fbpx

Η υφ’ όρον παραγραφή και μη εκτέλεση ποινής και το άρθρο 501 παρ. 3 ΚΠΔ

Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 6 λεπτά

Δείτε επίσης

Με την ΑΠ 611/2024 ερμηνεύεται ορθά η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 501 ΚΠΔ και ορίζει τι πρέπει να εξετάζει το δικαστήριο παρά την απουσία του εκκαλούντος, όταν η υπό κρίση έφεση έχει κριθεί παραδεκτή. Σχετικές διατάξεις: Με τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 501 του ισχύοντος από 01.07.2019 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ.33 περ. α’ του Ν.4637/2019 και ισχύει, ορίζεται ότι: “Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παρ.2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, εκτός αν έχει προηγηθεί παραίτηση, οπότε κηρύσσεται απαράδεκτη…Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος…”.

Κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άνω άρθρου, “εάν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτά και συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 368 εδ.β’ και γ’ ή η πράξη κατέστη ανέγκλητη, το δικαστήριο, παρά την απουσία του εκκαλούντος προχωρεί στην έκδοση σχετικής αποφάσεως”.

Και κατά τη διάταξη του άρθρου 368 του ΚΠΔ “Η ποινική δίκη τελειώνει…β) με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης ή όταν έχει γίνει ανάκλησή της ή όταν έχει αμνηστευθεί η πράξη ή έχει παραγραφεί το αξιόποινό της ή όταν ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει, γ) με την κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης στις περιπτώσεις που υπάρχει δεδικασμένο (άρθρο 57) ή όταν δεν υπάρχει η έγκληση, αίτηση ή άδεια (άρθρα 41,53,56) που απαιτείται για τη δίωξη…”.

Από τον συνδυασμό των πιο πάνω άρθρων 501 και 368 του ΚΠΔ προκύπτει αφενός μεν, ότι παρέχεται στον εκκαλούντα-κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή της δίκης, όταν δεν μπορεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο και να υποστηρίξει την έφεσή του για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας και αφετέρου, ότι σε περίπτωση που ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου προς υποστήριξη της έφεσής του, το εφετείο, αφού ερευνήσει αν ο εκκαλών κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, απορρίπτει αυτή ως ανυποστήρικτη, χωρίς προηγούμενη έρευνα του παραδεκτού της. Μόνο δε, εφόσον συντρέχει περίπτωση οριστικής παύσης της ποινικής δίωξης ή κήρυξης αυτής απαράδεκτης ή συντρέχει περίπτωση πράξης που κατέστη ανέγκλητη, το εφετείο, αφού ερευνήσει αν ο εκκαλών κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, οφείλει να ερευνήσει αν η έφεση είναι παραδεκτή, ασκηθείσα νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση, παρά την απουσία του εκκαλούντος, να προχωρήσει στην έκδοση σχετικής απόφασης, με την οποία, ανάλογα, είτε παύει οριστικά την ποινική δίωξη είτε την κηρύσσει απαράδεκτη ή απαλλάσσει τον κατηγορούμενο-εκκαλούντα (ΑΠ 1260/2022, ΑΠ 655/2022), χωρίς να έχει την εξουσία να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης κατά το άρθρο 368 περ.α’ του ΚΠΔ, καταδικάζοντας ή αθωώνοντας τον κατηγορούμενο, αφού η παρ.3 του άρθρου 501 του ΚΠΔ απαριθμεί περιοριστικά τις περιπτώσεις των εδ. β’ και γ’ του άρθρου 368 του ΚΠΔ, κατά τις οποίες το εφετείο, παρά την απουσία του εκκαλούντος, δεν απορρίπτει την έφεση ως ανυποστήρικτη, αλλά προχωρεί στην έκδοση σχετικής απόφασης (ΑΠ 662/2023, ΑΠ 1260/2022).

Η απόρριψη δε της έφεσης ως ανυποστήρικτης, κατά παράβαση της άνω διάταξης του άρθρου 501 παρ.3 του ΚΠΔ, θεμελιώνει πλέον με τον ήδη ισχύοντα από 01.07.2019 ΚΠΔ, τον από το άρθρο 510 παρ.1 στ. Η’ ειδικό λόγο αναίρεσης, σε αντίθεση με τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ, κατά τον οποίο δεν προβλεπόταν σχετικός ειδικός λόγος, αλλά η παράνομη απόρριψη της έφεσης ως ανυποστήρικτης, θεμελίωνε τον από το άρθρο 510 παρ.1 στ.Η’ (τότε) λόγο αναίρεσης για αρνητική υπέρβαση εξουσίας.

Εξάλλου, στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 501 παρ.3 και 368 στ.β’ του ΚΠΔ, εμπίπτει όχι μόνο η κοινή παραγραφή του ΠΚ, αλλά και η υφ’ όρον παραγραφή, (ΑΠ 1131/2022, ΑΠ 655/2022, ΑΠ 582/2022), όπως είναι εκείνη του ισχύοντος από 27.05.2020 Ν.4689/2020 με τίτλο “παραγραφή και μη εκτέλεση ποινών υπό όρο”, στο άρθρο 64 παρ.1 εδ.α παρ.2 εδ.α και παρ.3 του οποίου ορίστηκαν τα εξής “1. Κύριες ποινές: α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών ή β) χρηματικές ποινές ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητικής της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών…2. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παρ.1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα…3. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 82Α, 235, 236, 237, 242, 259, 285, 358 και 390 του ΠΚ, καθώς και των νόμων 927/1979 (Α 139), 3304/2005 (Α 16), του άρθρου 11 του ν.4443/2016 (Α 232) και της παρ.6 του άρθρου πρώτου της από 25.02.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α 42), όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν.4682/2020 (Α 76)”.

Οι παραπάνω διατάξεις, που επιτάσσουν την υφ’ όρον παραγραφή, θεσπίστηκαν στα πλαίσια άσκησης αντεγκληματικής και σωφρονιστικής πολιτικής, με σκοπό την ελάφρυνση των δικαστηρίων από την εκδίκαση πράξεων ήσσονος εγκληματικότητας και χωρίς έντονη κοινωνικοηθική απαξία, θεσμοθετήθηκε (ως θεσμός αυτοτελής και διαφοροποιημένος από τη γενική παραγραφή) ειδική υφ’ όρον παραγραφή του αξιοποίνου εγκλημάτων και ανεκτέλεστων ποινών, υπό τον όρο ότι ο υπαίτιος ή ο κατάδικος δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και δεν θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε γι’αυτή σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, οπότε η επιβληθείσα ποινή (και τελούσα υφ’όρον παραγραφής) αναβιώνει και συνεχίζεται μόνο σε περίπτωση πλήρωσης του όρου αυτού. Η επέλευση της υφ’ όρον παραγραφής και εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης ή της υφ’ όρον μη εκτέλεσης της ποινής είναι συμβατή με το Σύνταγμα και το 7ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ (Ολ ΑΠ 11/2001, ΑΠ 1557/2022).

Η ρητή θέσπιση υποχρεωτικής αρχειοθέτησης της σχετικής δικογραφίας ή της καταδικαστικής απόφασης και η πρόβλεψη για συνέχιση της ποινικής δίωξης μόνο σε περίπτωση πλήρωσης του σχετικού όρου ενέχουν ως αυτονόητη συνέπεια τον αποκλεισμό οποιασδήποτε δικαστικής ενασχόλησης, με υπόθεση που αφορά αξιόποινη πράξη ή ποινή στερητική της ελευθερίας, που εμπίπτουν στην υφ’ όρον παραγραφή ή με ένδικο μέσο κατά απόφασης, που εκδόθηκε σε τέτοια υπόθεση (ως προς το παραδεκτό, τη νομιμότητα ή τη βασιμότητά του), για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η νομική κατάσταση της υφ’ όρον παύσης της ποινικής δίωξης ή μη εκτέλεσης της ποινής, η οποία (νομική κατάσταση) αίρεται μόνο με τη σύννομη επανενεργοποίηση της ποινικής δίωξης ή της εκτελεστότητας της ποινής μετά την πλήρωση του όρου (ΑΠ 582/2022).

Προϋπόθεση εφαρμογής του ως άνω άρθρου 64 του ν.4689/2020 είναι η ποινή φυλάκισης διαρκείας έως έξι (6) μηνών ή οι χρηματικές ποινές ή οι ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, να έχουν επιβληθεί με απόφαση, που έχει εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση στις 27.05.2020 του ως άνω ν. 4689/2020, εφόσον αυτές δεν έχουν καταστεί μέχρι τότε αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί μέχρι τότε (ΑΠ 622/2023, ΑΠ 6/2021).

* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.

Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -