Δικηγόρος συνήψε δύο διαδοχικές συμβάσεις έμμισθης εντολής αφ’ ενός με ναυτική εταιρεία, αφ’ ετέρου με κοινοπραξία ναυτικών εταιρειών, συμφερόντων του ιδίου προσώπου. Καταγγελία της δεύτερης σύμβασης. Αξίωση αποζημίωσης απόλυσης, δεδουλευμένων αποδοχών και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Το εφετείο έκρινε, ομοίως προς το πρωτοδικείο, ότι δεν υπήρχε ενιαία έμμισθη εντολή, ήτοι υπήρχε αυτοτέλεια των νομικών προσώπων διότι «μόνο το γεγονός ότι στο πλαίσιο της σχέσης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία ο δικηγόρος παρέχει ταυτόχρονα τις υπηρεσίες του στον εντολέα του και παράλληλα σε στενά συνδεόμενα με τον εντολέα του φυσικά ή άλλα νομικά πρόσωπα δεν αρκεί για να καταστήσει τα πρόσωπα αυτά, των οποίων τα συμφέροντα υπερασπίζεται ο δικηγόρος συνεντολείς με τον αρχικό εντολέα του και συνακόλουθα συνοφειλέτες για την καταβολή της πάγιας αντιμισθίας του εκτός εάν κατά τις περιστάσεις προκύπτει με σαφήνεια το αντίθετο από την όλη σχέση της έμμισθης εντολής και ιδίως από τη μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνία». Δεν αποδείχθηκε εμπάθεια και κακόβουλη πρόθεση του εντολέα για τη λύση της σύμβασης.
Η πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε ο δικηγορικός σύλλογος υπέρ του αναιρεσείοντος μέλους του απορρίφθηκε, διότι δεν κρίθηκε ότι εγείρονταν νομικά ζητήματα εθνικού, κοινωνικού ή επαγγελματικού ενδιαφέροντος.
Υπολογισμός της αποζημίωσης απόλυσης. Η απόφαση αναιρέθηκε λόγω μη επαρκούς και πλήρους αιτιολογίας ως προς το ζήτημα αυτό. Συγκεκριμένα, το εφετείο αφαίρεσε εσφαλμένως τον παρακρατούμενο φόρο 20% από τη βάση υπολογισμού της αποζημίωσης, καθώς αυτή έπρεπε να υπολογιστεί με βάση τις μεικτές αποδοχές, χωρίς την αφαίρεση του φόρου.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΑΠ 509/2024