Παρά την απουσία μιας καθολικά αποδεκτής ερμηνείας του όρου «συνταγματική κρίση», οι νομικοί συμφωνούν σε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του. Η συνταγματική κρίση συχνά προκύπτει από την άρνηση ενός προέδρου να συμμορφωθεί με τους νόμους και τις δικαστικές αποφάσεις. Δεν πρόκειται για ένα διακριτό γεγονός, αλλά για μια σταδιακή διαδικασία, η οποία μπορεί να επιδεινωθεί όσο περνά ο χρόνος.
Σύμφωνα με τον Erwin Chemerinsky, κοσμήτορα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, Μπέρκλεϊ, οι Ηνωμένες Πολιτείες βιώνουν ήδη μια τέτοια κρίση. «Ζούμε μια συνταγματική κρίση αυτή τη στιγμή», δήλωσε χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στις πρώτες μέρες της προεδρίας Τραμπ και στις ενέργειες που χαρακτήρισε αντισυνταγματικές και παράνομες. Ο ίδιος ανέφερε παραδείγματα όπως η ανάκληση της ιθαγένειας εκ γενετής, το πάγωμα ομοσπονδιακών κονδυλίων και οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων που προστατεύονται από το νόμο.
Η ιδιαιτερότητα της κατάστασης, όπως επισημαίνουν πολλοί νομικοί, έγκειται στην καταιγιστική ταχύτητα και τον όγκο των εκτελεστικών ενεργειών, οι οποίες συνολικά επαναπροσδιορίζουν το εύρος της προεδρικής εξουσίας. Ωστόσο, αυτή η ταχύτητα μπορεί να αποτρέψει ή να καθυστερήσει την αποτελεσματική δικαστική παρέμβαση.
Η καθηγήτρια νομικής Kate Shaw από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια δήλωσε ότι η αντιπαράθεση με τα δικαστήρια θα ενίσχυε περαιτέρω την κρίση. «Πολλές από τις εκτελεστικές εντολές της νέας διοίκησης παραβιάζουν σαφώς τους νόμους που έχει θεσπίσει το Κογκρέσο», ανέφερε, υπογραμμίζοντας πως οι πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης δείχνουν περιφρόνηση προς τις βασικές συνταγματικές αξίες, όπως η διάκριση των εξουσιών και η ελευθερία του λόγου
Η καθηγήτρια του Στάνφορντ, Pamela Karlan, πρόσθεσε ότι η συνταγματική κρίση δεν περιορίζεται μόνο σε συγκρούσεις μεταξύ των τριών εξουσιών. «Όταν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών αγνοεί το Σύνταγμα, ανεξάρτητα από την αντίδραση του Κογκρέσου ή των δικαστηρίων, τότε έχουμε κρίση», είπε.
Παράλληλα, οι νομικοί προειδοποιούν ότι οι δικαστικές αποφάσεις ενδέχεται να μην επαρκούν για να ανατρέψουν τις εκτελεστικές πράξεις. Ακόμη και αν το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίψει τις ενέργειες του Τραμπ, οι καθυστερήσεις μπορεί να αφήσουν μη αναστρέψιμες συνέπειες.
Επιπλέον, το συντηρητικό μπλοκ των έξι δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου μπορεί να υιοθετήσει ευνοϊκή στάση απέναντι στις απόψεις του Τραμπ. Παρόλα αυτά, μια απόφαση που θα απέρριπτε, για παράδειγμα, την εντολή αφαίρεσης ιθαγένειας από παιδιά μεταναστών θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επίδειξη της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος.
Το ιστορικό προηγούμενο δείχνει ότι η ανυπακοή στις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν είναι άγνωστο φαινόμενο. Οι νότιες πολιτείες αρνήθηκαν για χρόνια να εφαρμόσουν την απόφαση του 1954 στην υπόθεση Brown v. Board of Education που απαγόρευσε τον φυλετικό διαχωρισμό στα σχολεία.
Η καθηγήτρια Amanda Frost από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια σημειώνει ότι ακόμα και το Ανώτατο Δικαστήριο ενδέχεται να δυσκολευτεί να υπερασπιστεί τους νόμους όταν το ίδιο το Κογκρέσο δεν το πράττει. Αντίστοιχα, η καθηγήτρια Karlan εξέφρασε ανησυχία ότι το δικαστήριο θα μπορούσε να παραδώσει νίκες στον Τραμπ, φοβούμενο ότι διαφορετικά θα αγνοούσε τις αποφάσεις του.
Το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, με τον πρώην πρόεδρο ήδη να έχει παραβλέψει πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για τον περιορισμό του TikTok, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφάλειας.
Η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση των θεσμών προκαλεί ερωτήματα για το κατά πόσο οι θεσμικές ισορροπίες στις ΗΠΑ μπορούν να αντέξουν τις πιέσεις μιας διοίκησης που αμφισβητεί ανοιχτά τις συνταγματικές επιταγές.