fbpx

Γυναικοκτονίες και βρασμός ψυχικής ορμής – Πορίσματα από το κοινοδίκαιο (commonlaw)

Στο συγκείμενο των γυναικοκτονιών, είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη κανονιστικής θεμελίωσης του βρασμού που εν αμφιβολία επιβάλλει την απόρριψη του σχετικού υπερασπιστικού ισχυρισμού, όπου η γυναικοκτονία τυποποιείται ειδικά ως ιδιώνυμο αδίκημα

Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 7 λεπτά

Δείτε επίσης

Ολιστική κατανόηση της γυναικοκτονίας και η σημασία του βρασμού ψυχικής ορμής

Ένα πολύ σημαντικό δογματικό ζήτημα σε μια ενδεχόμενη αυτοτελή ποινικοποίηση των γυναικοκτονιών, όπως συνέβη σε ευρωπαϊκό επίπεδο με την Μάλτα και την Κύπρο, είναι ο χειρισμός του βρασμού ψυχικής ορμής των δραστών. Καθώς η προσφορότερη σύλληψη του εγκλήματος δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια ολιστική θεώρηση του αδίκου του, εμπνεόμενη από μια κριτική φεμινιστική σκοπιά, μια νέα ποινική διάταξη κατ’ ανάγκην πρέπει να υπογραμμίζει το συστημικό χαρακτήρα των εγκλημάτων και τη δομική τους ομολογία προς τα εγκλήματα μίσους αλλά και τα εγκλήματα του οικουμενικού ποινικού δικαίου, όπως η γενοκτονία και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αυτή η φύση της γυναικοκτονίας ανάγεται στην έμφυλη κοινωνική ασυμμετρία που παράγει η πατριαρχία και στην -παγκόσμια πλέον καταγεγραμμένη- ενεργή ή δια παραλείψεως συμμετοχή του κράτους και των επίσημων θεσμών στη διατήρηση ή την ανοχή του φαινομένου. Η συμμετοχή αυτή παίρνει κυρίως τη μορφή της ατιμωρησίας, στοιχείο που τονίζεται στην κατονομασία του φαινομένου ως feminicidio/feminicide, με αφορμή ιδίως τις γυναικοκτονίες στη Λατινική Αμερική.[1] Η πατριαρχική «αντίσταση» σε μια τέτοια ολιστική κατανόηση της γυναικοκτονίας προβλέπεται να εκδηλωθεί πρώτιστα στη δικανική «συγκατάβαση» προς τους «εν βρασμώ» δράστες γυναικοκτονιών, ιδίως δε στο στατιστικά συχνότερο είδος τους, τις τελούμενες υπό συνθήκες σχέσεων διαπροσωπικής εγγύτητας (από «ερωτικό σύντροφο») (intimate femicides).

Η ανάγκη ισχυρά κανονιστικής ερμηνείας του βρασμού στις γυναικοκτονίες

Το πρόβλημα ανακύπτει από το γεγονός ότι στην πλειονότητα των γυναικοκτονιών αυτών ο δράστης ενεργεί υπό καθεστώς αψιθυμικής έντασης. Η δυσκολία για το δικαστή είναι να προβεί σε εκείνη την επιτυχή διαφορική διάγνωση που θα μπορεί να πείθει με την αιτιολογία της, «αντέχοντας» τον αναιρετικό έλεγχο, ότι στην επίδικη περίπτωση επρόκειτο για εκδήλωση μισογυνικού μένους, διακρίνουσα δηλαδή με βάση το φύλο του θύματος πράξη και όχι για συγγνωστή (δηλαδή αποκλίνουσα λόγω μείωσης του καταλογισμού από την νηφάλια εκ προμελέτης ανθρωποκτονία) αντίδραση στην «πρόκληση» του μετέπειτα θύματος. Τέτοια επιτυχή διάγνωση δεν μπορεί κατ’ αρχήν να προσφέρει μια αντίληψη που θα κατανοούσε το βρασμό φυσιοκρατικά και την ενοχή του δράστη αμιγώς ψυχολογικά. Παρ’ όλη την ανάγκη να είναι η ποινική μεταχείριση εξατομικευμένη, αναγνωρίζεται πλέον ότι η ορθή διάγνωση της ενοχής έχει ως απαραίτητο όρο την κανονιστική της αποτίμηση, συνεπώς την κρίση περί υπάρξεως ή μη ενός ελαχίστου δικαιολόγησης της ένοχης πράξης, ώστε αυτή να είναι συγγνωστή.[2]

«Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι χωρίς μια ειδική τυποποίηση του γυναικοκτονικού αδίκου η νομολογία παραμένει κυμαινόμενη και τελικώς υποκύπτει στα στερεότυπα της έμφυλης ασυμμετρίας»

Με βάση αυτά, η ελάφρυνση της ποινικής μεταχείρισης στον ψυχικό βρασμό δεν μπορεί να νοείται ως παραχώρηση στην ανθρώπινη ανημπόρια/αδυναμία (human frailty), να ανάγεται δηλαδή στη μειωμένη ικανότητα (capacity) συμμόρφωσης προς το δίκαιο, αλλά αντίθετα πρέπει να συνάπτεται με λόγους, η επίκληση των οποίων καθιστά την πράξη διυποκειμενικά διανοητή ως -σε σημαντικό βαθμό- «εύλογη» (reasons view).[3] Στο συγκείμενο των γυναικοκτονιών, είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη κανονιστικής θεμελίωσης του βρασμού που εν αμφιβολία επιβάλλει την απόρριψη του σχετικού υπερασπιστικού ισχυρισμού, όπου η γυναικοκτονία τυποποιείται ειδικά ως ιδιώνυμο αδίκημα. Όπως και στα εγκλήματα μίσους, η αψιθυμία είναι εκφραστική της εχθρότητας του δράστη προς το υπερατομικό έννομο αγαθό (τη «θηλυκότητα», το φύλο του θύματος) που απλώς τυχαίνει να ενσαρκώνεται στο εκάστοτε ενικό θύμα ως «υλικό αντικείμενο» της πράξης και επί του οποίου αυτό δεν έχει την παραμικρή «εξουσία διαθέσεως». Εάν μάλιστα συνεκτιμά κανείς, όπως επιβάλλεται, τα πορίσματα της φεμινιστικής κριτικής του (ποινικού) δικαίου, η κανονιστική αποτίμηση του βρασμού δεν πρέπει να μένει μόνο στη διάγνωση του εάν η πράξη θα εθεωρείτο εύλογη κατά τα κρατούντα κοινωνικά ήθη, αλλά θα πρέπει να ελέγχεται αυτός ως προς το κατά πόσον είναι προϊόν ή όχι μισογυνικά διακρίνουσας ενδιάθετης στάσης, η κρίση τουτέστιν οφείλει να είναι έμφυλα ενήμερη και έτσι ανάλογα κανονιστικά ισχυρή (strong normativism).

Η ειδική τυποποίηση του αξιοποίνου της γυναικοκτονίας ως ενίσχυση της κανονιστικής ερμηνείας του βρασμού. Η εμπειρία από το κοινοδίκαιο

Ήδη και χωρίς να υπάρχει ειδική πρόνοια για τη γυναικοκτονία, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ ερμήνευσε σε αποφάσεις του[4] το στοιχείο της επάρκειας/προσφορότητας της συμπεριφοράς του θύματος να προκαλέσει βρασμό όχι ως στοιχείο περιγραφικό της στάσης του μέσου κοινωνού του δικαίου (descriptive), αλλά ως στοιχείο κανονιστικό-δεοντολογικό (prescriptive-normative).[5] Ανάλογα, μετά την νομοθετική αλλαγή στη Μ. Βρετανία με τον Coroners and Justice Act (CAJA) (2009) ο βρασμός πρέπει να είναι αντικειμενικά δικαιολογημένος (justified) -όπου ένα ζήτημα είναι εάν εδώ πρέπει να συνεκτιμώνται πολιτισμικές παραδόσεις (π.χ. μειονοτικές θρησκευτικές πίστεις) ή υποκουλτούρες (π.χ. ποδοσφαιρικών hooligans) που δικαιολογούν τέτοια αίσθηση για αφορμές που η κυρίαρχη παράδοση θεωρεί ασήμαντες,[6] που από απόψεως αρχής πρέπει να απαντηθεί αρνητικά-. Η δυνατότητα αυτοελέγχου (normal degree of tolerance and self-restraint) απαιτείται ως όρος παραδοχής βρασμού και κρίνεται αντικειμενικά, χωρίς η ενδεχόμενη ιδιόρρυθμη αψιθυμικότητα του δράστη να παίζει ρόλο.[7] Επίσης, στον Καναδά, η πράξη, στην οποία κάποιος εδικαιούτο να προβεί (“had a legal right to do”) δεν παρέχει ποτέ λόγο επίκλησης βρασμού, άρα αυτός κατανοείται σαφώς και ρητώς κανονιστικά.[8]

Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι χωρίς μια ειδική τυποποίηση του γυναικοκτονικού αδίκου η νομολογία παραμένει κυμαινόμενη και τελικώς υποκύπτει στα στερεότυπα της έμφυλης ασυμμετρίας. Στη Βρετανία π.χ. η νομοθετική αλλαγή που κυρίως επιδίωξε να διευκολύνει την επίκληση βρασμού σε κακοποιημένες δράστιδες, δεν εμπόδισε τα δικαστήρια να ερμηνεύσουν contra legem το νόμο και να ανιχνεύσουν δικαιολογημένο βρασμό σε περιπτώσεις φερόμενης ερωτικής «απιστίας» του θύματος γυναικοκτονίας, όπως συνέβη με την Clinton,[9] ενώ η συνεκτίμηση της βορειοαμερικανικής ρήτρας περί εγκλήματος πάθους (heat of passion) ή η ουδετερόφυλη αναγωγή στην «απώλεια αυτοελέγχου» δεν βελτιώνουν με επάρκεια την παραδοσιακή στάση του κοινοδικαίου που θεωρούσε π.χ. τον βρασμό του δράστη γυναικοκτονίας κατανοητή και θεμιτή αντίδραση επί μοιχείας του θύματος, αφού η γυναίκα εθεωρείτο αυτονοήτως ιδιοκτησία του ανδρός της.[10]

Οι «περιπέτειες» του κοινοδικαίου σχετικά με τον βρασμό στις γυναικοκτονίες δείχνουν συνεπώς την ανάγκη προσαρμογής της σύγχρονης ποινικής νομοθεσίας στην αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών και ειδικά σε ό,τι αφορά το δικαίωμά τους στη ζωή, την ανάγκη ισχυρά κανονιστικής περιστολής του βρασμού (σε συνδυασμό με την αποφυγή μετάθεσης της εύνοιας προς τους γυναικοκτόνους στην επιμέτρηση, όπου η θυμική έξαψη θα εκτιμάται ως ελαφρυντικό).

* Ο κ. Χάρης Παπαχαραλάμπους είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ποινικού Δικαίου & Φιλοσοφίας Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, δικηγόρος στον Άρειο Πάγο


[1] Hefti, Angela (2022). Conceptualizing Femicide as a Human Rights Violation. State Responsibility Under International Law, Elgar, Cheltenham; Northampton: 3, 15-22, Bryson, Valerie (2005). Φεμινιστική Πολιτική Θεωρία. Εισαγωγή (μετάφρ: Ελ. Πανάγου), Μεταίχμιο, Αθήνα: 255-312, Collins, Victoria E. (2016). State Crime, Women and Gender, Routledge: 62-87, Davidson, Caroline (2021). Speaking Femicide, American University Law Review, Vol. 71: 384-5, 388, García-Del Moral, Paulina (2016). Transforming feminicidio: Framing, institutionalization and social change, Current Sociology, Vol. 64(7): 1023, Gonzalez Rodriguez, Sergio (2012). The Femicide Machine, Semiotext(e): passim

[2] Βλ. εκτενώς και αναλυτικά γι’ αυτό, Βαθιώτη, Κωνσταντίνο (2022). Πτυχές του βρασμού ψυχικής ορμής στο ποινικό μικροσκόπιο, Ποινική ∆ικαιοσύνη: 1484-95, Παπαχαραλάμπους, Χάρη (2000). Ο βρασμός ψυχικής ορμής: «∆ιαπίστωση» χωρίς αξιολόγηση; Ποινική ∆ικαιοσύνη: 1258-63

[3] Βλ. για την προβληματική αυτή Lacey, Nicola (2000). Partial Defences to Homicide: Questions of Power and Principle in Imperfect and Less Imperfect Worlds…, in: A. Ashworth and B. Mitchell (eds), Rethinking English Homicide Law, Oxford UP: 107-31

[4] Supreme Court of Israel, Naim Avraham Beno v The State of Israel (1970) (Criminal Appeal 396/69) 24(1) PD 561; David Bitton v The State of Israel (2004) (CFH 1042/04)

[5] Dayan, Hava (2020). A socio-legal deconstruction of homicide victims and perpetrators: Israeli femicide case-law, Aggression and Violent Behavior 52 101391: 3

[6] Thomas, Mark (2020). Criminal Law, Hall & Stott: 459-60. Βλ. και Herring, Jonathan (2016). Criminal Law. Text, Cases, and Materials, Oxford UP: 241-2

[7] Thomas 2020: 461, Herring 2016: 248-9

[8] Dick, Caroline (2011). A Tale of Two Cultures: Intimate Femicide, Cultural Defences, and the Law of Provocation, Canadian Journal of Women and the Law: 524 σημ. 22

[9] R v Clinton, Parker, and Evans (2013) QB 1

[10] Βλ. τη σχετική κλασική αυθεντία R v Mawgridge (1706) 84 Eng Rep. 1107 (UK) 137


Δείτε τη σχετική Έκδοση: Γυναικοκτονία και Ποινικό Δίκαιο

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -