Η συζήτηση για τον γάμο των ομοφύλων είναι απαραίτητη για τους λίγους, οι οποίοι στερούνται βασικών δικαιωμάτων τους, αμήχανη για πολλούς, οι οποίοι παραβλέπουν τους δυναμικούς ρυθμούς της ανθρώπινης πραγματικότητας και την ανάγκη να έχουμε ρυθμισμένες έννομες σχέσεις, και αδιάφορη για κάποιους άλλους, οι οποίοι εκτιμούν ότι η πολιτεία πρέπει να στρέψει τους προβολείς της συζήτησης σε μείζονα προβλήματα της χώρας, που αγγίζουν τους πολλούς. Με ποιους, όμως, όρους πρέπει να γίνει αυτή η δύσκολη και απαιτητική συζήτηση;
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε χθες από τον Κύκλο Ιδεών η εξαιρετικά σημαντική εκδήλωση «Γάμος ομοφύλων, τεκνοθεσία, παρένθετη μητρότητα – Συνταγματικό πλαίσιο και νομοθετική ρύθμιση». Υπό τον συντονισμό του Ευάγγελου Βενιζέλου, η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου, η κυρία Κατερίνα Φουντεδάκη, αμφότερες Καθηγήτριες της Νομικής Σχολής ΑΠΘ και βασικές συντάκτριες του νομοσχεδίου (σσ. με τη βοήθεια της κυρίας Μαρίας Γερασοπούλου, δικηγόρου και διδάκτορος Νομικής) και ο κ. Αντώνης Καραμπατζός, Καθηγητής της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, συζήτησαν με αφορμή τα ακανθώδη ζητήματα της επικαιρότητας.
Ευάγγελος Βενιζέλος
«Οι απαντήσεις στα μεγάλα επίδικα της εποχής θα έπρεπε να δοθούν προ πολλού από τη Δικαιοσύνη για να απεμπλακεί το πολιτικό σύστημα από την ορμή της δημαγωγίας»
Αρχικά, ο Ε. Βενιζέλος σημείωσε ότι, είναι εντυπωσιακό το πόσο ζωντανά και επίδικα είναι όλα τα ταυτοτικά ή αξιακά θέματα, τα θέματα τα οποία στην πραγματικότητα ανάγονται σε ζητήματα πολιτικής θεολογίας ή ανθρωπολογίας.
Εξ άλλου, όπως ο ίδιος τόνισε, πρόκειται για ζητήματα συνταγματικής ηθικής τα οποία ανασύρουν συγκρούσεις και αντιφάσεις, αν και στην πραγματικότητα θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα κεκτημένα, ιδίως αν σκεφθούμε ότι η χώρα μας κινείται σ’ έναν ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο, κινείται στη στερεομετρία του πολυεπίπεδου συνταγματισμού. Το Σύνταγμα, σύμφωνα με την πάγια θέση του Ε. Βενιζέλου, δεν είναι το πρωτοβάθμιο εθνικό Σύνταγμα αλλά ένα επαυξημένο Σύνταγμα το οποίο προκύπτει ερμηνευτικά μέσα από τη συνάφεια και την αλληλοπεριχώρηση της εθνικής έννομης τάξης, του διεθνούς δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κυρίως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ασφαλώς του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προς την ίδια κατεύθυνση συνέχισε επισημαίνοντας ότι, τα όσα συμβαίνουν στο πεδίο του κράτους δικαίου, στο πεδίο των δικαιωμάτων έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Παρόλα αυτά, δεν δίστασε να αναφερθεί στο γεγονός ότι, τα μεταναστευτικά ρεύματα, η κλιματική κρίση, η τεχνητή νοημοσύνη, οι αμβλώσεις, ο γάμος των ομοφύλων, το δικαίωμα τεκνοθεσίας, η τεχνητά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, η οποία φτάνει μέχρι την παρένθετη μητρότητα, είναι ζητήματα που κανονικά θα έπρεπε να λυθούν από τη Δικαιοσύνη, οι απαντήσεις θα έπρεπε να δοθούν προ πολλού με οριστικό τρόπο και να έχουν απαλλαγεί ο νομοθέτης και η πολιτική εξουσία από πιέσεις και διλήμματα τα οποία μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις ωστικές δυνάμεις του λαϊκισμού, της δημαγωγίας, ακόμη και των παρεξηγήσεων.
Αικατερίνη Φουντεδάκη
«Οι άνθρωποι εάν θέλουν να κάνουν παιδιά δεν μπορεί να τους εμποδίσει τίποτε. Από καταβολής κόσμου οι ομοφυλόφιλοι κάνουν παιδιά. Είναι μια πραγματικότητα την οποία πρέπει να ρυθμίσουμε προς το συμφέρον των παιδιών»
Η καθιέρωση του γάμου των προσώπων του ίδιου φύλου είναι μια μεταρρύθμιση μείζονος σημασίας, η δε ακτινοβολία της είναι εφάμιλλη της μεταρρύθμισης του 1982/3 στο οικογενειακό δίκαιο, για το λόγο αυτό η συζήτηση πρέπει να γίνεται με πληρότητα και προσοχή.
Μάλιστα, η κυρία Φουντεδάκη υπενθύμισε ότι, η υιοθεσία στη χώρα μας είναι εφικτή από μόνο ένα άτομο και ως κριτήριο δεν μπορεί να είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του υποψήφιου θετού γονέα, παρά μόνο το συμφέρον του παιδιού.
Παράλληλα, όσον αφορά την παρένθετη μητρότητα, όπως σημείωσε, αυτή πρέπει να επιτρέπεται σε περίπτωση ιατρικής αδυναμίας κυοφορίας της γυναίκας. Όσοι υποστηρίζουν ότι δεν γίνεται η επέκταση αυτόματα για λόγους ισότητας, λένε ότι μεταξύ ενός άνδρα που εξ ορισμού δεν μπορεί να κυοφορήσει και μιας γυναίκας που δεν έχει μήτρα εξαιτίας αφαίρεσης λόγω καρκίνου δεν είναι όμοια κατάσταση και γι’ αυτό δεν μπορεί να επεκταθεί. Αυτό έχει κριθεί από τα δικαστήρια με διαφορετικούς τρόπους, κάποια εξ αυτών έκριναν ότι πρέπει για λόγους ισότητας να επεκταθεί και στον άνδρα, ενώ κάποια άλλα το απέρριψαν. Η πλειονότητα της θεωρίας, πάντως, όπως τόνισε, ισχυρίζεται ότι αναλογικά πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις της παρένθετης μητρότητας και στους μόνους άνδρες.
Λίνα Παπαδοπούλου
«Οι έρευνες των τελευταίων 30 ετών μας λένε με μεγάλη σαφήνεια ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς δεν υπολείπονται σε τίποτε εν συγκρίσει με αυτά που μεγαλώνουν με ετερόφυλους γονείς»
Η δικαστική εξουσία θα έπρεπε να αναγνωρίσει τον γάμο ανεξαρτήτως φύλου και πράγματι θα μπορούσε να γίνει αυτό μέσα από την αξιοποίηση της ισότητας των φύλων, σημείωσε αρχικά η κυρία Παπαδοπούλου. Η απαγόρευση σύναψης μιας σύμβασης του αστικού δικαίου που ισχύει μέχρι σήμερα εξαιτίας του φύλου των συμβαλλομένων μερών συνιστά διάκριση λόγω φύλου.
Μάλιστα στο πλαίσιο του νομοσχεδίου που θα κατατεθεί σε δημόσια διαβούλευση υπάρχει, όπως τόνισε, ένα άρθρο που αφορά την επέκταση της απαγόρευσης δυσμενών διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, έκφρασης φύλου και χαρακτηριστικών φύλου. Έτσι, λοιπόν, ο νομοθέτης έρχεται τώρα να επεκτείνει αυτή την απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων και σε τομείς όπως είναι, μεταξύ άλλων, η κοινωνική προστασία και οι φορολογικές διευκολύνσεις, με αποτέλεσμα το επικείμενο νομοθέτημα να κινείται γύρω από την ισότητα εν γένει. Υπ’ αυτή την έννοια η ίδια εκτιμά ότι εφεξής όλες οι διατάξεις του αστικού δικαίου, ακόμη και εκείνες που μένουν ανέπαφες από το επικείμενο νομοσχέδιο, θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, της απαγόρευσης δηλαδή της διάκρισης λόγω φύλου.
Στη συνέχεια η ίδια, αναφερόμενη στις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας, σημείωσε ότι μια πρώτη ενωσιακή υποχρέωση είναι να αναγνωρίζουμε τα έγγαμα ζευγάρια ομοφύλων που έρχονται από χώρα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους σκοπούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Επίσης, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη νομολογία του Στρασβούργου προκύπτει από το ερμηνευτικό δεδικασμένο υποχρέωση να αναγνωρίσουμε δύο άνδρες γονείς οι οποίοι με παρένθετη κύηση στο εξωτερικό έχουν δημόσιο έγγραφο με βάση το οποίο αναγνωρίζονται ως γονείς – πατέρες του παιδιού.
Τέλος, σύμφωνα με την κυρία Παπαδοπούλου, πέραν του ηθικού προβληματισμού που υπήρξε για την κατάστρωση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, πολύτιμες ήταν και οι έρευνες των ψυχολόγων, των ψυχιάτρων και των αναπτυξιολόγων. Οι έρευνες των τελευταίων 30 ετών μας λένε με μεγάλη σαφήνεια, όπως υποστήριξε, ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με ομόφυλους γονείς δεν υπολείπονται σε τίποτε εν συγκρίσει με αυτά που μεγαλώνουν με ετερόφυλους γονείς.
Αντώνης Καραμπατζός
«Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν την εποχή προ της μεγάλης μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου σήμερα φαντάζουν αδιάφορες μπροστά στο τολμηρό βήμα που πραγματοποιήθηκε»
Αρχικά, ο κ. Καραμπατζός θύμισε ότι, φέτος συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από τη μεγάλη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. Είχαν προηγηθεί βέβαια και δύο νομοθετήματα το 1982, το ένα αφορούσε την καθιέρωση του πολιτικού γάμου και το δεύτερο την αποποινικοποίηση της μοιχείας. Με την τότε μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, άλλαξε εκ βάθρων το οικογενειακό δίκαιο της χώρας. Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν την εποχή προ της μεγάλης μεταρρύθμισης του οικογενειακού δικαίου σήμερα φαντάζουν αδιάφορες μπροστά στο τολμηρό βήμα που πραγματοποιήθηκε. Πλέον, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε, «έχει φτάσει η ώρα της επόμενης ημέρας του οικογενειακού δικαίου».
Απότοκο της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης ήταν η φιλελευθεροποίηση του διαζυγίου, η κατοχύρωση της ισονομίας των ανδρών και γυναικών σε πολλαπλά επίπεδα, όπως και η διασφάλιση της αρχής της υπηρέτησης του συμφέροντος των τέκνων.
Πέρα από την μεγάλη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, οι εξελίξεις γνώρισαν και μια περαιτέρω δυναμική όταν το 2002 είχαμε την εισαγωγή της παρένθετης κυοφορίας, του συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ετερόφυλων ζευγαριών το 2008 και ομόφυλων ζευγαριών το 2015 αντίστοιχα. Σε όλο αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν κενά και δυσμενείς διακρίσεις σε διάφορα επίπεδα.
Παρά το γεγονός ότι το ΕΔΔΑ δεν μας επιβάλλει την υποχρέωση καθιέρωσης του πολιτικού γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, ο ίδιος προβληματίστηκε για το αν είμαστε ικανοποιημένοι μόνο με την ύπαρξη του συμφώνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια. «Αισθανόμαστε καλά ως κοινωνία;», διερωτήθηκε.
Αρκετοί είναι εκείνοι, σύμφωνα με τον κ. Καραμπατζό, οι οποίοι εκτιμούν ότι η θεσμοθέτηση του γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια δεν ανταποκρίνεται σε κάποια ρυθμιστική ανάγκη, καθώς αυτή έχει καλυφθεί ήδη από το 2015 με το σύμφωνο συμβίωσης. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει διότι όπως ο ίδιος θύμισε μέσα, από μια εμβληματική μορφή της φιλοσοφίας του δικαίου, τον Ronald Dworkin, όπως στην ποίηση και τον έρωτα δεν υπάρχει υποκατάστατο, έτσι και στον γάμο δεν μπορεί να υπάρξει ισότιμο υποκατάστατο για όλους τους πολίτες – πρέπει, συνεπώς, να δώσουμε αυτή τη δυνατότητα σε όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως.
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή τα ομόφυλα ζευγάρια είναι είτε η από κοινού υιοθεσία είτε η υιοθεσία του παιδιού του άλλου ή της άλλης συντρόφου. Ως προς το σύμφωνο συμβίωσης, σημείωσε ότι, δεν προβλέπεται υιοθεσία ακόμη και για τα ετερόφυλα ζεύγη, παρά την πεπλανημένη αντίληψη στη δημόσια σφαίρα, κάτι που δεν μπορεί να μας επιβληθεί και από τη νομολογία του Στρασβούργου. Μέχρι στιγμής η δυνατότητα που υπάρχει σε όσους συμβιώνουν με το σύμφωνο συμβίωσης είναι αυτή της αναδοχής, η οποία όμως δεν δημιουργεί μια έννομη σχέση μεταξύ του αναδόχου και του παιδιού το οποίο είναι σε καθεστώς αναδοχής.
Εν συνεχεία υπογράμμισε ότι, η δυνατότητα χρήσης του θεσμού μόνο από ετερόφυλα ζευγάρια ή μόνο από άγαμες γυναίκες θέτει ζήτημα άνισης μεταχείρισης των μόνων ανδρών και των ομόφυλων ζευγαριών και αυτό κάποια στιγμή θα πρέπει να καταπέσει στα δικαστήρια.
Τέλος, τόνισε ότι, ο νομοθέτης πολλές φορές βρίσκεται ενώπιον ενός διλήμματος, εάν δηλαδή πρέπει να ρυθμίσει ένα ζήτημα που βλέπει ότι είναι επίφοβο ή να το αφήσει απαγορευμένο αποδεχόμενος την ίδια στιγμή ότι θα δημιουργηθεί μια μαύρη αγορά. «Καλύτερα να ρυθμιστεί κάτι αυστηρά, να υπάρχει δηλαδή ένα νομοθετικό πλαίσιο, παρά να απαγορευτεί πλήρως ένα ευαίσθητο ζήτημα», σημείωσε. Στο επίκεντρο μιας ηθικής θεώρησης του δικαίου πρέπει να τεθεί η αξία του ανθρώπου, και αυτή η αξία, όπως τόνισε, απαγορεύει ως προς τις βασικές βιοτικές επιλογές τους την καθυπόταξη των προσώπων απέναντι στις διαθέσεις της εκάστοτε κοινωνικής πλειοψηφίας.