Την καταδίκη μητέρας, η οποία μεθόδευε την πλήρη αποξένωση του παιδιού από τον πατέρα του και πρώην σύζυγό της, επικύρωσε ο Άρειος Πάγος απορρίπτοντας ως απαράδεκτους όλους τους λόγους που προέβαλε.
Σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες του Ζ΄ Ποινικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διαζευγμένος γονέας που παρεμποδίζει την επικοινωνία του παιδιού του με το φυσικό πατέρα ή τη μητέρα του – παρά την ύπαρξη δικαστικής απόφασης που καθορίζει τις ημέρες επικοινωνίας παιδιού και γονέα-, είναι αντιμέτωπος με ποινή φυλάκισης έως 3 έτη ή χρηματική ποινή για μη συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση.
Με το σκεπτικό αυτό, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση σε βάρος μητέρας, που είχε ήδη καταδικαστεί από δικαστήριο της Πελοποννήσου σε φυλάκιση 15 μηνών με τριετή αναστολή, λόγω παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ’ εξακολούθηση. Μέσα σε διάστημα 4 μηνών, η ίδια παρεμπόδισε 34 φορές με πρόθεση -αν και γνώριζε ότι έχει την υποχρέωση, καθώς υπήρχε σχετική δικαστική απόφαση- την επικοινωνία του ανήλικου παιδιού με τον πατέρα του. Σύμφωνα με τους δικαστές, οι ενέργειες της εντάσσονταν στο πλαίσιο της προσπάθειας της για πλήρη αποξένωση του παιδιού από τον πατέρα του.
Το ζευγάρι απέκτησε το γιο τον Ιούλιο του 2011, αλλά «λίγες μέρες μετά τη γέννησή του, η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε και η επιμέλεια του ανηλίκου ανατέθηκε στη μητέρα του με την οποία και διέμενε». Ακολούθως, η επικοινωνία του πατέρα με το γιο του είχε ρυθμιστεί με απόφαση του Μονομελούς Εφετείου και εφαρμοζόταν κανονικά. Όμως, «αίφνης το Πάσχα του έτους 2016 ο ανήλικος αρνήθηκε να ακολουθήσει τον πατέρα του και έκτοτε διάκειται αρνητικά απέναντι του, με αποτέλεσμα κάθε επικοινωνία να έχει αποκλειστεί».
Στη συνέχεια, με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων καθορίστηκε προσωρινά η επικοινωνία του πατέρα με το γιο του «κατά τρόπο ιδιαίτερα περιορισμένο, παρουσία παιδοψυχολόγου και παιδοψυχιάτρου, πλην όμως και πάλι η επικοινωνία τους δεν αποκαταστάθηκε, καθώς ο ανήλικος αρνείτο πεισματικά να εισέλθει στο ιατρείο της παιδοψυχιάτρου».
Η μητέρα ισχυρίσθηκε ότι η ματαίωση της ρυθμισθείσας επικοινωνίας δεν οφείλεται στην ίδια, αλλά στην επίμονη άρνηση του ανήλικου παιδιού της, ο οποίος δεν επιθυμούσε να επικοινωνήσει με τον πατέρα του, «παρά τις δικές της διαρκείς παραινέσεις, νουθεσίες και προτροπές». Ο ισχυρισμός της εντούτοις «δεν κρίνεται αληθής», σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση. Κι αυτό, διότι το παιδί αρνείτο πεισματικά να δεχθεί να συναντηθεί με τον πατέρα του «εξαιτίας των χειρισμών της μητέρας του». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, «είναι αληθές ότι ο ανήλικος δεν επιθυμούσε να επικοινωνεί με τον πατέρα του, πλην όμως η άρνηση αυτή ήταν επίκτητη και οφειλόμενη στη συμπεριφορά της μητέρας του».
Στο κείμενο της απόφασης, τονίζεται η κατάθεση της παιδοψυχολόγου, σύμφωνα με την οποία η μητέρα έκανε συνεχείς παρεμβάσεις στην απόπειρά της ειδικού να δημιουργήσει επαφή με τον ανήλικο. Μάλιστα, κατά την πρώτη συνεδρία η μητέρα αποχώρησε «προκαλώντας την άμεση αντίδραση του ανηλίκου», ενώ κατά τη δεύτερη συνεδρία αρνήθηκε να μιλήσει με την παιδοψυχολόγο.
Βάσει αυτών, το δικαστήριο έκρινε ότι η μητέρα «με πρόθεση αποφάσισε να παραβιάσει κατ’ εξακολούθηση τη δικαστική απόφαση και να μην επιτρέψει την επικοινωνία του ανηλίκου με τον πατέρα του, επιθυμώντας την πλήρη αποξένωσή του από αυτόν και επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη». Οι δικαστές την καταδίκασαν σε φυλάκιση 15 μηνών με τριετή αναστολή για μη συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση αλλά η μητέρα προσέφυγε στη συνέχεια στον Άρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η σε βάρος της καταδικαστική απόφαση, λόγω πλημμέλειας και έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Δείτε τη σχετική Έκδοση: Συνεπιμέλεια και βέλτιστο συμφέρον του τέκνου
Δείτε το σχετικό Σεμινάριο: Συνεπιμέλεια και συμφέρον του τέκνου
Δείτε τη σχετική Αρθρογραφία στη Qualex: «Συνεπιμέλεια» και ψυχική υγεία των παιδιών