Είναι από τις πιο επώδυνες εμπειρίες ενός δικηγόρου – της εκδοχής business lawyer – στην Ελλάδα όταν, εμπλεκόμενος στην προώθηση ενός επενδυτικού σχήματος από το εξωτερικό, έχει να παρουσιάσει/εξηγήσει είτε στους ξένους νομικούς συμβούλους, είτε σε προετοιμαζόμενο διαχειριστικό team της σχεδιαζόμενης επένδυσης, τις ιδιαιτερότητες της Ελληνικής έννομης τάξης. Παλιότερα επίκεντρο τα ερωτήματα γύρω από τα εργασιακά (αυτά, μετά τα Μνημόνια, έχουν υποχωρήσει μέχρις έχουν εκλείψει: σπορά μελλοντικών προβλημάτων). παλιά αλλά και μέχρι τώρα τα φορολογικά (πολύ λιγότερο τα της ονομαστικής φορολογικής επιβάρυνσης, πολύ περισσότερο εκείνα που αφορούν την προβλεπτότητα, την στάση των φορολογικών αρχών, την capriciousness των ελέγχων) . πάντα, σ’ όλη την Μεταπολίτευση αλλά με εντεινόμενο ενδιαφέρον/ανησυχία τελευταίως, τα θέματα της απονομής δικαιοσύνης. Ενώ, δε, παλιότερα η έμφαση των τελευταίων αυτών ερωτημάτων δινόταν σε γενικότερα ζητήματα – «πόσο διαρκεί να κριθεί μια εμπορική διαφορά;»/ «πόσο χρειάζεται για να ξεκαθαριστεί μια περιβαλλοντική αδειοδότηση;» – μετά το γύρισμα του αιώνα, το βασικό είναι ο βαθμός απρόβλεπτου της δικαστικής κρίσης. Τραυματική εμπειρία ήταν ένα τέτοιο briefing για έναν μια νεότερο/-η δικηγόρο μεγάλου γραφείου, πικρή αίσθηση déjà vu για πιο ώριμους επαγγελματίες που έχουν ζήσει ήδη την εμπειρία και την ξαναβλέπουν – με μια τάση άμυνας στην υπορρέουσα απαξίωση της σuνολικής έννοιας Doing Business in Greece.
[Προσοχή! Αυτή η προσέγγιση δεν αφορά το κατά καιρούς αναφερόμενο «κλίμα» στον επενδυτικό ορίζοντα. Ούτε με τις αντίστοιχες καμπάνιες που αναλαμβάνονται και εκτελούνται – με μεγαλύτερο ή μικρότερο ενθουσιασμό. Έχει να κάνει με κάτι δυσάρεστα επανερχόμενο, μονιμότερο].
Ήταν λοιπόν μια σημαντική στιγμή, για κάποιον που έχει ζήσει αυτού του τύπου τις εμπειρίες, να παρακολουθεί τον νυν υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη – απευθυνόμενο τυπικά στην Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, όμως ουσιαστικά στην συνολική συνείδηση του δικαστικού σώματος, στην πολιτική τάξη (ναι!) και στην όποια δημόσια συζήτηση (ακόμη περισσότερο) – να θέτει στην πρώτη γραμμή της επιχειρηματολογίας του σχετικά με την επιχειρούμενη (για μιαν ακόμη φορά) μεταρρυθμιστική παρέμβαση στην Δικαιοσύνη, το «κόκκινο φωτάκι της θέσης 147 της παγκόσμιας κατάταξης στους χρόνους απονομής Δικαιοσύνης […] που αποθαρρύνει τους όποιους εν δυνάμει επενδυτές». Μαντεύοντας προδήλως την σιωπηρή ερώτηση που ακούγεται όχι από τους θεμιστοπόλους αλλ’ ευρύτερα την κοινή γνώμη οσάκις πάει να γίνει αυτή η συζήτηση, «κι εμένα, πού με αφορά αυτό;», ο Γ. Φλωρίδης κινήθηκε στην γραμμή τού «έχει να κάνει με το μέλλον των παιδιών μας», εννοείται η ανάκαμψη των επενδύσεων…
Αν όμως αυτή η τοποθέτηση πολιτικής πλευράς της συζήτησης περί Δικαιοσύνης άφησε πίσω ισχυρή ηχώ, η τονικότητα των παρεμβάσεων των ανώτατων δικαστικών που προσήλθαν στην συζήτηση αυτή είχε, κι αυτή, σημαντικό ενδιαφέρον για τον ιδιαίτερο νομικό παρατηρητή στον οποίο αναφερόμαστε. Έτσι, όταν κανείς άκουγε την Εισαγγελέα Α.Π. Γ. Αδειλίνη να θέτει το θέμα της δυσκολίας να βρεθεί δικάσιμος ή πάλι την Πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Μ. Στενιώτη να θυμίζει ότι καλές είναι οι όποιες μεταρρυθμίσεις στην λειτουργία της Δικαιοσύνης, όμως «βασικό εργαλείο είναι η καλή νομοθέτηση» (η οποία, αληθινά τώρα!, ποιός θεωρεί ότι εμπεδώνεται με την νομοθετική πρακτική πέραν των επικοινωνιακών διαβεβαιώσεων;) αισθανόταν ότι ένα Κουτί της Πανδώρας τείνει να ανοίξει. Πάλι.
Ασφαλώς ένας νομικός της πράξης /legal practitioner δεν θα παρακολουθούσε, στην συζήτηση που πήγε να τροφοδοτηθεί με την αφορμή (και) την Γ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, τον μαίανδρο των ρυθμίσεων συνδικαλιστικού περισσότερο ενδιαφέροντος της τωρινής σοδειάς νομοθετικών μεταρρυθμίσεων. Πλην όμως, η τοποθέτηση/κριτική της Μ. Στενιώτη ότι «εμπλουτίζεται η έννομη τάξη μόνο για λόγους επικοινωνιακούς» ελπίζεται να κέντρισε τον Γ. Φλωρίδη και συνολικά την κυβερνητική διαχείριση. Όπως σίγουρα δεν μπορεί να διέφυγε της προσοχής η πρωτοβουλία του παρεμβαίνοντος Προέδρου του ΔΣΑ Δ. Βερβεσσού να εκφρασθεί έντονα εναντίον της κυβερνητικής προσέγγισης, με αφορμή τα συνταξιοδοτικά και φορολογικά, όταν αναφέρθηκε σε (απειλούμενη, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη) «κυβερνώσα Δικαιοσύνη» ή πάλι σε παραδοχή ότι «έχουμε πρόβλημα κράτους δικαίου στην χώρα μας».