Σε μία περίοδο, κατά την οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση διέρχεται άλλη μία φάση της επονομαζόμενης «permacrisis» (μόνιμης κρίσης), που συνεχίζεται επί σχεδόν μία 15ετία, η τελευταία φάση αυτής κυριαρχείται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, την πολυεπίπεδη αστάθεια στη Μέση Ανατολή με πιο πρόσφατο επεισόδιο την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, τις οικονομικές ανισορροπίες εντός της Ένωσης, με έμφαση στη Γερμανία και στη Γαλλία, καθώς και την ανάδειξη λαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων που αμφισβητούν το ευρωπαϊκό μοντέλο, όπως αναπτύχθηκε μεταπολεμικά.
Σε αυτό το δύσκολο – προς επίλυση – σταυρόλεξο, προστέθηκε τον περασμένο Νοέμβριο η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, στην Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Αν και εν πολλοίς αναμενόμενη, η εξέλιξη τούτη ήρθε ως σοκ για την ΕΕ. Για την πλειοψηφία των ηγετών της Ευρώπης, μία δεύτερη θητεία Τραμπ στον Λευκό Οίκο απειλεί να καταστήσει ακόμη πιο δυσχερή την αντιμετώπιση των προκλήσεων, που ήδη αντιμετωπίζει η ΕΕ. Ο Τραμπ απειλεί με δασμούς, με πίεση για άμεση εκεχειρία στην Ουκρανία, με έντονο φλερτ με Ευρωπαίους λαϊκιστές. Αυτή η τριάδα εφάπτεται με τρεις βασικές προκλήσεις για την ενωμένη Ευρώπη, εντός του τρέχοντος πενταετούς θεσμικού κύκλου: α) την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, β) τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης και των εισοδημάτων, γ) την πολιτική ενότητα και συνοχή εντός της ΕΕ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
H Ευρωπαϊκή Ένωση και το αίσθημα του «ανήκειν»Ο αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο Ζαν Μονέ, είχε προβλέψει ότι «η (ενωμένη) Ευρώπη θα σμιλευθεί μέσα από κρίσεις και θα αποτελέσει το άθροισμα των λύσεων, που θα υιοθετηθούν για αυτές τις κρίσεις». Οι λέξεις αυτές ηχούν οικείες και είναι αλήθεια ότι και στο πρόσφατο παρελθόν η ΕΕ μπόρεσε να βρει λύσεις, ακόμη κι όταν όλοι υπήρξαν απαισιόδοξοι: στην οικονομική αντιμετώπιση της πανδημίας, στην οχύρωση της Ευρωζώνης κατά την ελληνική κρίση χρέους, στην επιτυχή ένταξη νέων κρατών που διεύρυναν την παλιά ΕΟΚ από έξι σε 27 μέλη. Η κρίσιμη αλλαγή, όμως, που απαιτεί απάντηση είναι ότι το διεθνές περιβάλλον, εντός του οποίου λειτουργεί η Ένωση, έχει αλλάξει. Δεν είναι πια ένας φιλελεύθερος παράδεισος, υπό την αμερικανική ομπρέλα προστασίας, αλλά μία «ζούγκλα» (όπως την περιγράφει ο Αμερικανός αναλυτής Ρόμπερτ Κέιγκαν) πολυπολικότητας, με αβέβαιη εξέλιξη.
Σε ορισμένους κύκλους στις Βρυξέλλες, υπάρχει η εντύπωση ότι αν και κομβικές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και (κυρίως) η Γαλλία, διέρχονται φάση αδυναμίας, θεσμοί όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορούν να καλύψουν το κενό. Αυτή η εντύπωση, όμως, είναι παραπλανητική. Η Κομισιόν διαθέτει την τεχνοκρατική ικανότητα και επάρκεια να παρέχει μία σχετικά σταθερή εφαρμογή πολιτικών αποφάσεων και να διασφαλίζει μία κανονικότητα. Δεν είναι, όμως, αυτή που θα λάβει τις πολιτικές αποφάσεις για τα δύσκολα βήματα που απαιτούνται.
Οι αντιδράσεις στις προτάσεις του Μάριο Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής οικονομίας, οι όλο και αυξανόμενες ομαδοποιήσεις χωρών με βάση μία «συναλλακτική λογική», οι αντιρρήσεις σε ουσιαστική ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας (ή αμυντικής βιομηχανίας), η άνοδος των λαϊκιστών διαμορφώνουν ένα «καυτό» πολιτικό μίγμα. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς την ψυχολογική απόσταση μεταξύ Βρυξελλών και των πολιτών στα κράτη – μέλη αντιλαμβάνεται ότι το κενό που δημιουργείται εγκυμονεί κινδύνους.
Το πρώτο βασικό ζήτημα, που θα έπρεπε να επιλυθεί, είναι η εξεύρεση μίας καλύτερης ισορροπίας μεταξύ τεχνοκρατίας και πολιτικής. Σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν, η στείρα επίκληση τεχνοκρατικών λύσεων στα προβλήματα μοιάζει να τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό και τους ριζοσπάστες λαϊκιστές. Ποιος αλήθεια Ευρωπαίος ηγέτης είναι σήμερα σε θέση να στοιχειοθετήσει ανοιχτά την ανάγκη για περισσότερη Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ή και για μεταρρύθμιση του τρόπου λειτουργίας της ΕΕ; Ποιος μπορεί να πείσει ότι χρειάζεται «περισσότερη Ευρώπη», για να λυθούν προβλήματα που υπερβαίνουν τις δυνατότητες των κρατών-μελών; Η παγίδα που αναδύεται εδώ είναι ότι η περιπλοκότητα των σύγχρονων προβλημάτων καθιστά αναγκαία την τεχνοκρατία, αλλά αυτή συνιστά θρυαλλίδα αντιδράσεων όταν δεν συνδέεται με την πολιτική (άρα και με τη Δημοκρατία).
Το δεύτερο ζήτημα είναι η αδυναμία της ΕΕ να μιλήσει με όρους πραγματικής σκληρής ισχύος. Σε αντίθεση με τους Αμερικανούς, τους Κινέζους και φυσικά τους Ρώσους. Υπάρχει πάντα στις Βρυξέλλες, αλλά και σε άλλες πρωτεύουσες μία αίσθηση ότι στην πρώτη ευκαιρία μπορούν «να κλωτσήσουν το τενεκεδάκι λίγο πιο κάτω στον δρόμο». Επί της πρώτης θητείας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην Κομισιόν, έγιναν κάποια βήματα για τη βελτίωση αυτής της κατάστασης. Έγιναν όμως με ένα σαφώς πιο φιλικό Αμερικανό Πρόεδρο. Το κλειδί για τις μελλοντικές ευρωπαϊκές αποφάσεις ίσως να μην βρίσκεται κρυμμένο στην (γνωστή;) Ουάσιγκτον, ή στην παγωμένη Μόσχα, αλλά στο μακρινό Πεκίνο. Εκεί μιλούν με όρους ισχύος, ίσως περισσότερο από κάθε άλλον – και έχουν ίσως μάθει και από τα λάθη των προηγούμενων υπερδυνάμεων. Για την Ευρώπη, η πολυτέλεια της αμέριμνης περιπλάνησης στη διεθνή πολιτική έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
* O κ. Αγγελος Αθανασόπουλος είναι Διευθυντής Εθνικού και Ευρωπαϊκού Τύπου (National and Regional Press Director) στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ).