fbpx

Οι χάρτες δικαστικής δεοντολογίας στη χώρα μας

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η ελληνική έννομη τάξη, υπό τις συστάσεις της GRECO, απέκτησε τρεις χάρτες δικαστικής δεοντολογίας, που αφορούν το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Συμβούλιο της Επικρατείας και την Πολιτική/Ποινική Δικαιοσύνη αντίστοιχα.

Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά
Χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά

Δείτε επίσης

«Για τους δικαστές και εισαγγελείς οι εξετάσεις δεν τελειώνουν ποτέ. Αυτοί ενώ κρίνουν παράλληλα λόγω του αξιώματός τους κρίνονται. Και όσο περισσότερο γνωρίζουν πώς θα αναλάβουν το ρόλο του κρινόμενου, τόσο καλύτερα θα είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαιοδοτικό τους έργο»

Antonio Brancaccio, Πρόεδρος του ιταλικού Ακυρωτικού

Ένα δικαστικό σώμα αδιαμφισβήτητης ακεραιότητας συνιστά το θεμέλιο της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Στη χώρα μας, έγιναν συντονισμένες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια για τη σύνταξη των χαρτών δικαστικής δεοντολογίας. Ο πρώτος Χάρτης δεοντολογίας που εκπονήθηκε αφορούσε τους δικαστικούς λειτουργούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος εγκρίθηκε από την πλήρη Ολομέλεια του ως άνω δικαστηρίου και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το Νοέμβριο του 2020 (ΦΓ8/55595 – ΦΕΚ Β΄ 4942/9-11-2020). Το Μάρτιο του έτους 2022, εγκρίθηκε ο Χάρτης Δεοντολογίας των Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπ’ αρ. 3/2022 απόφαση της Διοικητικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στη συνέχεια, στις αρχές του 2003 ακολούθησε ο Χάρτης Δεοντολογίας των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, που ακολουθεί τη δομή και το περιεχόμενο του Χάρτη Δεοντολογίας των Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ.

Οι αρχές δεοντολογίας έχουν τη φύση των γενικών ρητρών, δηλαδή αρχών και όχι κανόνων δικαίου. Καταγράφουν πρότυπα συμπεριφοράς που αποτελούν μέρος της παράδοσης του δικαστικού και εισαγγελικού σώματος, για την αντιμετώπιση καταστάσεων που πιθανόν ανακύψουν, χωρίς να περιέχουν ακριβείς απαντήσεις. Εκφράζουν ένα υψηλό επίπεδο δικαστικής συμπεριφοράς τόσο σε θεσμικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, σε αντίθεση με τον πειθαρχικό κώδικα που περιγράφει ένα χαμηλό επίπεδο ηθικής, με το οποίο πρέπει να τιμωρηθεί ο δικαστής. Οι αρχές αυτές μπορούν να επικαιροποιούνται, προκειμένου να ανταποκριθούν στον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και στην εντυπωσιακή εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Ο Χάρτης δεοντολογίας έχει μια διπλή λειτουργία. Απευθύνεται πρωτίστως προς τους δικαστικούς λειτουργούς, ως ένα μηχανισμό οικοδόμησης μίας κοινής ιδεατής συμπεριφοράς. Η συστηματοποίηση των δεοντολογικών αρχών μέσω της σύνταξης ενός γραπτού χάρτη θα υποβοηθήσει και θα καθοδηγήσει τους δικαστές για να καταλήξουν στις δικές τους αποφάσεις σε σχέση με τις δραστηριότητες ή τη συμπεριφορά τους για τις οποίες οι ίδιοι και μόνο είναι υπεύθυνοι. Από την άλλη αποτελεί ένα είδος συμφώνου με τους πολίτες, που αποσκοπεί στην πληροφόρηση των προτύπων συμπεριφοράς που οφείλουν να τηρούν οι δικαστές, για την καλλιέργεια και την ενίσχυση της εµπιστοσύνης, που έκαστος από αυτούς και ο θεσμός της δικαιοσύνης στο σύνολο πρέπει να έχουν στην κοινωνία. Διασπά έτσι την απομόνωση και την αποστείρωση του δικαστή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, καθιστώντας αυτόν ενεργό μέρος ενός συστήματος που ασχολείται με την κοινωνία, ενισχύει τον επαγγελματισμό του, ενώ παράλληλα δημιουργεί μια πιο έντονη σύνδεση με τα μέλη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, τους δικηγόρους και γενικά την κοινωνία να έχουν καλύτερη αντίληψη και να υποστηρίξουν το δικαστικό σώμα.

Οι θεμελιώδεις δεοντολογικές αρχές που μνημονεύονται, είναι οι εξής οκτώ: α) Ανεξαρτησία, β) Αμεροληψία, γ) Ακεραιότητα, δ) Ευπρέπεια/αξιοπρέπεια, ε) Απαγόρευση Διακρίσεων/Δικαιότητα, στ) Επαγγελματική Ικανότητα και Επιμέλεια/Αποτελεσματικότητα, ζ) Αυτοσυγκράτηση/Αυτοπεριορισμός και η) Διαφάνεια – Επικοινωνία. Πηγή έμπνευσης για τη σύνταξή τους αποτέλεσαν οι αρχές Bangalore και ο Καταστατικός Χάρτης (Μagna Carta) των δικαστών. Σημαντική είναι και η ίδρυση της Επιτροπής/Συμβουλίου Δεοντολογίας, ήτοι ενός γνωμοδοτικού οργάνου με βασική αποστολή την παροχή συμβουλών επί ερωτημάτων που υποβάλλονται σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη.

Ο δικαστής αποτελεί την εικόνα της δικαιοσύνης, καθόσον ενυλώνει και εξωτερικεύει την ιδέα του δικαίου. Προσθέτει, καθημερινά, τη δική του προσωπική συμβολή στη θεσμική υπόσταση της δικαστικής λειτουργίας. Επιπλέον δεν πρέπει να περιορίζεται στην προσωπική του προσπάθεια με την τήρηση των δεοντολογικών αρχών αλλά οφείλει να συμβάλει στη συλλογική διατήρηση και βελτίωση των υψηλών προδιαγραφών της δικαστικής συμπεριφοράς. Ακόμη και ένα μεμονωμένο περιστατικό δύναται να πλήξει ανεπανόρθωτα την εικόνα του δικαστικού σώματος.

Οποιαδήποτε αναφορά στη δικαστική δεοντολογία πρέπει να έχει ως αφετηρία την επίγνωση, που πρέπει να έχει κάθε δικαστικός λειτουργός, ότι η δικαστική εξουσία αποτελεί μια τεράστια και τρομερή εξουσία. Ο τρόπος άσκησης αυτής της εξουσίας έχει καθοριστικές συνέπειες στη ζωή και την περιουσία των πολιτών που προσφεύγουν στα Δικαστήρια για επίλυση των διαφορών τους. Η διαπίστωση αυτή αφορά ιδίως την ποινική, η άσκηση της οποίας, πιο άμεσα από κάθε άλλη δημόσια εξουσία, επηρεάζει την ελευθερία, την υπόληψη και συνεπώς τη ζωή των ανθρώπων. Σε μια τεράστια εξουσία, όπως αποτελεί η απόφαση για τη φυλάκιση ενός ατόμου, πρέπει να αντιστοιχεί και μια μεγάλη ευθύνη. Οι πολίτες δεν επιθυμούν να έχει τέτοια δύναμη κάποιος του οποίου η ειλικρίνεια, η ικανότητα ή η προσωπική ζωή αμφισβητούνται. Συνεπώς οι δεοντολογικές αρχές αποσκοπούν στη μείωση της εξουσίας και στη διεύρυνση της γνώσης. Και τούτο διότι η δικαστική κρίση – είτε είναι ποινική, είτε αστική, είτε διοικητική – αποτελεί πάντα ο καρπός του δίπολου γνώση – εξουσία. Όσο πιο νόμιμη είναι, τόσο περισσότερη γνώση επικρατεί, ενώ όσο πιο παράνομη είναι, τόσο μεγαλύτερη καθίσταται η εξουσία, με απώτατο όριο την αυθαιρεσία.

Ο κ. Ιωάννης Βαλμαντώνης είναι Εφέτης.


Δείτε τη σχετική Έκδοση: Δικαστική Δεοντολογία

- Διαφήμιση -

- Διαφήμιση -

Πρόσφατες αναρτήσεις

- Διαφήμιση -