του, έναν σύμβουλο και τον πάρεδρο ή εισηγητή στον οποίο ανατέθηκε η υπόθεση. Η ανάθεση των υποθέσεων γίνεται με βάση αλγόριθμο, με στόχο την ίση κατανομή.
Περαιτέρω, όπως ανέφερε, το Συμβούλιο μπορεί, εάν κρίνει ότι η υπόθεση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες πραγματικές ή νομικές δυσκολίες, να αποδέχεται ή να απορρίπτει το ένδικο βοήθημα ή μέσο με συνοπτική, ομόφωνη απόφαση. Σε διαφορετική περίπτωση, εκδίδεται πρακτικό για την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο. Πλέον, η διαδικασία στο Συμβούλιο γίνεται ο κανόνας, ενώ η εισαγωγή υποθέσεων στο ακροατήριο εξαρτάται από την ύπαρξη ιδιαίτερων πραγματικών ή νομικών δυσκολιών.
Κύρια καινοτομία της νέας δικονομίας του ΣτΕ είναι η εμπροσθοβαρής διαδικασία, όπου ως σημείο αναφοράς για τις προθεσμίες θεωρείται η κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, και όχι η συζήτηση. Τέλος, όπως εκτίμησε, ο εμπροσθοβαρής χαρακτήρας αυτής της νέας διαδικασίας, σε συνδυασμό με τη γενίκευση της διαδικασίας των συμβουλίων, μπορεί πράγματι να συμβάλει στη μερική έστω επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης. Ωστόσο, το ερώτημα, όπως παρατήρησε, παραμένει: «Άραγε η ύπαρξη παράλληλων διοικητικών δικονομιών, η υπερβολική διεύρυνση της δυνατότητας παράκαμψης της συζήτησης στο ακροατήριο, η πρόβλεψη συνοπτικών αποφάσεων για τα Συμβούλια, σε συνδυασμό με τις πολλές επιμέρους ασάφειες της νέας νομοθεσίας, ανταποκρίνονται σε πλήθος συνταγματικών και ενωσιακών απαιτήσεων;».
Βασίλης Παπαγεωργίου
«Είναι κοινός τόπος ότι η Διοίκηση δεν αντιμετωπίζεται ως διάδικος»
Η νομοθετούσα Πολιτεία και η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δεν εισήγαγαν ποτέ ως θετικό δίκαιο την αρχή της ισότητας των διαδίκων, ούτε μέσω Προεδρικών Διαταγμάτων η Διοίκηση, ούτε μέσω νομοθετημάτων ο νομοθέτης, σύμφωνα με τον Βασίλη Παπαγεωργίου, έμπειρο δικηγόρο της πράξης. Ως αποτέλεσμα, η Διοίκηση συνεχίζει να μην αντιμετωπίζεται ως ισότιμος διάδικος. Το φαινόμενο της αναμονής της αποστολής του φακέλου από τη Διοίκηση είναι συστηματικό, προκαλώντας καθυστερήσεις και εμπόδια στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, όπως εξήγησε. «Όποιος δεν τηρεί τις δικονομικές του υποχρεώσεις, θα έπρεπε να δικάζεται ερήμην με όλες τις συνέπειες. Είναι ακατανόητο γιατί, ενώ ο Άρειος Πάγος και τα ανώτατα ευρωπαϊκά δικαστήρια εφαρμόζουν αυτήν την αρχή, στην Ελλάδα η Διοίκηση παραμένει στο απυρόβλητο», όπως χαρακτηριστικά σημείωσε.
Εν συνεχεία, ανέφερε ότι το 1999, με αφορμή τα δέκα χρόνια λειτουργίας του Προεδρικού Διατάγματος 18/89, οι δικηγορικοί σύλλογοι αποτίμησαν την εφαρμογή του στην πράξη, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να διαπιστωθούν σοβαρά προβλήματα: η Διοίκηση δεν απέστειλλε φακέλους, οδηγώντας σε αναβολές και σώρευση υποθέσεων, ενώ νέες υποθέσεις κατέκλυζαν το δικαστικό σύστημα. Ελάχιστες υποθέσεις έφταναν ώριμες στο ακροατήριο, ενώ υπήρχαν καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων. Επιπλέον, η Διοίκηση ασκούσε σωρηδόν ένδικα μέσα, ακόμη και για λυμένα ζητήματα, «στοιβάζοντας δικογραφίες στα υπόγεια του Συμβουλίου της Επικρατείας», όπως παρατήρησε.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 2009, υπενθύμισε ότι ψηφίστηκε ο νόμος 3772 με τίτλο «Μέτρα Επιτάχυνσης της Δίκης στο ΣτΕ». Έτσι, εισήχθη η δυνατότητα απόρριψης απαράδεκτων ή προδήλως αβασίμων δικογράφων, ενώ εφαρμόστηκαν ποσοτικά κριτήρια («οικονομικά κατώφλια»). Ωστόσο, διαπρεπείς νομικοί, όπως ο Ε. Σπηλιωτόπουλος, είχαν τονίσει ότι τέτοια κριτήρια σε δικόγραφα ενώπιον Ανώτατου Δικαστηρίου δεν νοείται να μπουν.
Ο νόμος 3900/2010 προχώρησε σε περαιτέρω αλλαγές, καταργώντας την εισήγηση, δηλαδή την επιστημονική ανάλυση του εισηγητή δικαστή, όπως επίσης ανέφερε. Όπως κατέληξε, η θεσμοθέτηση της αρχής της ισότητας των διαδίκων είναι επιτακτική. Θα υποχρέωνε τη Διοίκηση να συμμορφώνεται με τις δικονομικές απαιτήσεις που ισχύουν για όλους.
Βασίλης Τσιγαρίδας
«Φοβάμαι ότι την τελευταία δεκαπενταετία έχουμε λησμονήσει ότι οι μεταρρυθμίσεις στη δικονομία μπορούν να γίνουν προς μια άλλη κατεύθυνση»
Τον κύκλο των εισηγήσεων ολοκλήρωσε ο Βασίλης Τσιγαρίδας, Δικηγόρος – ΔΝ, ο οποίος υπενθύμισε ότι από το 2010 μέχρι σήμερα, έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές τροποποιήσεις του ΠΔ 18/89, μερικές από τις οποίες ήταν πιο εκτεταμένες, άλλες λιγότερο. Η βασική διαφορά του νέου νόμου, σε σχέση με τις προηγούμενες νομοθετικές παρεμβάσεις, είναι ότι αποσκοπεί στη συνολική αναβάθμιση της δικονομίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και, κατ’ ουσίαν, στη θέσπιση μιας διακριτής δικονομίας για το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, όπως παρατήρησε. Τόνισε, δε, ότι η προσθήκη αυτών των κανόνων δεν εξυπηρετεί την ασφάλεια δικαίου και αναμένεται να δημιουργήσει σύγχυση στην πράξη.
Παράλληλα, όπως ανέφερε, η υιοθέτηση της διακριτής δικονομίας για το ΣτΕ, από δογματική άποψη, δυσκολεύει την εύρεση θεμελίωσης. Τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον στη θεωρία, ο διάλογος επικεντρωνόταν στην κατάργηση της ακυρωτικής αρμοδιότητας ή, τουλάχιστον, στη γενίκευση των διαδικαστικών ενδίκων βοηθημάτων ουσίας. Έτσι, η συζήτηση έτεινε προς την ουσιαστικοποίηση των διαφορών, παρέχοντας πλήρη δικαστική προστασία. Ωστόσο, από τη νομολογία του ΣτΕ διαφαίνεται ότι, τα τελευταία χρόνια, εντείνεται ο έλεγχος της πλάνης περί τα πράγματα και της αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων, κάτι που δεν συμβαδίζει πάντα με την κλασική διδασκαλία της διοικητικής δικονομίας.
Η νέα μεταρρύθμιση που καθιέρωσε δεύτερη ακυρωτική δικονομία φαίνεται να ανέστειλε τις προσδοκίες για ουσιαστικοποίηση των διαφορών, επιμένοντας σ’ ένα μοντέλο που ταλαιπωρεί δικαστές και δικηγόρους, κυρίως όμως τους αιτούντες δικαστική προστασία, όπως υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στη βασική στόχευση της νέας δικονομίας, που είναι η επιτάχυνση, σημείωσε ότι αυτή είναι ασφαλώς επιθυμητή. Εντούτοις, έχει καταλήξει να θεωρείται ταυτόσημη τα τελευταία χρόνια με την αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Παραδοσιακά, τα ένδικα βοηθήματα στη διοικητική δίκη ασκούνταν με μία διαδικαστική πράξη, την πράξη της κατάθεσης, όπως εν συνεχεία σημείωσε. Αρκούσε δηλαδή η κατάθεση του ένδικου βοηθήματος για να ξεκινήσει η εκκρεμοδικία. Ωστόσο, το άρθρο 6 του νέου νόμου τροποποιεί ριζικά το άρθρο 21 του ΠΔ 18/89, αφού απαιτεί να κοινοποιείται η αίτηση ακύρωσης μέσα σε προθεσμία δύο μηνών, όχι από τη Γραμματεία, αλλά από τους δικηγόρους. Η κοινοποίηση από τη Γραμματεία, σε γενικές γραμμές, αντιμετωπιζόταν ως δείγμα της μέριμνας του Δικαστηρίου για την πρόοδο της δίκης και της ιδιαίτερης, σε σχέση με την πολιτική δικονομία, φυσιογνωμίας της διοικητικής δίκης. Κατά τον ίδιο, η συγκεκριμένη πρόβλεψη περί της επίδοσης των δικογράφων που διέπουν τη δικαστική προστασία, παρότι αυξάνει τα έξοδα, κινείται σε θετική κατεύθυνση.
Πέραν του ότι με αυτή τη διάταξη που προσέθεσε ο νομοθέτης στον νόμο, επιβεβαιώνεται ο υποκειμενικός χαρακτήρας της διοικητικής δίκης, το δεδομένο είναι ότι η δικαστική προστασία θα κινηθεί ταχύτερα, όπως ανέφερε, σημειώνοντας επίσης ότι ο αιτών δικαστική προστασία αποκτά πλέον ενεργό ρόλο στη χρονική διευθέτηση της αντιδικίας, αφού η κατάθεση του δικογράφου ενεργοποιεί την τρίμηνη προθεσμία της Διοίκησης για να προσκομίσει τις απόψεις και τον φάκελό της, σύμφωνα με τη σχετική νομοθετική πρόβλεψη.
Σχολιάζοντας τις νέες διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 18/1989, ο Βασίλης Τσιγαρίδας, Δικηγόρος και ΔΝ, ανέφερε ότι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα σημεία του νέου νόμου είναι η έκταση των δικογράφων. Όπως εξήγησε, ενώ το Προεδρικό Διάταγμα του 1989 χρησιμοποιεί ελάχιστες λέξεις για σημαντικά θέματα, όπως η έννοια του έννομου συμφέροντος ή το περιεχόμενο του λόγου ακύρωσης, η νέα ρύθμιση αφιερώνει μεγάλες και αναλυτικές διατάξεις για την έκταση των δικογράφων, κάτι που προκαλεί εντύπωση.
Θετικά αξιολόγησε, όμως, τη δυνατότητα για φυσικά πρόσωπα να προσέρχονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας με εξουσιοδότηση από το gov.gr αντί για συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, αναγνωρίζοντας ότι η επιμονή στη χρήση συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων ήταν προβληματική στο παρελθόν. Σημείωσε, ωστόσο, ότι αυτή η δυνατότητα δεν ισχύει για τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου.
Αναφορικά με την κεντρική αλλαγή του νομοθέτη, ο κ. Τσιγαρίδας αναφέρθηκε στη διάρθρωση της ακυρωτικής δίκης, η οποία διχοτομείται σε δύο στάδια. Όπως είπε, το νέο σύστημα προβλέπει ένα πρώτο στάδιο για όλες τις υποθέσεις, εκτός των επειγουσών, και αυτών που έχουν ιδιαίτερες περιστάσεις, και ένα δεύτερο στάδιο για τις διαφορές που πληρούν ειδικές προϋποθέσεις.
Ο κ. Τσιγαρίδας σημείωσε ότι η δικονομία συνιστά πεδίο εφαρμογής της τυπικής ισότητας, γεγονός που συνεπάγεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να λάβει υπόψη του τις διαφορετικές δυνατότητες πρόσβασης των διαδίκων στη δικαιοσύνη. Ειδικότερα, ανέφερε πως ενώ μια μεγάλη εταιρεία μπορεί εύκολα να αμφισβητήσει μια διοικητική πράξη, η πρόσβαση ενός αιτούντος άσυλο είναι πολύ πιο περιορισμένη. Έτσι, και ενώ παραδοσιακά τα παράβολα και τα δαπανήματα αποτελούσαν ένα μέσο για την αποφυγή των απερίσκεπτων ενδίκων βοηθημάτων, με τις νέες διατάξεις, τα παράβολα και τα λοιπά δικαστικά δαπανήματα μάλλον κατευθύνουν τους διαδίκους στην «αποδοχή μιας διοικητικής δικαιοσύνης χαμηλότερων προδιαγραφών», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Κλείνοντας, εξέφρασε την άποψη ότι την τελευταία δεκαπενταετία έχουμε λησμονήσει ότι οι μεταρρυθμίσεις στη δικονομία μπορούν να γίνουν προς μια άλλη -εγγυητικού χαρακτήρα- κατεύθυνση. «Δεν συζητάμε πια καθόλου για το αν θα έπρεπε να αυξηθεί, παραδείγματος χάριν, η προθεσμία, για το αν θα έπρεπε να μειωθούν τα έξοδα, για το πώς θα πρέπει να διεξάγεται ο διάλογος μεταξύ των δικαστών και των διαδίκων», όπως κατέληξε.