Η ενσωμάτωση της Οδηγίας CSRD στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 5164/2024, σε συνδυασμό με τον κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό 2023/2772 για τα πρότυπα υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας, διαμορφώνουν ένα νέο, ολοκληρωμένο πλαίσιο βιώσιμης εταιρικής πληροφόρησης. Τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Υποβολής Εκθέσεων Βιωσιμότητας (ESRS) αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο αυτού του πλαισίου, καθορίζοντας με λεπτομέρεια το περιεχόμενο και τη μορφή των απαιτούμενων δημοσιοποιήσεων.
Σύμφωνα με το νέο άρθρο 154Α του Ν. 4548/2018, ως εισήχθη δυνάμει του άρθρου 10 του Ν. 5164/2024, τα πρότυπα υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας, δηλαδή οι κατ’ ιδίαν πληροφορίες, τις οποίες θα πρέπει να δημοσιοποιούν οι υπόχρεες εισηγμένες εταιρείες και η δομή που θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την παρουσίασή τους, καθορίζονται από τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, ο κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός 2023/2772 εξειδικεύει το περιεχόμενο και τη δομή των προτύπων ESRS, διαμορφώνοντας ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο βιώσιμης εταιρικής πληροφόρησης.
Η αρχιτεκτονική των νέων προτύπων, όπως προδιαγράφεται στον κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό 2023/2772, διαρθρώνεται σε τρία αλληλένδετα επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο, τα γενικά πρότυπα (cross-cutting standards) θεσπίζουν τις θεμελιώδεις αρχές και απαιτήσεις για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών βιωσιμότητας από όλες τις εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των γενικών κατευθύνσεων για την εταιρική διακυβέρνηση και τη διαχείριση των κινδύνων βιωσιμότητας. Στο δεύτερο επίπεδο, τα θεματικά πρότυπα (topical standards), αναφέρονται έκαστο σε μία εκ των ειδικότερων θεματικών βιωσιμότητας, ήτοι σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και θέματα εταιρικής διακυβέρνησης. Στο τρίτο δε επίπεδο, τα τομεακά πρότυπα (sector-specific standards) προσαρμόζουν τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης στις ιδιαιτερότητες συγκεκριμένων κλάδων.
Ειδικότερα, στον περιβαλλοντικό τομέα, τα πρότυπα ESRS E1-E5 απαιτούν λεπτομερή αναφορά στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (Scope 1, 2 και 3), στη χρήση φυσικών πόρων, στην κυκλική οικονομία, στη βιοποικιλότητα και στη ρύπανση. Στον κοινωνικό τομέα, τα πρότυπα ESRS S1-S4 εστιάζουν στο εργατικό δυναμικό, στις επηρεαζόμενες κοινότητες και στους καταναλωτές, απαιτώντας πληροφόρηση για τις εργασιακές συνθήκες και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Ιδιαίτερη, δε, έμφαση δίδεται στη βιώσιμη εταιρική διακυβέρνηση, όπου το πρότυπο ESRS G1 απαιτεί εκτενή αναφορά στην ενσωμάτωση κριτηρίων ESG (Environmental – Social – Governance) στη στρατηγική της εταιρείας, στη διαχείριση των κινδύνων βιωσιμότητας, καθώς και στη σύνδεση των στόχων βιωσιμότητας, με τις αμοιβές των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Παράλληλα, εισάγονται απαιτήσεις για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με την επιχειρηματική δεοντολογία και την εταιρική κουλτούρα.
Κεντρικό στοιχείο των νέων προτύπων αποτελεί η προσέγγιση της «διπλής σημαντικότητας» (double materiality approach).
Τούτο σημαίνει ότι οι εισηγμένες εταιρείες καλούνται να αξιολογούν και να αναφέρουν, αφενός, τις επιπτώσεις των κινδύνων βιωσιμότητας στην οικονομική θέση, τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις και την εξέλιξή τους (financial materiality), αφετέρου, τις επιπτώσεις των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους στο περιβάλλον και στην κοινωνία (impact materiality). Αξιοσημείωτο, δε, ότι ο κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός 2023/2772 εισάγει και συγκεκριμένους δείκτες επιδόσεων (KPIs) για κάθε πτυχή βιωσιμότητας.
Αδιαμφισβήτητα, η υιοθέτηση των ESRS σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την εταιρική διαφάνεια, όπου η βιωσιμότητα αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος της εταιρικής πληροφόρησης. Η επιτυχής προσαρμογή στα νέα ευρωπαϊκά πρότυπα αναμένεται να ενισχύσει τη διαφάνεια και την αξιοπιστία των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, διευκολύνοντας παράλληλα την πρόσβασή τους σε βιώσιμη χρηματοδότηση.
Εντούτοις, η εφαρμογή των ESRS εγείρει και αξιοσημείωτες προκλήσεις για τις ελληνικές εισηγμένες εταιρείες.
Η συλλογή και επεξεργασία των απαιτούμενων δεδομένων ESG προϋποθέτει την ανάπτυξη εξειδικευμένων συστημάτων συλλογής, καταγραφής και παρακολούθησης των εν λόγω στοιχείων και πληροφοριών. Παράλληλα, η ανάγκη για εξειδικευμένο προσωπικό και η προσαρμογή των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου δημιουργούν πρόσθετες απαιτήσεις οργάνωσης και διάθεσης πόρων.
Ως προς το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των ESRS, όπως προβλέπεται στο Ν. 5164/2024, σε συνδυασμό με τον κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό 2023/2772, τούτο ακολουθεί μία σταδιακή προσέγγιση. Οι πρώτες εκθέσεις βιωσιμότητας θα δημοσιευθούν από τις μεγάλες εισηγμένες εταιρείες, που απασχολούν άνω των 500 εργαζομένων, και εμπίπτουν ήδη στο πεδίο εφαρμογής του αντικατασταθέντος άρθρου 151 του Ν. 4548/2018 περί κατάρτισης μη χρηματοοικονομικών καταστάσεων (Οδηγία 2014/95 – NFRD), παρέχοντας πληροφορίες και δεδομένα για το οικονομικό έτος 2024. Μετέπειτα, θα ακολουθήσουν οι λοιπές μεγάλες εισηγμένες εταιρείες, δημοσιεύοντας τις εκθέσεις βιωσιμότητάς τους για το οικονομικό έτος 2025, ενώ, τέλος, οι μικρές και μεσαίες εισηγμένες εταιρείες, θα υποβάλουν τις πρώτες εκθέσεις βιωσιμότητάς τους για το οικονομικό έτος 2026.
Καθώς το νέο πλαίσιο βιώσιμης εταιρικής πληροφόρησης συνεχίζει να εξελίσσεται μέσω της περαιτέρω εξειδίκευσης των ευρωπαϊκών προτύπων και της έκδοσης συμπληρωματικών κατευθυντήριων γραμμών, οι εισηγμένες Α.Ε. καλούνται να διαμορφώσουν μια ολοκληρωμένη στρατηγική προσέγγιση. Η έγκαιρη προετοιμασία και η συνεχής προσαρμογή τους στις εξελισσόμενες απαιτήσεις των ESRS θα αποτελέσουν καθοριστικούς παράγοντες για την επιτυχή μετάβαση στη νέα εποχή της βιώσιμης εταιρικής διαφάνειας.
* Η κ. Μαρίνα Αγγουρά είναι Δικηγόρος, LL.M., Associate (Banking & Finance) στη Δικηγορική Εταιρεία Κουταλίδη.