Το Τριμελές Διοικητικό Εφετείο Λάρισας κλήθηκε να εξετάσει την έφεση, που κατέθεσε το δημόσιο νοσοκομείο κατά της απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Τρικάλων, η οποία είχε προηγουμένως δεχθεί την αγωγή χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης 20 ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ. Οι ιατροί υποστήριζαν ότι για μία πενταετία υποχρεώθηκαν να εργάζονται συστηματικά, πέραν του ανώτατου ορίου των 48 ωρών εβδομαδιαίως, χωρίς τη ρητή συναίνεσή τους και χωρίς την παροχή αντισταθμιστικών περιόδων ανάπαυσης.
Πιο συγκεκριμένα, οι εφεσίβλητοι, ειδικευμένοι γιατροί του Ε.Σ.Υ., κατήγγειλαν ότι από το 2003 έως το 2008 εργάζονταν συστηματικά πέρα από το ανώτατο όριο των 48 ωρών την εβδομάδα, κατά παράβαση ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας (Οδηγία 2003/88/ΕΚ και π.δ. 88/1999). Σύμφωνα με τους ίδιους, η υπερωριακή απασχόληση περιλάμβανε μεγάλο αριθμό ενεργών και μικτών εφημεριών, χωρίς την χορήγηση των απαιτούμενων ημερών ανάπαυσης, με αποτέλεσμα την σωματική και ψυχική τους κόπωση, αλλά και τη στέρηση σημαντικού προσωπικού και οικογενειακού χρόνου. Επιπλέον, διευκρίνισαν ότι η συμμετοχή τους στις εφημερίες ήταν υποχρεωτική, βάσει νόμου, και ότι η άρνηση συμμετοχής συνεπαγόταν πειθαρχικές κυρώσεις, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την άρνηση παροχής εργασίας εκτός προβλεπόμενου ωραρίου. Για όλους τους ανωτέρους λόγους, ζητούσαν την αναγνώριση της υποχρέωσης του νοσοκομείου να καταβάλει αποζημίωση ύψους 20.000 ευρώ για τον καθένα, λόγω ηθικής βλάβης.
Από τη μεριά του, το νοσοκομείο υποστήριξε ότι η απασχόληση των γιατρών πέραν του ανώτατου εβδομαδιαίου ορίου των 48 ωρών ήταν απολύτως νόμιμη και αναγκαία για την ομαλή λειτουργία του ιδρύματος και την προστασία της δημόσιας υγείας. Για τον σκοπό αυτό, επικαλέστηκε εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις (ν. 3527/2007 και ν. 3654/2008) που προβλέπουν την υποχρεωτική συμμετοχή των γιατρών στις εφημερίες, σύμφωνα με τις ανάγκες του νοσοκομείου και κατά συνέπεια «πάγωναν» -σύμφωνα με τα λεγόμενά τους-την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας για το όριο των 48 ωρών για τους ειδικευμένους ιατρούς. Τέλος, το νοσοκομείο ισχυρίστηκε ότι οι ιατροί παρείχαν προφορική συναίνεση, καθώς δεν υπήρξε αντίδραση, ή άρνηση εκ μέρους τους να συμμετάσχουν στα προγράμματα εφημεριών.
Το δικαστήριο έκρινε ότι το νοσοκομείο παραβίασε την ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, υποχρεώνοντας τους γιατρούς να εργάζονται πέραν του ανώτατου εβδομαδιαίου ορίου των 48 ωρών, χωρίς τη ρητή, ελεύθερη και προσωπική συναίνεσή τους.
Παρά τις μεταγενέστερες εθνικές ρυθμίσεις, που ανέστειλαν προσωρινά την ισχύ των σχετικών διατάξεων, το δικαστήριο έκρινε ότι αυτές ήταν αντίθετες με την Οδηγία 2003/88/ΕΚ, η οποία υπερισχύει έναντι του εθνικού δικαίου και καθορίζει σαφώς τις προδιαγραφές για τον χρόνο εργασίας και ανάπαυσης των εργαζομένων. Επιπλέον, το Εφετείο τόνισε ως μείζον το γεγονός ότι το νοσοκομείο δεν παρείχε στους γιατρούς ισοδύναμες περιόδους αντισταθμιστικής ανάπαυσης, ούτε άλλη κατάλληλη προστασία. Παρομοίως, ο ισχυρισμός του νοσοκομείου ότι οι υπερωρίες εξυπηρετούσαν το γενικό συμφέρον, απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι η προστασία της υγείας των εργαζομένων αποτελεί επίσης δημόσιο συμφέρον. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η συμμετοχή των ιατρών στα προγράμματα εφημεριών δεν συνιστά τεκμήριο συναίνεσης για υπερωριακή εργασία, καθώς ήταν υποχρεωτική και συνοδευόταν από την απειλή πειθαρχικών κυρώσεων, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Με αυτό το σκεπτικό, το Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του νοσοκομείου, κρίνοντας ότι η υπέρβαση του ωραρίου συνιστά παράνομη πράξη, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, που προκάλεσε ηθική βλάβη στους ιατρούς, επιδικάζοντας αποζημιώσεις κυμαινόμενες μεταξύ 7.100 και 11.900 ευρώ ανά ιατρό, ανάλογα με την ένταση της υπερωριακής απασχόλησης.
Δείτε την απόφαση στην Qualex: ΔΕφΛαρ 401/2024