fbpx

Νομιμοποίηση παράνομων εσόδων: Δέσμευση περιουσιακών στοιχείων υπόπτου και μέσα άμυνας

Η νομολογία έχει προσφέρει αρκετά παραδείγματα όπου τα δικαστήρια έχουν άρει τη δέσμευση όταν αποδείχθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου

Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 5 λεπτά

Δείτε επίσης

Οι αρχές , στο πλαίσιο των ερευνών τους για την ανίχνευση και καταπολέμηση πράξεων νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, επιβάλλουν, συχνά, δέσμευση σε τραπεζικούς λογαριασμούς, θυρίδες, τίτλους (κ.ο.κ.), καθώς και απαγορεύουν τη μεταβίβαση κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας του υπόπτου. Η εν λόγω δέσμευση μπορεί να επιβληθεί και με διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητας, πριν καν την απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου. Παρακάτω θα εκθέσουμε εν συντομία τα μέσα άμυνας του υπόπτου – καθ’ ου.

Το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κοινώς γνωστό ως «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος», προβλέπεται από τον νόμο 4557/2018, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. Για την πλήρη στοιχειοθέτηση αυτού του αδικήματος, απαιτείται η τέλεση ενός προηγούμενου εγκλήματος, γνωστού και ως βασικό έγκλημα, από το οποίο προκύπτουν τα περιουσιακά στοιχεία που επιδιώκεται να νομιμοποιηθούν. Τα εγκλήματα που θεωρούνται βασικά αδικήματα καθορίζονται ρητά στον νόμο, και απαριθμούνται συγκεκριμένα στο άρθρο 4 του νόμου 4557/2018. Ο όρος «ξέπλυμα» αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία κρύβονται ή εξαφανίζονται τα ίχνη των εγκληματικών πράξεων από τις οποίες προήλθαν παράνομα έσοδα, προκειμένου αυτά να εισέλθουν στην επίσημη οικονομία ως νόμιμα χρήματα.

Οι διωκτικές αρχές, στα πλαίσια των ερευνών τους για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, έχουν την εξουσία να διατάξουν μέτρα πρόληψης και καταστολής. Αυτά περιλαμβάνουν τη δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, θυρίδων, τίτλων και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και την απαγόρευση της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, κινητών και ακινήτων. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να επιβληθούν ακόμη και πριν από την απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου, δηλαδή προτού ασκηθεί ποινική δίωξη για οποιοδήποτε αδίκημα. Αυτό υπογραμμίζει την αυστηρότητα του νομοθετικού πλαισίου για το ξέπλυμα χρήματος.

Ένα από τα κύρια μέτρα που μπορούν να ληφθούν είναι η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 42 παρ. 7 του νόμου 4557/2018. Αυτή η διάταξη παρέχει στον Πρόεδρο της Ανεξάρτητης Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, τη δυνατότητα να διατάξει τη δέσμευση, σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι έχει διαπραχθεί βασικό έγκλημα ή πράξη νομιμοποίησης. Το αντίγραφο της διάταξης διαβιβάζεται άμεσα στον εισαγγελέα, χωρίς να διακόπτεται η έρευνα από την Αρχή.

Για την εφαρμογή αυτού του μέτρου, απαιτούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις:

α) η διεξαγωγή έρευνας για την ανίχνευση πράξεων νομιμοποίησης ή βασικών εγκλημάτων,

β) η ύπαρξη βάσιμων υπόνοιων ότι έχει διαπραχθεί το βασικό έγκλημα, ή ότι γίνεται προσπάθεια νομιμοποίησης εσόδων, και

γ) η ύπαρξη επείγουσας κατάστασης, όπως η πιθανότητα άμεσης εξαφάνισης των περιουσιακών στοιχείων μέσω μεταβιβάσεων και συγκάλυψης των στοιχείων του εγκλήματος. Το μέτρο της δέσμευσης αποσκοπεί αφενός μεν στη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, αφετέρου δε στην αδρανοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου, εμποδίζοντάς τον από τη χρήση του τραπεζικού και οικονομικού συστήματος. Η δέσμευση αυτή συνεπάγεται την πλήρη αδυναμία διάθεσης ή χρήσης των δεσμευμένων στοιχείων.

Στην πράξη, οι ύποπτοι συνήθως ενημερώνονται για την επιβολή της δέσμευσης, όταν επιχειρούν να πραγματοποιήσουν κάποια συναλλαγή και αυτή απορρίπτεται λόγω της δέσμευσης. Η διάρκεια αυτής της κατάστασης, σύμφωνα με τον νόμο, μπορεί να φτάσει έως τους εννέα μήνες, εφόσον συνεχίζεται η έρευνα, και εάν απαιτείται παράταση, αυτή μπορεί να διαταχθεί από τον ανακριτή ή το δικαστικό συμβούλιο για άλλους εννέα μήνες.

Η νομολογία έχει προσφέρει αρκετά παραδείγματα, όπου τα δικαστήρια έχουν άρει τη δέσμευση, όταν αποδείχθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου

Όσον αφορά τα ένδικα βοηθήματα που έχει στη διάθεσή του ο ύποπτος, υπάρχουν δύο βασικές επιλογές:

α) Η άσκηση προσφυγής ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 4 του Ν 4557/2018, εντός 20 ημερών από την κοινοποίηση της διάταξης της Αρχής. Ο ύποπτος μπορεί να ζητήσει την άρση ή τον περιορισμό της δέσμευσης, υποστηρίζοντας ότι η περιουσία του έχει νόμιμη προέλευση ή ότι είναι αναγκαία για τη διαβίωσή του.

β) Η υποβολή αίτησης για ανάκληση της διάταξης, λόγω νέων περιστατικών που αφορούν τον ύποπτο ή τα μέλη της οικογένειάς του. Αυτή η αίτηση μπορεί να υποβληθεί σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και δεν απαιτεί την προηγούμενη άσκηση προσφυγής.

Η δεύτερη αυτή δυνατότητα να αμυνθεί ο ύποπτος σε δύο στάδια είναι σημαντική, καθώς η συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων για την υπεράσπιση είναι μια διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει αρκετό χρόνο. Έτσι, η δεύτερη αίτηση μπορεί να κατατεθεί ακόμη και μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την πρώτη προσφυγή. Νέα στοιχεία μπορεί να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την απόδειξη της νόμιμης προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων ή τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του ύποπτου, όπως η έλλειψη ρευστότητας για την κάλυψη των βιοποριστικών του αναγκών.

Η νομολογία έχει προσφέρει αρκετά παραδείγματα, όπου τα δικαστήρια έχουν άρει τη δέσμευση, όταν αποδείχθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου. Σε μία τέτοια περίπτωση, το δικαστήριο έκρινε ότι οι τραπεζικές καταθέσεις που είχαν νόμιμη προέλευση, όπως η μισθοδοσία δημοσίων υπαλλήλων, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόν νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Σε άλλη περίπτωση, κρίθηκε ότι περιουσία που αποκτήθηκε πριν από την τέλεση του βασικού αδικήματος δεν μπορούσε να δεσμευτεί, καθώς δεν σχετιζόταν με το έγκλημα. Επιπλέον, η νομολογία λαμβάνει υπόψη και τις βιοτικές ανάγκες των υπόπτων, όπως η ανάγκη για οικονομικούς πόρους για τη διαβίωσή τους. Έχει κριθεί, λόγου χάρη, ότι η δέσμευση δύο λογαριασμών έπρεπε να αρθεί, καθώς τα ποσά στους λογαριασμούς ήταν απαραίτητα για την κάλυψη των βασικών εξόδων του υπόπτου. Μία τέτοια υποχρέωση, άλλωστε, περί μη δέσμευσης περιουσίας που είναι απαραίτητη για την κάλυψη βιοποριστικών αναγκών του υπόπτου, υφίσταται και ρητά στο νόμο (αρ. 42 παρ. 8 Ν 4557/2018).

Συμπερασματικά, τα μέτρα δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, αν και αποσκοπούν στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μπορούν να οδηγήσουν σε δυσβάσταχτες επιπτώσεις για τους υπόπτους, πολλές φορές δεσμεύοντας περιουσία που δεν έχει καμία σχέση με εγκληματικές πράξεις. Αυτή η μετατόπιση του βάρους απόδειξης στον ύποπτο έρχεται σε αντίθεση με το τεκμήριο αθωότητας, καθιστώντας απαραίτητη την οργάνωση μιας ισχυρής νομικής άμυνας, ώστε να επιτευχθεί η άρση της δέσμευσης και η ουσιαστική αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων.

* Η κ. Χριστίνα Καπουράνη είναι εταίρος της δικηγορικής εταιρείας «Ψαράκης & Κεφαλάς».

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -