Με την ΑΠ 499/2024 κρίθηκε η δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων σε ενδοοικογενειακή βία που τελέστηκε με περισσότερες πράξεις, κάποιες εκ των οποίων τελέστηκαν στην Ελλάδα.
Σχετικές διατάξεις: Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδαφ. α’ Π.Κ. “1. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις που τελέστηκαν στο έδαφος της επικράτειας, ακόμη και από αλλοδαπούς”, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 Π.Κ. “1. Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν αυτή, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα. … 3. Στα πλημμελήματα, ακόμη και όταν διώκονται αυτεπαγγέλτως, οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται μόνο εφόσον υπάρχει έγκληση του παθόντος ή αίτηση της Κυβέρνησης της χώρας όπου τελέστηκε το πλημμέλημα”.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 16 Π.Κ., που υιοθετεί την αρχή της ενότητας, “τόπος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθε ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε να επέλθει σύμφωνα με την πρόθεσή του το αποτέλεσμα”.
Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, με βάση την αρχή της εδαφικότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 5 παρ. 1 του Π.Κ., ως βασική αρχή ενάσκησης της ποινικής εξουσίας του Ελληνικού κράτους, σε συνδυασμό με την αρχή της ενότητας, που καθιερώνεται με το άρθρο 16 του Π.Κ, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται τόσο στις αξιόποινες πράξεις που τελέστηκαν εξ ολοκλήρου στα όρια της επικράτειας, ακόμα και από αλλοδαπούς, όσο και σε εκείνες των οποίων μόνο ένα τμήμα της εγκληματικής συμπεριφοράς πραγματώθηκε στην ημεδαπή (ΑΠ 1308/2015, ΑΠ 1354/2013).
Εξάλλου, στο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, άρθρο 98 Π.Κ., τόπος τέλεσης είναι αυτός που επιχειρήθηκε οποιαδήποτε μερικότερη πράξη, κατ` άρθρο 16 Π.Κ., δηλαδή τόσο ο τόπος εκδήλωσης (ολικά ή μερικά) της συμπεριφοράς, όσο και ο τόπος του αποτελέσματος εκάστης μερικότερης πράξης και συνεπώς, αν τελέστηκε στην ημεδαπή έστω μια επί μέρους πράξης ενός κατ` εξακολούθηση εγκλήματος, ή επήλθε στην ημεδαπή το αποτέλεσμα μιας μερικότερης πράξης του, τόπος τέλεσης είναι η ημεδαπή, για όλο το έγκλημα, ακριβώς επειδή η θεωρία της ενότητας αντιμετωπίζει την αξιόποινη πράξη ως ενιαίο και αδιαίρετο όλο (ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 286/2019).
Για να προσδιοριστεί αν ένα έγκλημα έχει τελεστεί στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή και κατ’ επέκταση, για τον καθορισμό της ισχύος των ελληνικών ποινικών νόμων, σημασία έχει, εκτός των άλλων, ο καθορισμός του τόπου ή των τόπων τέλεσης της πράξης.
Έτσι, σύμφωνα με την αρχή της εδαφικότητας, σε περίπτωση αξιόποινων πράξεων με στοιχεία αλλοδαπότητας, εάν τόπος τέλεσης είναι (και) η Ελλάδα, τότε εφαρμόζεται το άρθρο 5 Π.Κ., χωρίς να απαιτείται η έρευνα συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 6 επ. Π.Κ.
Εάν, αντίθετα, το έγκλημα έχει τελεστεί στην αλλοδαπή από ημεδαπό, τότε ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 6 Π.Κ. και οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο αυτό και ειδικότερα, εφόσον πρόκειται κατά τον ελληνικό ποινικό νόμο για κακούργημα ή πλημμέλημα, πρέπει η πράξη να είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας που τελέστηκε ή να διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα και αν πρόκειται για πλημμέλημα, κατά τον ελληνικό ποινικό νόμο, πρέπει να έχει υποβληθεί έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας του τόπου τέλεσης (ΑΠ 1177/2019, ΑΠ 286/2019). Δηλαδή, ακολουθείται η αρχή του διπλού αξιοποίνου, η οποία αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου και όχι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της τελεσθείσας πράξης, οπότε δεν χρειάζεται να καλύπτεται από την υπαιτιότητα του δράστη (ΑΠ 378/2020, ΑΠ 765/2009).
Μάλιστα η πράξη πρέπει να είναι αξιόποινη, σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου τέλεσης, τόσο κατά το χρόνο τέλεσης, όσο και κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, αλλά και μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του υπαιτίου ημεδαπού.
Εξάλλου, εφόσον η τελεσθείσα πράξη είναι κακούργημα ή πλημμέλημα κατά το ελληνικό δίκαιο, αρκεί ότι είναι ποινικά κολάσιμη κατά το αλλοδαπό και δεν ενδιαφέρει αν κατ’ αυτό επισύρει επιεικέστερη ή αυστηρότερη ποινή, ούτε η διαβάθμισή της σε κακούργημα, πλημμέλημα, ούτε ο κατά το αλλοδαπό δίκαιο νομικός της χαρακτηρισμός, ο οποίος γίνεται κατά το ελληνικό δίκαιο (ΑΠ 2353/2005). Αν δεν συντρέχει ο όρος του διπλού, κατά τα ανωτέρω, αξιοποίνου αθωώνεται ο κατηγορούμενος, η δε συνδρομή ή μη αυτού διερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, το οποίο διαφορετικά αν τον καταδικάσει υποπίπτει σε υπέρβαση εξουσίας κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 Θ ‘ ΚΠΔ (ΑΠ 136/2004), ενώ αν η καταδικαστική απόφαση δεν αναφέρει ότι η πράξη είναι αξιόποινη και κατά το δίκαιο του αλλοδαπού τόπου τέλεσης, στερείται νόμιμης βάσης, λόγω ασάφειας και θεμελιώνονται έτσι οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ, αναιρετικοί λόγοι της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το Σύνταγμα και της εκ πλαγίου παράβασης της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 6 Π.Κ. (ΑΠ 318/2019, ΑΠ 227/2018, ΑΠ 2228/2005).
Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 6 παρ. 3 του νέου Π.Κ., αν η τελεσθείσα στην αλλοδαπή πράξη αποτελεί, κατά το ελληνικό δίκαιο, πλημμέλημα, τότε η κατ’ αυτό ποινική δίωξη προϋποθέτει οπωσδήποτε έγκληση του παθόντος, ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέστηκε, έστω και αν κατά τον αλλοδαπό νόμο είναι κακούργημα και αδιακρίτως αν κατά τον ελληνικό νόμο διώκεται κατ’ έγκληση ή αυτεπαγγέλτως.
Η ανωτέρω έγκληση υπόκειται στους όρους των άρθρων 114 επ. Π.Κ. και συνεπώς ισχύει η τρίμηνη προθεσμία υποβολής της, μετά την άπρακτη πάροδο της οποίας εξαλείφεται το αξιόποινο λόγω σιωπηρής παραίτησης του δικαιούχου (ΑΠ 135/2022).
Επί κατ` εξακολούθηση εγκλήματος, το οποίο απαρτίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου Κώδικα, από περισσότερες ξεχωριστές ομοειδείς και αυτοτελείς κολάσιμες πράξεις, που συνδέονται με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης (ενότητα δόλου), η προθεσμία υποβολής της έγκλησης αρχίζει για το όλο έγκλημα αφότου ο δικαιούμενος έλαβε γνώση της τελευταίας μερικότερης πράξης, εκτός αν προηγήθηκε η γνώση άλλης μερικότερης πράξης, οπότε, ως προς αυτήν, η προθεσμία υποβολής της έγκλησης αρχίζει από τον προγενέστερο αυτό χρόνο, ενόψει και του ότι, παρά την ενότητα του κατ` εξακολούθηση εγκλήματος, κάθε μερικότερη πράξη διατηρεί την αυτοτέλειά της (ΑΠ 135/2022, ΑΠ 1591/2017, ΑΠ 555/2016).
Αν η έγκληση υποβλήθηκε εμπρόθεσμα και αυτό εξάγεται ημερολογιακά σε σχέση με την ημέρα τέλεσης της πράξης, δεν απαιτείται η αναφορά του χρόνου της υποβoλής της έγκλησης στην αιτιολογία, αλλά αρκεί να προκύπτει το εμπρόθεσμο από τη δικογραφία.
Αν, όμως, η έγκληση υποβλήθηκε μετά την πάροδο του τριμήνου από την τέλεση της πράξης, είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται και αιτιολογείται ειδικά ο χρόνος κατά τον οποίο ο παθών έλαβε γνώση της πράξης και του προσώπου του δράστη. Αν η απόφαση στερείται τέτοιας ειδικής αιτιολογίας, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύονται οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης (ΑΠ 1320/2017, ΑΠ 413/2014, ΑΠ 850/2001), ενώ αν παραλείφθηκε η έρευνα υποβολής της έγκλησης ή της αίτησης της ξένης κυβέρνησης και το δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο, συντρέχει ο αναιρετικός λόγος της υπέρβασης, κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ εδ. γ’ ΚΠοινΔ, εξουσίας (ΑΠ 957/2019, ΑΠ 307/2018).
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον, από τη διάταξη αυτή, προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή, όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι` αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολ. ΑΠ 1/2008, Ολ. ΑΠ 3/2005, ΑΠ 95/2022, ΑΠ 138/2021). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 510 παρ. στοιχ. Θ` του Κ.Ποιν.Δ. ενδεικτικά αναφέρει μόνο μερικές περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας, όπως, όταν α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη του νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και γ) καταδίκασε για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη αίτηση ή έγκληση, ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης, ή για το οποίο δεν έχει ρητά επιτραπεί η έκδοση (ΑΠ 420/2023, ΑΠ 25/2021, ΑΠ 784/2020).
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, τέτοια υπέρβαση υφίσταται, εκτός των άλλων περιπτώσεων και όταν το Δικαστήριο καταδίκασε για έγκλημα, για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη έγκληση, ή όταν αυτή δεν υποβλήθηκε εμπροθέσμως (ΑΠ 1334/2020, ΑΠ 280/2019, ΑΠ 561/2017).
* Ο κ. Δημήτριος Βαρελάς είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάσκων στο Φροντιστήριο της Νομικής Βιβλιοθήκης.
Δείτε τα τμήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών εδώ