Είναι κάπως παράδοξο, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι περιορισμένες αρμοδιότητες με τις οποίες είναι εξοπλισμένος ο θεσμός της Προεδρίας της Δημοκρατίας, η συζήτηση περί προεδρολογίας να αναδεικνύεται σε μείζον πολιτικό θέμα στη δημόσια σφαίρα για μεγάλο διάστημα. Ιδιαίτερα όταν, με σημείο αναφοράς διάφορα πρόσωπα, εκφράζονται έντονες προτιμήσεις ή δυσαρέσκειες, οι οποίες, εν τέλει, δρουν υπονομευτικά απέναντι στον ενοποιητικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει ο ρυθμιστής του πολιτεύματος.
Είναι προφανές ότι, υπό διαφορετικά συνταγματικά δεδομένα, η συζήτηση που διεξάγεται σήμερα θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα. Ένα βάρος που θα υπαγόρευε πρώτιστα ο καταστατικός χάρτης μέσω των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων που θα επιφύλασσε στον πρώτο πολίτη της χώρας. Ταυτόχρονα, αυτές οι αρμοδιότητες θα αποτελούσαν ένα ισχυρό θεσμικό αντίβαρο απέναντι στο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα διακυβέρνησης της ελληνικής έννομης τάξης, όπως συνέβη κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, έως ότου η συνταγματική αναθεώρηση του 1986 περιόρισε τη ρυθμιστική εμβέλεια του θεσμού, επιφυλάσσοντάς του αρμοδιότητες που προσιδιάζουν σε ρόλο «πολιτικού συμβολαιογράφου».
Εντούτοις, παρά τους ατυχείς όρους διεξαγωγής της συζήτησης, ο τρόπος που θα κινηθεί ο Πρωθυπουργός γύρω από την Προεδρία της Δημοκρατίας δεν είναι άμοιρος μηνυμάτων. Στην πραγματικότητα, η επιλογή που θα προκριθεί θα αποτελέσει έναν ισχυρό οδοδείκτη για το μοντέλο της διακυβέρνησης μέχρι τις επόμενες εκλογές. Αν ο Πρωθυπουργός σπάσει το μεταπολιτευτικό έθιμο, το οποίο υπαγορεύει ότι η επιλογή προσώπου πρέπει να προέρχεται από την αντίπαλη ιδεολογική κοίτη, τότε οι εσωτερικές ιαχές θα έχουν επικρατήσει, προμηνύοντας επιλογές συντήρησης, οι οποίες θα στερούνται ενός μακρόπνοου, συνεκτικού και κατ’ επέκταση συναινετικού αφηγήματος για τη χώρα. Αν, όμως, δράσει διαφορετικά, τότε θα έχει αποφύγει έναν σημαντικό σκόπελο, ανάμεσα στους πολλούς που κατατρέχουν τις κυβερνήσεις στο διάνυσμα της δεύτερης τετραετίας.
Η κριτική που ασκείται στη νυν ΠτΔ για τη συμμετοχή της στα επινίκια της ψήφισης του νόμου για την ισότητα στον γάμο αγνοεί ότι το δημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο έχει θέση για όλους μας, ως φορείς ίσης ελευθερίας
Ο συμβολισμός της ανάληψης των καθηκόντων της Προεδρίας της Δημοκρατίας από την πρώτη γυναίκα εξακολουθεί να είναι σημαντικός. Ωστόσο, οι συμβολισμοί από μόνοι τους δεν αρκούν. Για τον λόγο αυτό, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου άνοιξε, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τις πόρτες της εξωστρέφειας σ’ έναν θεσμό που μέχρι πρότινος ήταν κλειστός και ευάλωτος σε κριτικές περί ελιτισμού. Η κριτική που της ασκείται για τη συμμετοχή της στα επινίκια της ψήφισης του νόμου για την ισότητα στον γάμο αγνοεί το γεγονός ότι το δημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο έχει θέση για όλους μας, ως φορείς ίσης ελευθερίας. Όπως επίσης παραβλέπει ότι το δίκαιο αποσκοπεί στην επίλυση προβλημάτων της καθημερινής ζωής, στη ρύθμιση εννόμων σχέσεων που διέπουν την κοινωνική πραγματικότητα, όσο κι αν αυτές μπορεί ενίοτε να δυσαρεστούν μέρος της κοινής γνώμης.
Το καθολικό στοίχημα του δικαίου είναι να μην αφήνει κανέναν πίσω, όχι να είναι αρεστό σε όλους. Δυστυχώς, μέρος του πολιτικού συστήματος δεν κατάφερε να το αντιληφθεί με ψυχραιμία, προτάσσοντας την «θυσία» της νυν Προέδρου. Μια «θυσία» που, εάν τελικά πραγματοποιηθεί, θα χαράξει και τους όρους της διακυβέρνησης μέχρι τις επόμενες εκλογές.
* Ο κ. Γιώργος Γούλας είναι Δικηγόρος Αθηνών – LLM.