Ήταν Σάββατο 6 Δεκεμβρίου του 2008. Εξάρχεια, Μεσολογγίου και Τζαβέλλα. Η φραστική αντιπαράθεση ανάμεσα στον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα και έναν άοπλο έφηβο στάθηκε αρκετή για να χάσει ο μικρός τη ζωή του. Ο Κορκονέας θα πυροβολήσει με το υπηρεσιακό του περίστροφο τρεις φορές. Αστυνομικός σε ρόλο αντιήρωα… Το NB Daily ανασύρει από το αρχείο του άρθρο του καθηγητή Γιάννη Πανούση για την αστυνομική επέμβαση, τον ρόλο και τα όρια της, ως ιδιότυπο μνημόσυνο σε ένα αθώο παιδί: τον Αλέξη Γρηγορόπουλο.
Το άρθρο του κ. Πανούση επιγράφεται «Αστυνομική επέμβαση: Παντού, πάντοτε, πώς, πού, πότε (ποτέ), πουθενά» και έχει ως εξής:
Οι νομικές επεμβάσεις της Αστυνομίας ως προς την πρόληψη και την καταστολή της εγκληματικότητας βασίζονται στο Σύνταγμα και τους νόμους και δε σχετίζονται με την πολιτική εξουσία της Κυβέρνησης ή με ιδεολογικές αρχές των μερών αυτής. Η τριγωνική σχέση «Κράτος – Αστυνομία – Πολίτες» προϋποθέτει μια κοινωνικοπολιτική συναίνεση που σχετίζεται με τις δημοκρατικές αξίες.
Η άμεση σύνδεση της Αστυνομίας από τη μία με το Δίκαιο κι από την άλλη με την Εξουσία την καθιστά κρίσιμο θεσμό του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας. Η δυνατότητα (κατά)χρησης της νόμιμης βίας που της παρέχεται, η άμετρη κι αδικαιολόγητη περιστολή/καταστολή συγκρούονται όμως πολλές φορές τόσο με τις ατομικές ελευθερίες των πολιτών, όσο και με τις δυναμικές διαδηλώσεις ή διαμαρτυρίες κοινωνικών κινημάτων. Έτσι δίνεται η εντύπωση ότι η Αστυνομία εμπλέκεται στην πολιτική ζωή του τόπου κι αντί να προστατεύσει την κοινωνία από το έγκλημα τελικά προστατεύει την ασφάλεια του καθεστώτος από τους αντιφρονούντες. Η διαχείριση της κατασταλτικής δύναμης του Κράτους παραμένει ακόμα ένα άλυτο θεσμο-πολιτικό ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση η τριγωνική σχέση «Κράτος-Αστυνομία-Πολίτης» συναντιέται στην υποχρέωση των αστυνομικών να διαφυλάσσουν το δημοκρατικό πολίτευμα και την ασφάλεια των ανθρώπων στο πλαίσιο της συνταγματικής τάξης, των νόμων και της κοινωνικής συναίνεσης.
Αυτονόητα (και δεδομένα;)
Ζούμε σ’ ένα περιβάλλον αυξανόμενης ανασφάλειας και εγκληματικότητας, γι’ αυτό οι θεσμικοί πυλώνες του Κράτους Δικαίου (Δικαιοσύνη, Αστυνομία κατά κύριο λόγο) οφείλουν ν’ αναζητούν διαρκώς τη δημοκρατική νομιμότητα των ενεργειών τους και να μην την υπερβαίνουν στο όνομα οποιασδήποτε σκοπιμότητας. Ο κοινωνικός έλεγχος της εγκληματικότητας, ιδίως σε περιόδους πολλαπλής κρίσης, δεν δικαιολογεί παρεκκλίσεις στη βάση του δόγματος «Νόμος και Τάξη» αλλά αντίθετα πρέπει να στραφεί σε μορφές κοινοτικής αστυνόμευσης, πρόληψης, ήπιας διαχείρισης των εντάσεων και δημιουργίας συμφιλιωτικού κλίματος με τους πολίτες.
Οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι
Το Κράτος Δικαίου, εκτός από θεσμούς, κανόνες και λογοδοσία έχει ανάγκη και από αξιοπιστία , καθώς συνιστά το θεμέλιο της αντεγκληματικής πολιτικής, την οποία καλείται να υπηρετήσει και η Αστυνομία. Βέβαια της (όποιας) δράσης της (διοικητικής) Αστυνομίας προηγείται η κοινωνική αντεγκληματική πολιτική, η νομοθετική αποποινικοποίηση και απεγκληματοποίηση κι έπεται η σωφρονιστική πολιτική. Όλα τα παραπάνω διαδραματίζονται μέσα στο πάντοτε δυσχερές κλίμα συνεννόησης Δικαίου και Εξουσίας, κυρίως ως προς την έννοια και το περιεχόμενο της ποινικής καταστολής, χωρίς ν’ αποκλείουμε το ρόλο της κοινωνικής ηθικής. Η διαφύλαξη της ειρήνης, ως αποστολή της Αστυνομίας, εντάσσεται συνεπώς στο σχεδιασμό της αντεγκληματικής πολιτικής, αλλά δεν ταυτίζεται με τη θεωρία της μηδενικής ανοχής, τη διατήρηση της τάξης με οποιοδήποτε κοινωνικό κόστος ή τη δίωξη των «εσωτερικών εχθρών του Κράτους». Η Αστυνομία αποτελεί την εγγύηση της προστασίας των δικαιωμάτων του κάθε πολίτη/ανθρώπου, γι’ αυτό οφείλει ν’ αποφεύγει στιγματιστικές δράσεις και η (όποια) Κυβέρνηση ν’ αποφεύγει τον πειρασμό να δημιουργεί χώρους, περιοχές, πόλεις «αποκλειστικής αστυνόμευσης» και να χρησιμοποιεί την άλογη και άσκοπη βία κατά των αδύναμων.
Το ερώτημα δεν είναι αν νοείται, αν υπάρχει κι αν θέλουν ορισμένοι μία Αριστερή Αστυνομία (sic) αλλά το τι ακριβώς σημαίνει ένα τέτοιο (ταξικό;) πρόσημο.
Το ερώτημα δεν είναι αν νοείται, αν υπάρχει κι αν θέλουν ορισμένοι μία Αριστερή Αστυνομία (sic) αλλά το τι ακριβώς σημαίνει ένα τέτοιο (ταξικό;) πρόσημο. Σημαίνει άραγε κάτι περισσότερο από εκδημοκρατισμό, αποστρατιωτικοποίηση και κοινοβουλευτικό έλεγχο της Αστυνομίας; Όπως και να το δει κάποιος οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις πρέπει να λάβουν υπόψη τους το γεγονός ότι η «δαιμονοποίηση» της Αστυνομίας (και του κάθε αστυνομικού ξεχωριστά) έχει διεισδύσει βαθιά στην κουλτούρα του Έλληνα, ο οποίος είναι γενικώς καχύποπτος απέναντι στις δράσεις των οργάνων της τάξης.
Σε μία εποχή και κοινωνία διακινδύνευσης είναι πολύ εύκολο ορισμένοι πολιτικοί χώροι να προτείνουν ως ανακουφιστική λύση τη σκληρή εφαρμογή του Νόμου, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι χωρίς Αστυνομία θα έχουμε μικρότερη εγκληματικότητα (sic). Μέσα σε μία ατμόσφαιρα γενικών αναθεωρήσεων η τοποθέτηση διαχωριστικών οδοφραγμάτων ηθικής τάξης (moral entrepreuners) ή ιδεοληπτικών δογμάτων από τα κόμματα δεν διευκολύνουν την αλλαγή νοοτροπιών στην Αστυνομία. Αντίθετα ενισχύουν τα ένθεν/κακείθεν στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Οι μεν χαρακτηρίζονται συλλήβδην «μπάτσοι», οι δε θεωρούν τις μειονεκτούσες ή διαφοροποιημένες ομάδες ως επικίνδυνες και παρεκκλίνουσες, χρεώνοντάς τους όλα τα δεινά των κρίσεων.
Λογικό ή λιγότερο λογικό το αίσθημα ανησυχίας και ανασφάλειας των πολιτών οδηγεί συχνά σε μέτρα, τα οποία άλλοι τα περιγράφουν ως «άμυνα της Δημοκρατίας» κι άλλοι τα ονοματίζουν «κατάχρηση κοινωνικού ελέγχου». Η σημερινή ανασφάλεια δεν συνδέεται μόνο με την εγκληματικότητα και δεν ανταποκρίνεται πάντοτε σε πραγματικά στοιχεία, τα οποία μπορεί εξ αντικειμένου να προκαλέσουν φόβο. Συμπλέκονται και διαπλέκονται με πολιτικά παιχνίδια, όπου η μεν Δεξιά την εργαλοποιεί για να δικαιολογήσει την ένταση της καταστολής, η δε Αριστερά απλώς τη διαμονοποιεί ή την εξωραΐζει. Στο κρίσιμο αυτό σημείο διαφορών και συγκρούσεων η Αστυνομία καλείται να οργανώσει τον κοινωνικό έλεγχο του εγκλήματος χωρίς να παραβιάζει τους κανόνες της δημοκρατικής νομιμοποίησης και της διαφανούς λειτουργίας κι όχι βέβαια να αυτονομηθεί ή να αυτοκαταργηθεί.
Οι θέσεις μας
Θα ξεκινήσουμε από το τι δεν είναι (ή δεν πρέπει να είναι) η Αστυνομία:
(1) δεν είναι μία «μηχανή» που παραβλέπει την ανθρώπινη διάσταση κατά την επιτέλεση του έργου της ,
(2) δεν δρα σαν «εχθρός του λαού»,
(3) δεν επιτίθεται στα δικαιώματα των πολιτών και δεν ασκεί τυφλή βία στο όνομα της ασφάλειας,
(4) δεν αποτελεί τον σιδηρούν βραχίονα της Εξουσίας και του (μη) Κράτους Δικαίου,
(5) δεν καταστέλλει τα κοινωνικά κινήματα και δεν υπονομεύει την κοινωνική αλλαγή,
(6) δεν (κατα)διώκει τους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος (πολιτική Αστυνομία),
7) δεν λειτουργεί σαν παραστρατιωτική οργάνωση,
(8) δεν εμπλέκεται σε παιχνίδια μυστικών υπηρεσιών,
(9) δεν διατηρεί σταγονίδια ακροδεξιών ή ρατσιστών,
(10) δεν υπερβαίνει τα όρια του Συντάγματος και των νόμων, ούτε τις αρχές της αναλογικότητας, της καταλληλότητας και της αναγκαιότητας .
Η Αστυνομία που προσβάλλει το Πολίτευμα και την Αξιοπρέπεια των πολιτών (με αυθαιρεσίες, υπερβάσεις και καταχρήσεις) δεν αφήνει κανένα περιθώριο συμφιλίωσης της κοινωνίας με τους αστυνομικούς και των αστυνομικών με την κοινωνία. Τόσο η ανοχή πολλών στο έγκλημα (crime tolerance), όσο και η παρουσία της Αστυνομίας σε αυτοδιοίκητους θεσμούς δεν συνιστούν καλά παραδείγματα.
Η Αστυνομία που προσβάλλει το Πολίτευμα και την Αξιοπρέπεια των πολιτών (με αυθαιρεσίες, υπερβάσεις και καταχρήσεις) δεν αφήνει κανένα περιθώριο συμφιλίωσης της κοινωνίας με τους αστυνομικούς και των αστυνομικών με την κοινωνία.
Οι προτάσεις μας
Αν και θεωρώ πολύ δύσκολο (αλλά όχι ακατόρθωτο) να καταστεί ο θεσμός της Αστυνομίας, όπως και αυτός της Δικαιοσύνης, «Εργαστήριο Δημοκρατίας», πρώτο ίσως βήμα θα ήταν η διαχείριση της Πανδημίας με όρους κοινωνικής ευαισθησίας και από τους μεν και από τους δε. Τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα είναι μάλλον διφορούμενα: κινήσεις προστασίας των (ανεύθυνων;) πολιτών για τη δημόσια υγεία αλλά και κινήσεις υπέρμετρης αυστηρότητας και καταστολής των παραβατών.
Χωρίς να πιστεύω και να ισχυρίζομαι ότι υπάρχουν μαγικές συνταγές, προτείνω στο πλαίσιο της αναβάθμισης του αστυνομικού έργου και απαλλαγής της Αστυνομίας από τον (όποιο) πολιτικό κλοιό:
(1) ίδρυση Υπουργείου Δικαιοσύνης, Δημόσιας Ασφάλειας και Προστασίας Ελευθεριών των πολιτών (με συγχώνευση των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης)×
(2) ίδρυση Κεντρικού Συμβουλίου Πολιτικής για την αστυνόμευση (με συμμετοχή εκπροσώπων κομμάτων, Συνηγόρου του Πολίτη, Δικηγορικού Συλλόγου, Ένωσης Δικαστών κ.λπ.)·
(3) ίδρυση Ινστιτούτου Αντεγκληματικής Πολιτικής (ως επιστημονικού φορέα, ο οποίος «μετράει» αξιόπιστα αριθμούς και τάσεις της εγκληματικότητας)·
(4) ίδρυση τμημάτων Αστυνομικών Σπουδών σε ορισμένα Πανεπιστήμια·
(5) ίδρυση ειδικών και διαφορετικών σωμάτων για τη δίωξη του κοινού εγκλήματος, της τρομοκρατίας, για τη διαχείριση πλήθους, για τον τοπικό αστυνόμο και τον αστυνομικό γειτονιάς.
Κατά τη γνώμη μου ούτε «το τιμωρητικό κοινό» (punitive public), ούτε οι ηθικοί πανικοί που καλούν τον αστυνόμο-εκδικητή για να παρέμβει ώστε να επανέλθει το αίσθημα ασφάλειας, εξυπηρετούν την κοινωνική ειρήνη.
Ο πολιτισμός, ο ανθρωπισμός, η επιείκεια, η ηπιότητα, η μη περιθωριοποίηση, η ισότητα και οι μη διακρίσεις είναι πλέον ασφαλείς αρχές για μία Νέα Αστυνομία πλάι στον πολίτη.
- Ο Γιάννης Πανούσης είναι Ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας.