…και που πληρώσαμε τίμημα ακριβό,
τους ίδιους εφιάλτες βλέπουμε…
Νίκος Γρ. Ασπιώτης, Ποίημα
Μετά κι από την έντονη συζήτηση στη Βουλή ανάμεσα στον Υπουργό Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδη και εκπροσώπους των κομμάτων της Αντιπολίτευσης, έχει δοθεί η εντύπωση ότι στη χώρα μας υπάρχει ένα Ποινικό δίκαιο των εγκληματιών κι ένα Ποινικό δίκαιο των θυμάτων.
Αν κάτι τέτοιο θεωρούμε ότι ισχύει, τότε έρχεται εκ των πραγμάτων σε σύγκρουση η επιστήμη της Εγκληματολογίας με τον κλάδο της Θυματολογίας,σύγκρουση που θα έχει πάντοτε δυσμενείς για όλους συνέπειες.
Το Ποινικό δίκαιο ως γνωστόν προσδιορίζει τα εγκλήματα [ως κακή επιλογή της ελευθερίας βούλησης του δράστη] και τις ποινές [ως «κακό» επιβαλλόμενο από την Πολιτεία, ως τιμωρία].
Το Ποινικό δίκαιο θέτει τα γενικά πλαίσια ποινών αφήνοντας στο δικαστή το περιθώριο της εξατομίκευσης, καθώς στην επιμέτρηση του τελικού ύψους λαμβάνονται υπόψη οι αρχές της αναγκαιότητας, της αναλογικότητας κι εντέλει ο γνώμονας της προσωπικότητας του κατηγορούμενου.
Αν εξαιρέσει κάποιος τα «εγκλήματας χωρίς θύμα» [victimless crimes] [π.χ χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών], στα υπόλοιπα εγκλήματα η πράξη ή η παράλειψη του δράστη συνδέεται με βλάβη σε κάποιο θύμα ή σε περισσότερα θύματα.
Ο πλήττων και ο πάσχων συγκροτούν ένα «δίδυμο», που η εσωτερική του λειτουργία αλληλεπιδράσεων, θέτει πολλά ερμηνευτικά προβλήματα στον εγκληματολόγο, αλλά το οποίο δεν πρέπει να οδηγεί σε αντιπαράθεση τα δικαιώματα του ενός με τα δικαιώματα του άλλου. Δικονομικά αλλά κυρίως ανθρώπινα δικαιώματα έχουν άπαντες, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού και του status καθενός στο πλαίσιο της ποινικής δίκης.
Προφανώς η Πολιτεία οφείλει -για δικαιοπολιτικούς κι ευρύτερα κοινωνικοαξιακούς λόγους-να επιβάλλει τιμωρία στο δράστη, όμως η ποινή δεν εξαρτάται από τον πόνο του θύματος ή από την οργή της κοινής γνώμης [νόμος του Λιντς]. Η Δικαιοσύνη απονέμεται σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους Νόμους κι ο δικαστής εξετάζει όλα τα στοιχεία της υπόθεσης. Ακόμα κι αν επικρατήσει στην -κατά συνείδηση- απόφασή του η αρχή της επιείκειας, τούτο δεν σημαίνει ότι «αποδοκιμάζει το θύμα ή επιδοκιμάζει το δράστη».
Ο νόμος του «αντιπεπονθότος» [jus talionis], όπως άλλωστε και «οι παραδειγματικές ποινές», δεν αποτελούν πλέον μέρος του σύγχρονου νομικού πολιτισμού. Η δίκαιη αντιμετώπιση και του δράστη [ως μέτρον ποινής] και του θύματος [ως ηθική και νομική δικαίωση] προϋποθέτουν δικονομικές εγγυήσεις αλλά δεν πρέπει να υποκύπτουν σε θεωρητικές ή ιδεολογικές προσεγγίσεις. Η αναγκαιότητα δημιουργίας θεσμών πρόληψης, κοινωνικής πρόνοιας κι αρωγής και η ορθή/αποτελεσματική αντεγκληματική πολιτική συνιστούν κρίσιμους παράγοντες, οι οποίοι όμως δε πρέπει να δίνουν προτεραιότητα σε μονομερείς νομοθετικές επιλογές ποινικού χαρακτήρα. Ούτε η Εγκληματολογία [της κατανόησης] , ούτε η Θυματολογία [της γενικευμένης θυματοποίησης] πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται από το νομοθέτη ως κοινωνικά κινήματα ή ως ηθικές παράμετροι της απονομής της δικαιοσύνης.
Στην ποινική δίκη δεν συν-υπάρχουν δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Ένα είναι το κοινό διακύβευμα: μία δίκαιη δίκη [ουσιαστικά και δικονομικά], που ανάμεσα στα άλλα σημαίνει μία Δικαιοσύνη την οποία εμπιστεύονται οι πολίτες.