Κατά τη διάταξη του άρθρου 937 ΑΚ, η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά από πέντε έτη, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση, ενώ σε κάθε περίπτωση (ακόμη και αν δηλαδή δεν εκκίνησε κατά τα ανωτέρω η πενταετία με τη γνώση του ζημιωθέντος) η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την αδικοπρακτική ενέργεια. Η εν λόγω παραγραφή καταλαμβάνει κάθε είδους αξίωση από αδικοπραξία, είτε πρόκειται για αποζημίωση είτε για αποκατάσταση ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Πάντως, γίνεται γενικά δεκτό ότι η ΑΚ 937 δεν εφαρμόζεται επί της αναγωγικής αξίωσης του άρθρου 927 ΑΚ, η οποία δεν αποτελεί αδικοπρακτική αξίωση.
Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών της πράξης. Δεν απαιτείται γνώση της ακριβούς έκτασης της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης (ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 866/2017, ΑΠ 72/2013). Αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή (ΟλΑΠ 24/2003). Ακόμη και αν οι από την αδικοπραξία επιζήμιες συνέπειες επέρχονται εξακολουθητικά και προϊόντος του χρόνου, η αξίωση αποζημίωσης δεν αναγεννιέται με κάθε νέα επέλευση επιζήμιας συνέπειας, αλλά γεννήθηκε άπαξ τη στιγμή που άρχισαν να αναδύονται οι πρώτες επιζήμιες συνέπειές της∙ έκτοτε δε, εφόσον υφίστανται και οι λοιπές προϋποθέσεις της γνώσεως της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου εκ μέρους του δικαιούχου παθόντος, αρχίζει η θεσπιζόμενη από το άρθρο 937 ΑΚ πενταετής παραγραφή της προς αποζημίωση αξιώσεως και για τις ζημίες που επήλθαν και για εκείνες που θα επέλθουν μελλοντικά (ΑΠ 332/2014, 784/1986). Αν ωστόσο μεταγενέστερα γεννήθηκαν ή έγιναν αντιληπτές επιζήμιες συνέπειες, οι οποίες προηγουμένως ήταν απρόβλεπτες και απροσδόκητες, αρχίζει για την αξίωση προς αποκατάσταση αυτών νέα, αυτοτελής παραγραφή, αφότου ο παθών έλαβε γνώση αυτών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με την αδικοπραξία (ΑΠ 1793/2017, ΑΠ 940/2001).
Διαφορετικά όμως έχουν κατά τη νομολογία τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του ζημιώσαντος να άρει τη γενεσιουργό της ζημίας κατάσταση δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσης και ολοκληρωθείσης πράξης του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση, αλλά της διατήρησης και μη άρσης της ζημιογόνου αυτής κατάστασης, γεννάται δε όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξης, με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως, η κατά το άρθρο 937 ΑΚ πενταετής ως άνω παραγραφή της αξίωσης του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από τη διατήρηση της κατάστασης αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από το χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη, με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση, αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία σε άλλον (ΑΠ 292/2016, 1730/2010, ΑΠ 832/2008).
Προϋπόθεση για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης που προήλθε από αδικοπραξία είναι η γνώση από τον ζημιωθέντα τόσο της ζημίας όσο και του υπόχρεου προς αποζημίωση, δηλαδή όλων εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου. Εάν ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά από είκοσι έτη από τη τέλεση της αδικοπραξίας. Θεωρείται ότι ο ζημιωθείς ή ο εν γένει δικαιούχος της αποζημίωσης γνωρίζει τον υπόχρεο, όταν γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας. Δεν αρκούν απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια. Πότε συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι ζήτημα πραγματικό, εξαρτώμενο από τη συνολική εκτίμηση της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υπόχρεου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου σε αποζημίωση ήδη από τον χρόνο που θα μπορούσε να το είχε πληροφορηθεί (ΑΠ 737/2012, ΑΠ 1666/2008, ΑΠ 141/2007). Επί νομικών προσώπων η γνώση κρίνεται στο πρόσωπο του οργάνου (ΑΠ 750/2018). Εξάλλου, από την ΑΚ 937 σε συνδυασμό προς την ΚΠολΔ 338, προκύπτει ότι το βάρος απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, φέρει εκείνος που επικαλείται την έναρξη της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης, δηλαδή ο εναγόμενος, ο δε ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η ζημία δεν ήταν από τότε προβλεπτή και ότι έλαβε γνώση σε μεταγενέστερο χρόνο, από τον οποίον και έπειτα αυτή ήταν πλέον προβλεπτή, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση και όχι αντένσταση κατά της ενστάσεως περί παραγραφής (ΑΠ 475/2017, ΑΠ 591/2017, ΑΠ 379/2017, ΑΠ 807/1997 ΕλλΔνη 1998. 88, ΕφΑθ 6632/2001 ΔΕΕ 2002. 202, ΕφΘεσ 1477/2010 Αρμ. 2011. 393).
Η από τον ζημιωθέντα γνώση του υπόχρεου σε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, υπό την έννοια της προαναφερομένης διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ, υπάρχει ως προς το πρόσωπο του προστήσαντος (στο πλαίσιο της ΑΚ 922) και όταν δεν είναι μεν γνωστό το πρόσωπο εκείνου που προκάλεσε τη ζημία, είναι όμως γνωστό ότι η ζημία προκλήθηκε από ένα από τα πρόσωπα που είχαν προστηθεί ως υπάλληλοι εκ μέρους του προστήσαντος, χωρίς να είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο ζημιωθείς και ποιος συγκεκριμένος προστηθείς ενήργησε. Τούτο δε γιατί η ευθύνη του προστήσαντος υφίσταται ανεξάρτητα από το ποιος συγκεκριμένα από τους υπαλλήλους αυτούς τέλεσε την πράξη ή παράλειψη που προξένησε τη ζημία (ΑΠ 160/2001 ΕλλΔνη 42. 1542).
Αν υφίσταται συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, αν δηλαδή το παράνομο υφίσταται και ανεξάρτητα από τη σύμβαση που εξελίσσεται ανώμαλα, τότε κατά τη νομολογία γεννιούνται δύο ανεξάρτητες και αυτοτελείς αξιώσεις, καθεμία από τις οποίες υπόκειται σε ίδιους κανόνες και συνακόλουθα σε ίδια παραγραφή, χωρίς κανένας κανόνας να επηρεάζει την ύπαρξη της άλλης αν είναι μακρότερη. Συνεπώς, η αξίωση από αδικοπραξία θα υπόκειται στην παραγραφή της ΑΚ 937, ανεξάρτητα από την παραγραφή της αξίωσης από την αθέτηση της συμβατικής σχέσης, η οποία θα υπόκειται είτε στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή (άρθρο 249 ΑΚ) ή και στην προβλεπόμενη ειδικά για ορισμένες αξιώσεις βραχύτερη παραγραφή (βλ. π.χ. άρθρα 250, 602, 693, 820 ΑΚ). Ευλόγως βέβαια ασκείται κριτική εκ μέρους της θεωρίας στην ανωτέρω νομολογιακή θέση, καθώς έτσι κατ’ ουσίαν ματαιώνεται ο σκοπός της νομοθετικής καθιέρωσης της βραχύτερης παραγραφής (βλ. ενδεικτικά Γεωργιάδη, Δ 6, 43).
Με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 937 θεσπίζεται μια πρόσθετη, επικουρική παραγραφή, με σκοπό την εξυπηρέτηση της βεβαιότητας και ασφάλειας του δικαίου, με τη θέσπιση ενός ανώτατου ορίου διάρκειας της εκκρεμότητας των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία. Η παραγραφή αυτή είναι εικοσαετής και ως αφετηρία για την έναρξή της λαμβάνεται ο χρόνος της τέλεσης της άδικης πράξης, ήτοι ο χρόνος εκδήλωσης της αντικειμενικά παράνομης συμπεριφοράς, θετικής ενέργειας ή παράλειψης του υπαίτιου, και όχι ο χρόνος κατά τον οποίο εκδηλώθηκαν τα αποτελέσματά της, αφού η ζημία μπορεί να επέλθει αργότερα και ανεξάρτητα από τη γέννηση της απαίτησης για την αντίστοιχη αξίωση αποζημίωσης και τη γνώση της ζημίας και του υπόχρεου σε αποζημίωση από τον παθόντα (ΑΠ 14/2018, ΑΠ 951/2008).
Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο της ΑΚ 937, αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα ποινικά κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Η ρύθμιση αυτή υπαγορεύθηκε από τη σκέψη ότι δεν θα ήταν δικαιολογημένη η κατάλυση μέσω της παραγραφής της προς αποζημίωση αστικής απαίτησης, ενόσω ο δράστης της αδικοπραξίας θα ήταν ακόμη εκτεθειμένος στην βαρύτερα πλήττουσα αυτόν ποινική δίωξη και στη συνέχεια καταδίκη. Για την εφαρμογή της παρ. 2 του παραπάνω άρθρου πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) Η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης ούτε βεβαίως η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής δίωξης, το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημίωσης ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως.
β) Η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξης πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νομό, αναλόγως, ποινική παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθαρίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή σε διάταξη άλλου ειδικού ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων ανέρχεται σε πέντε έτη, ενώ προκειμένου περί κακουργημάτων, για τα οποία δεν προβλέπεται ποινή θανάτου ή ισόβιας κάθειρξης, ανέρχεται σε δεκαπέντε έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ. Εξάλλου, για τη διακρίβωση αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων ή κακουργημάτων, είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 ΠΚ μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο ανέρχεται σε τρία έτη για τα πλημμελήματα και πέντε έτη για τα κακουργήματα. Πράγματι, ο νομοθέτης της παρ. 2 του άρθρου 937 Α.Κ. αναφερόμενος στην μακρότερη ποινική παραγραφή, προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή, άνευ συνυπολογισμού σε αυτήν και του διαστήματος της αναστολής (ΟλΑΠ 21/2003, ΑΠ 1041/2017, ΑΠ 415/2015).
* Ο κ. Κίμων Σαϊτάκης είναι Δικηγόρος – ΔΝ, Μεταδιδάκτορας (Post-doc) της Νομικής Σχολής Αθηνών, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ