Το Συμβούλιο της ΕΕ καθόρισε την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου τη θέση του σχετικά με τη νομοθεσία της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης μεταναστών. Στόχος της πρότασης αυτής είναι η διαμόρφωση ενός πλέγματος κανόνων ποινικού δικαίου σχετικά με τον ορισμό και την επιβολή κυρώσεων για την παράνομη διακίνηση μεταναστών. Η θέση που συμφωνήθηκε θα χρησιμεύσει ως βάση για τις επικείμενες διαπραγματεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Με βάση το συμφωνηθέν κείμενο, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι, δυνάμει του εθνικού τους δικαίου, η εκ προθέσεως παροχή βοήθειας σε υπήκοο τρίτης χώρας για είσοδο, διέλευση ή διαμονή στο έδαφος κράτους μέλους με αντάλλαγμα οικονομικό ή υλικό όφελος συνιστά ποινικό αδίκημα.
Όσον αφορά τις ποινές, οι χώρες της ΕΕ πρέπει να αναλάβουν δράση ώστε το αδίκημα της παράνομης διακίνησης μεταναστών να επισύρει μέγιστη ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών. Τα επίπεδα μέγιστων ποινών θα πρέπει να επεκταθούν σε τουλάχιστον οκτώ έτη όταν οι διακινητές δρουν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης ή όταν χρησιμοποιούν σοβαρή βία κατά μεταναστών. Εάν το αδίκημα προκαλεί τον θάνατο μετανάστη, η μέγιστη ποινή φυλάκισης θα πρέπει να είναι τουλάχιστον δέκα έτη. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να επιβάλλουν μεγαλύτερες μέγιστες ποινές.
Η παράνομη διακίνηση μεταναστών αποτελεί πολύ επικερδή παράνομη εγκληματική δραστηριότητα. Με βάση τα στοιχεία του ΟΗΕ, τα ετήσια κέρδη των δικτύων παράνομης διακίνησης ανέρχονται σε 4,7 έως 6 δισ. δολάρια.
Το κείμενο προβλέπει επίσης κανόνες σχετικά με τις ποινές που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα: είτε ποσοστό του συνολικού παγκόσμιου κύκλου εργασιών, είτε σταθερό ποσό, έως 40 εκατομμύρια ευρώ.
Τα κράτη μέλη διατήρησαν την αρχική εισήγηση της Επιτροπής για προσθήκη της λεγόμενης ανθρωπιστικής ρήτρας σε αιτιολογική σκέψη της πρότασης. Σκοπός της ανθρωπιστικής ρήτρας είναι να διευκρινιστεί ότι η παροχή ορισμένης βοήθειας σε παράνομους μετανάστες, ιδίως η παροχή βοήθειας σε στενά μέλη της οικογένειας ή η παροχή στήριξης για την κάλυψη βασικών ανθρώπινων αναγκών, ενδέχεται να μην μπορεί να στοιχειοθετήσει το ποινικό αδίκημα της παράνομης διακίνησης μεταναστών.
Επειδή η ρήτρα θα διατηρηθεί στις αιτιολογικές σκέψεις, εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν πώς θα αντιμετωπίσουν το ζήτημα αυτό στην εθνική νομοθεσία. Το κείμενο τονίζει επίσης το γεγονός ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν ή να διατηρούν εθνική νομοθεσία που προβλέπει αυστηρότερα μέτρα.