Με ΑΠ 681/2023 εξετάζεται ενδελεχώς και υπό το πρίσμα των διατάξεων της ΕΣΔΑ η αποδεικτική αξιοποίηση στην ακροαματική διαδικασία της απολογίας (εξέτασης του κατηγορούμενου) κατά το στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης.
Σχετικές διατάξεις: Κατά τη διάταξη του άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Κ.Ποιν.Δ., αλλά και του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., που κυρώθηκε με το Ν. 4620/2019 (Φ.Ε.Κ. 96/11-6-2019, τεύχος πρώτο), απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν “την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της E.E.”.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, μεταγλωττίστηκε δε και αποδόθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Π.Δ. 76/2022 (Φ.Ε.Κ. 205/1-11-2022, τεύχος πρώτο), “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο έως τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του”, κατά δε την με ταυτόσημη διατύπωση διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 και 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 (Φ.Ε.Κ. 25/26-2-1997, τεύχος πρώτο) και επίσης έχει αυξημένη τυπική ισχύ κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, στην οποία ορίζεται “2. “Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο. 3. Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει, σε πλήρη ισότητα τις ακόλουθες τουλάχιστον εγγυήσεις: (…) ζ) να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του και τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο”, διακηρύσσεται η θεμελιώδης αρχή της σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου, η οποία στο πλαίσιο της έννοιας της “δίκαιης δίκης” καθιερώνει και κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου, καθόλα τα διαδικαστικά στάδια της ποινικής διαδικασίας, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, να θεωρείται αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί με την τήρηση νόμιμης διαδικασίας.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, εκτός των άλλων, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο ή στο πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση δικαιωμάτων, αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση ή διαμαρτυρία του κατηγορουμένου (Α.Π. 1175/2022).
Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Κ.Ποιν.Δ., αλλά και η με ταυτόσημη διατύπωση διάταξη του άρθρου 365 παρ. 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., ορίζει ότι: “Αν όσα εκθέτει στην απολογία του ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολο τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση”. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει, ότι η ανάγνωση περικοπών, και μόνον, της έγγραφης απολογίας του κατηγορουμένου στην προδικασία είναι επιτρεπτή, στην περίπτωση κατά την οποία, στο στάδιο της απολογίας του στο ακροατήριο, απαντά κάτι διαφορετικό από εκείνο που έχει καταθέσει στην προδικασία, όχι δε όταν απλώς αρνείται να απαντήσει σε κάποια ερώτηση, ασκώντας και προστατεύοντας έτσι πληρέστερα, το καθιερωμένο πλέον, κατά τα προαναφερόμενα, δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του. Για τον ίδιο δικαιολογητικό λόγο δεν παρέχεται από το νόμο δυνατότητα ανάγνωσης της απολογίας του κατηγορουμένου προς υποβοήθηση της μνήμης του, ως εκ τούτου δε απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του (κατηγορουμένου) ολόκληρης της απολογίας του, που έγινε κατά την προδικασία.
Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς, εκ μέρους του δικαστηρίου, ολόκληρης της απολογίας του κατηγορουμένου, που έδωσε κατά τη διενέργεια της προδικασίας (κύριας ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης), δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου κώδικα (Κ.Ποιν.Δ.), η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 2/2021, Ολ. Α.Π. 1/2004).
Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 173 παρ. 3 του προϊσχύσαντος μέχρι 30-6-2019 Κ.Ποιν.Δ., αλλά και η με ταυτόσημη διατύπωση διάταξη του άρθρου 174 παρ. 3 του ισχύοντος από 1-7-2019 Κ.Ποιν.Δ., ορίζει ότι: “Εκτός από την απόλυτη ακυρότητα που αναφέρεται στο άρθρο 171, η ακυρότητα που προήλθε από ενέργεια ή από παράλειψη του Εισαγγελέα ή του διαδίκου ή που έγινε δεκτή ρητά από αυτούς δεν μπορεί να προταθεί από τους ίδιους”. Από την ανωτέρω διάταξη με σαφήνεια συνάγεται ότι η σχετική ακυρότητα, που προήλθε από ενέργεια ή παράλειψη του εισαγγελέα ή του διαδίκου, έστω και αν ο τελευταίος έχει έννομο συμφέρον, δεν μπορεί να προταθεί από τους ίδιους, σε αντίθεση με την απόλυτη ακυρότητα, όπως η προαναφερόμενη της ανάγνωσης στο ακροατήριο της έγγραφης απολογίας του κατηγορουμένου, η οποία ακόμη και αν προκλήθηκε με ενέργεια του εισαγγελέα ή του διαδίκου, μπορεί να προταθεί από αυτούς και να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο (Α.Π. 1193/2016).
Από τη συνδυαστική ερμηνεία όλων των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάγνωση ολόκληρης της κατά την προδικασία ληφθείσας απολογίας του κατηγορουμένου, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά έγγραφα, ακόμη και όταν αυτή έχει περιληφθεί στα αναγνωστέα έγγραφα με ενέργεια του εισαγγελέα ή και του διαδίκου, πριν από την προφορική του απολογία στο ακροατήριο και χωρίς να ερωτηθεί, ανεξάρτητα από την τυχόν προβολή ή μη αντιρρήσεων εκ μέρους του για την ανάγνωσή της, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβιάζεται το καθιερωμένο πλέον και με τις προπαρατεθείσες διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, αλλά και η αρχή της αμεσότητας που πρέπει να διέπει την ποινική διαδικασία.
Έτσι, η ανάγνωση στο ακροατήριο, υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις, ακολούθως δε η λήψη υπόψη και η αξιοποίηση αποδεικτικά εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας της απολογίας του κατηγορουμένου, η οποία δόθηκε στην προδικασία, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικό λόγο, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου, συγκεκριμένα δε στο δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για “δίκαιη δίκη”, που του εξασφαλίζουν τα άρθρα 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και 14 παρ. 2 και 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, καθώς και το δικαίωμά του, από το άρθρο 223 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη (Α.Π. 1350/2019).
Ένδικη υπόθεση. Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας ανέγνωσε στο ακροατήριό του και έλαβε υπόψη του, για την κήρυξη ενόχου και την καταδίκη του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, μεταξύ και άλλων, την έκθεση εξέτασης του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσείοντος, δηλαδή την απολογία του, που δόθηκε την 9-12-2016, κατά το στάδιο της αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσας αστυνομικής προανάκρισης [άρθρο 243 παρ. 2 του τότε (9-12-2016) ισχύοντος Κ.Ποιν.Δ.]. Επομένως, αφού από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικό μέσο, η κατά το στάδιο της αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσας αστυνομικής προανάκρισης απολογία του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, από την ανάγνωση και αποδεικτική συνεκτίμηση της οποίας προσβλήθηκε το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, παραβιάστηκε η αρχή της αμεσότητας της διαδικασίας που εξασφαλίζει η προφορική απολογία και προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του Κ.Π.Δ.), σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενος συναφής πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του και κατά το μέρος που αφορά την αποδεικτική αξιολόγηση και συνεκτίμηση της από 9-12-2016 προανακριτικής απολογίας του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, με τον οποίο ο τελευταίος (αναιρεσείων – κατηγορούμενος) πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, είναι βάσιμος.
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ